Υπάρχει ταμίας που σας έχει ρωτήσει «κάρτα;» και όχι «καρτούλα;». Πολύ σπάνια, εκτιμώ. Αυτή η πολύφερνη Γλώσσα μας έχει να επιδείξει από την αρχαιότητα αμύθητο εγγενή αλλά και δανεικό πλούτο, προϊόν ανήσυχου πνεύματος, ευρηματικότητας, εκχειλίζοντος συναισθηματισμού, σοφίας τόσο λαϊκής όσο και διακεκριμένων προσωπικοτήτων. Και, όταν λέμε «αρχαιότητα» για την πτυχή του Λόγου μας που θα μας απασχολήσει στο παρόν σημείωμα, δηλαδή τα υποκοριστικά, πιθανότατα ήδη από τη Γραμμική Β΄! Ο Αριστοτέλης, πάντως, είχε μελετήσει το φαινόμενο και εξηγούσε: «Ἔστι δ’ ὑποκορισμός, ὅς ἔλαττοv ποιεῖ καί τό κακόν καί τό ἀγαθόν, ὥσπερ καί Ἀριστοφάνης σκώπτει ἀντί μέν χρυσίου χρυσιδάριον, ἀντί δέ ἱματίου ἱματηδάpιον, ἀντί δέ λοιδορίας λοιδορημάτιον καὶ ἀντὶ νοσήματος νοσημάτιον.» (Ρητορική 1405b).
Ας δούμε, λοιπόν, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον Πλούτο του Αριστοφάνη με… πλούσια χρήση των υποκοριστικών: Η Γραῦς παραπονείται στον Χρεμύλο ότι μόνο για τα λεφτά της καθόταν τόσο καιρό μαζί της ένας νεαρός και τώρα την παράτησε. Και αφηγείται πόσο… ερωτευμένος ήταν μαζί της στην αρχή, και μάλιστα «οὕτω σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν»! Απλόχερα δε τρυφερός «καὶ νὴ Δί’ εἰ λυπουμένην γ’ αἴσθοιτό με,/ νηττάριον ἂν καὶ φάττιον ὑπεκορίζετο» (και μα το Δία, αν ένιωθε ότι είμαι λυπημένη, παπάκι και περιστεράκι θα με αποκαλούσε χαδιάρικα). Στο διάστημα αυτό, βέβαια, της είχε ξεκολλήσει χρήματα για δώρα: «καὶ ταῖς ἀδελφαῖς ἀγοράσαι χιτώνιον / ἐκέλευσεν ἂν τῇ μητρί θ’ ἱματίδιον». Άθροισμα: 5 υποκοριστικά σε 5 στίχους.
Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι να διεισδύσει στα τρίσβαθα (και κρατάμε τη λέξη αυτή για το τέλος) της γλωσσολογικής μελέτης για το εν λόγω γραμματικό φαινόμενο και το αντίθετό του, τα μεγεθυντικά. Μόνο με απλές νύξεις και προσιτά παραδείγματα θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε μία από τις πολλές πτυχές που αποκαλύπτουν τον απαράμιλλο πλούτο της γλώσσας μας. Το ρήμα «υποκορίζομαι» (υπό + κόρος, κόρη) σημαίνει από τα βάθη των αιώνων «μιλώ τη γλώσσα των παιδιών, μεταχειρίζομαι θωπευτικές λέξεις, απευθύνομαι σε κάποιον κολακευτικά, αλλά και αποδίδω ένα κακό όνομα με καλό (ευφημισμός δηλαδή). Αυτόν τον τελευταίο ορισμό δίνει ο Πλάτων (Πολιτεία, 400e) σημειώνοντας «… εὐηθείᾳ ἀκολουθεῖ, οὐχ ἣν ἄνοιαν οὖσαν ὑποκοριζόμενοι καλοῦμεν [εὐήθειαν]» (…ακολουθούν την ευήθεια· και δεν εννοώ μ’ αυτήν τη λέξη το είδος της μωρίας που χαϊδευτικά το ονομάζουν έτσι). Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, σημαίνει και το αντίθετο: Όταν ο Ηρακλής βρέθηκε μπροστά στην Αρετή και την Κακία και ρώτησε τη δεύτερη πώς τη λένε, εκείνη απάντησε: «Οἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι καλοῦσί με Εὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῦντές με ὑποκοριζόμενοι ὀνομάζουσι Κακίαν.» (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 2.1.27).
Υποκοριστικά ή χαϊδευτικά ουσιαστικά, σύμφωνα με την επίσημη σχολική Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λέγονται «όσα παριστάνουν μικρή τη σημασία της πρωτότυπης λέξης. Αυτή η σημασία έχει σε πολλές περιπτώσεις και χαϊδευτικό χαρακτήρα». Και παραθέτει ως πιο συνηθισμένες καταλήξεις για παράγωγα ουσιαστικών τα -άκι, -άκης, -ίτσα, -ούλα, ενώ για παράγωγα επιθέτων τα -ούλης (φτωχούλης) και -ούτσικος (μικρούτσικος). Κατά Γ. Μπαμπινιώτη, πάντως, είναι προτιμότερο να τα ξεχωρίζουμε σε «σμικρυντικά» για τύπους που κυριολεκτούν ως προς τις διαστάσεις (π.χ. καροτσάκι, σημαιούλα) και σε «υποκοριστικά» για τύπους με συναισθηματική φόρτιση (π.χ. γλυκούλα, τσισάκια). Ωστόσο, να επισημάνουμε ότι μπορεί και να συμπίμπτουν αυτά τα δύο, άρα στον γραπτό τουλάχιστον λόγο να είναι δυσδιάκριτη η διαφορά τους (π.χ. μωρούλι, κουκλίτσα, αρνάκι, σπιτάκι κ.λπ.). Αν ανατρέξουμε και στη θρυλική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Αχιλλέως Τζαρτζάνου, θα βρούμε τις καταλήξεις -άριον, -ιον, -ίδιον, -ίς (-ίδος), -σκος, -ίσκος, -ίσκη, -ύδριον, -ύλλιον. Όπως αντιλαμβανόμαστε, όλες αυτές οι αρχαίες καταλήξεις διατηρούνται αναλλοίωτες σε πλήθος λέξεων μέχρι σήμερα ή έστω έχουν σε άλλες ελαφρώς εξελιχθεί. Εύγλωττη είναι π.χ. η μετεξέλιξη σε -άκι από το αρχαίο -άκιον, με ενδιάμεσο σταθμό το μεσαιωνικό -άκιν, συνήθως υποκοριστικό των ουσιαστικών σε -αξ (όπως κόραξ, ἱέραξ, μεῖραξ) κοράκιον > κοράκιν > κοράκι, γεράκι, μειράκιο.
Φυσικά, οι καταλήξεις της Νέας Ελληνικής που δηλώνουν υποκορισμό δεν είναι μόνο οι 6 που μεταφέραμε πιο πάνω από τη σχολική Γραμματική. Προσθέτουμε μερικές ακόμη, χωρίς και πάλι να εξαντλούμε τον κατάλογο: -ούλικο (χαζούλικο), -άκα και -άκας (γιαγιάκα, μπαμπάκας), -άκος (γιατρουδάκος, κατεργαράκος), -άκιας (μαμάκιας), -ακας (χαζούλιακας), -δερός (ασπρουδερός), -ουλός (στρουμπουλός), -άριο (ωάριο), -ίδιο (σωματίδιο, αλλά και με πρόθημα μικροσωματίδιο), -άδιο και -άδι (φυλλάδιο, απολειφάδι) και αρκετές άλλες. Παραθέτουμε και κάποιες υποκοριστικές καταλήξεις εισηγμένες από ξένες γλώσσες, που αναμείχθηκαν στην Ιστορία μας με την ελληνική: Ο Πτωχοπρόδρομος, για παράδειγμα, αναφέρει το «βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν». Η κατάληξη -ίτσι(ν) (κορίτσι, σπαθίτσιν) είναι σλαβικής προέλευσης. Από την ιταλική γλώσσα οι καταλήξεις -έτ(τ)α (οπερέτα, ρουκέτα) και -έλ(λ)ι, που κατακλύζει τη διάλεκτο της Λέσβου (μωρέλι, κοπέλι), και άλλα.
Ο υποκορισμός, όμως, διαθέτει και αρκετά άλλα εργαλεία: Τα διάφορα προθήματα, όπως του παραδείγματος που δώσαμε πιο πάνω με το «μικροσωματίδιο», όπου η λέξη «σώμα» εκτός από το επίθημα -ιο μικραίνει διπλά και από το πρόθημα μικρο-. Άλλα παραδείγματα με σμικρυντικά προθήματα: ψιλοπαρεξήγηση, φτηνοπράγματα, χαμόσπιτο, λιανοτράγουδα, αχνοφέγγει, λιγομίλητος, σιγοβράζω, κουτσοπίνω, ψευτόμαγκας, κοντοζυγώνω κ.ά. Και, βέβαια, η πρόθεση «υπό», όταν δεν έχει την κυριολεκτική σημασία «κάτω από» (π.χ. υπώρειες, ύφαλος, υποστυλώνω), μικραίνει όλες τις λέξεις με τις οποίες συντίθεται: π.χ. υποπυραγός –και με προσθήκη του «αντί» ακόμη μικρότερος ο βαθμός, ανθυποπυραγός– (ουσιαστικό), υποτονικός (επίθετο), υποαπασχολούμαι (ρήμα). Εξού, άλλωστε, και το ίδιο το «υποκορίζομαι».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φαινόμενο του υποκορισμού ανακαλύπτουμε και σε μια άλλη βαρυσήμαντη διάσταση του γλωσσικού μας πλούτου· στο ουδέτερο γραμματικό γένος, που επινόησαν οι πρόγονοί μας από την κλασική ήδη αρχαιότητα, όταν μια τόσο λεπτεπίλεπτη γλώσσα όπως η Γαλλική δεν απέκτησε ποτέ, η δε Αγγλική καλύπτει με ένα the όλα τα γένη και τους αριθμούς των ονομάτων. Το ουδέτερο, λοιπόν, δείχνει να καθιερώθηκε για χάρη των… μικρών. Την επισήμανση ότι «το ουδέτερο κρύβει υποκορισμό» την οφείλουμε στον ποιητή Τέλλο Άγρα. Και μπορεί στην αρχαία Ελληνική να διακρίνονται το αρσενικό και το θηλυκό παιδί με τα δύο άρθρα ὁ παῖς και ἡ παῖς, αργότερα όμως και τα δύο φυσικά γένη αυτονομούνται μέσω του ουδέτερου υποκοριστικού το παιδίον > παιδίν > παιδί (και ξανά με υποκορισμό παιδάκι, παιδέλι, παιδαρέλι κ.λπ.), αλλά και ως αγόρι και ως κορίτσι μέχρι την ενηλικίωσή τους. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την παραγωγική κατάληξη -πουλο, από το μεσαιωνικό (λατινογενές) ποῦλ(λ)ος = νεοσσός, το οποίο δεν περιορίστηκε να σημαίνει μόνο τα μικρά των πτηνών και των ζώων (αετόπουλο, γουρουνόπουλο, κοτόπουλο κ.λπ.), αλλά επεκτεινόμενο και στα παιδιά των ανθρώπων (αρχοντόπουλο, γειτονόπουλο κ.λπ.) – λειτούργησε για τον Ελληνισμό ως το πιο διαδεδομένο επίθημα των οικογενειακών επωνύμων με τη μορφή του –(ό)πουλος. Μέχρι και ο Μπάιντεν λανσάρεται στους ομογενείς μας σαν… Μπαϊντενόπουλος! Επίσης, το «μικιό» στην Κρήτη και στην Κύπρο ή το τουρκικής προέλευσης «κούτσικο» και, πρωτίστως, το έμβρυο, το βρέφος, το μωρό και το νήπιο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γλώσσας μας αποδεικνύουν πως το ουδέτερο… ταιριάζει στα μικρά, είτε κυριολεκτούμε είτε… ερωτοτροπούμε.
Ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι κυρίως στα νησιά του Αιγαίου τα μικρά κορίτσια τα προσφωνούν μετατρέποντας το όνομά τους σε ουδέτερο. Ενίοτε παραμένει το ουδέτερο και σε όλη τους τη ζωή. Προσωπικά, γνώρισα στην Αμοργό ηλικιωμένες πλέον τις θείες μου το Αννιώ, το Ρηνιώ, το Μαργαρώ, τη γειτόνισσά τους το Μαρουλιώ κ.ά. Αν ενδώσουμε δε στον πειρασμό να εγκύψουμε σε τίτλους τραγουδιών μας, θα χάσουμε το μέτρημα με τα ουδέτερα για θηλυκά πρόσωπα και επιπλέον και με υποκοριστικά για κάποια από αυτά! Εντελώς δειγματοληπτικά: Το Δεσποινάκι, Το Κατινιώ, Το Κατερινιώ, Το Κατινάκι ξέχασες, Το Ελενάκι, Το Διαβολάκι, Αλητάκι, Το μικρό, Το άλλο μου μισό, Το αδούλωτο Λενιώ, Το μελισσάκι, Το αγγελούδι, Τζιέρι μου, Το μοδιστράκι, Το αμαρτωλό, Το Βαγγελί, Το γκομενάκι μου, Το μανούλι, Το Μαρουσάκι, Το Μαργούδι, Μωρό μου ή Το μωρό (42 διαφορετικά!), Το φτωχοκόριτσο (5), Το μοντέλο (4), Το Μαρικάκι (3), Το μελαχρινάκι (2), Το Φροσάκι (2), Το μελανούρι, Το ταίρι μου, Το ζητιανάκι και –βεβαίως, βεβαίως– Το βασανάκι! Όσο για τα τραγούδια που κυκλοφορούν με υποκείμενο στον τίτλο Το κορίτσι και Το κοριτσάκι, αυτά ξεπερνούν τα 70!
Στην αντίπερα της σμίκρυνσης όχθη, η μεγέθυνση. Οι αντίστοιχες καταλήξεις για τα μεγεθυντικά από τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Αχιλλέως Τζαρτζάνου: -ίας (μέτωπον > μετωπίας), -ων (γαστήρ > γάστρων). Από τη Γραμματική Νέας Ελληνικής: -άρα (κουκλάρα), -αράς (δουλευταράς), -αρος (σκύλαρος, Παναγιώταρος). Πέραν αυτών, -άδα (πηγάδα, κοιλάδα), -ακας (μεθύστακας, Γιάννακας), -ας (φυτούκλας, σπασίκλας), -άκιας (εξυπνάκιας), -άρας (τρελάρας, Γιωργάρας), -αρού (χορευταρού), -όνα (σπιταρόνα), -ού (γλωσσού), -ούκλα (χερούκλα), -άλα (μπουκάλα) κ.λπ. Όπως, μάλιστα, είδαμε στα υποκοριστικά, χρησιμοποιούνται και στα μεγεθυντικά διάφορα προθήματα: μεγαλοδικηγόρος, θεόμουρλη, κεφαλόβρυσο, βαρύμαγκας, καράβλαχος (τουρκ.), ερίτιμος, πρωτομάστορας, αρχιψεύτης, καλοταϊσμένη, ζάπλουτος, πανύβλαξ, παμπόνηρος κ.λπ.
Και όπως το «υπό» στον υποκορισμό, έτσι και στη μεγέθυνση συμβάλλει –αρκετά στοχευμένα όμως– η πρόθεση «κατά», και μάλιστα εκτός από ονόματα (π.χ. κατακόκκινος, κάτωχρος, κατάμεστος, κατάρρυτος, καταγέλαστος, κατεπείγον, καταφανής) ή επιρρήματα (π.χ. κατεπειγόντως) μεγεθύνει και ρήματα, κάτι που δε συμβαίνει γενικά στο φαινόμενο της μεγέθυνσης (π.χ. κατασυκοφαντώ, καταϋποχρεώνω, καταξοδεύομαι, καταχρεώνω, κατανικώ, κατακυριεύω, καταδημαγωγώ, κατερειπώνω).
Ολοκληρώνοντας την προσέγγιση του παραγωγικού και συνθετικού μηχανισμού της επαύξησης ή μεγέθυνσης των λέξεων, θα μας επιτραπεί να προσθέσουμε και μία ακόμη κατηγορία λέξεων, προτείνοντας τον όρο «πολλαπλασιαστικά». Πρόκειται για τα σύνθετα εκείνα επίθετα, ουσιαστικά ή επιρρήματα με πρώτο συνθετικό τα αριθμητικά τρία, τέσσερα, πέντε, εφτά και χίλια, όπως το «τρίσβαθα», το οποίο χρησιμοποιήσαμε στην 3η παράγραφο και ζητήσαμε να το κρατήσουμε για το τέλος. Κατά έναν μυστηριώδη τρόπο, σημάδι κι αυτό του εντυπωσιακού πλούτου της μονάκριβης γλώσσας μας, κάποια επίθετα δέχτηκαν ως πρόθημα ένα από τα παραπάνω νούμερα, όχι για να κυριολεκτήσουν, αλλά για να επιτείνουν τη σημασία τους! Για το 3, είναι προφανές ότι δε μας αφορά η τριήρης ή το τριώροφο σπίτι. Θαυμάζουμε, όμως, το αρχαίο τρισόλβιος και τα νεότερα τρισχαριτωμένος, τρισμακάριστος, τρισκατάρατος, τρίσβαθος, τρισβάρβαρος, τρισένδοξος, τρισευτυχισμένος, τρισάθλιος, τρικούβερτο, τρισκόταδο, τρισχειρότερα, (αλί και) τρισαλί. Για το 4, δεν ασχολούμαστε με το τετράγωνο. Αποθησαυρίζουμε, όμως, στα «πολλαπλασιαστικά» τα τετραπέρατος, τετράπαχος, τετράξανθος, τετράσοφος, τετράψηλος. Για το 5, αντίστοιχα, δε μας ενδιαφέρει η πενθήμερη (ή… πενταήμερη) εκδρομή. Πάντως, αναρωτιόμαστε γιατί πεντάμορφη –και όχι τετράμορφη ή εξάμορφη–, πεντανόστιμο, πεντάρφανος, πεντάγνωμος. Γιατί, επίσης, παραλείπεται το 6 από τα επιτατικά αυτά επίθετα και πάμε στο 7, όχι για το εφτάζυμο παξιμάδι, αλλά για την εφτάψυχη γάτα και το επτασφάγιστο μυστικό; Στη χορεία αυτών και το 1000 με τα χιλιοειπωμένος, χιλιομπαλωμένος, τον χιλιοπαρακάλεσα, με χιλιοευχαρίστησε κ.λπ.
Θα μείνει πιθανόν επτασφράγιστο αυτό το μυστικό των προγόνων και των συγκυριών που υπαγόρευσαν και καθιέρωσαν τους συγκεκριμένους αριθμούς ως πολλαπλάσιους για τα συγκεκριμένα επίθετα. Ωστόσο, εμείς θα καμαρώνουμε ἐς ἀεί τον αμύθητο πλούτο της γλώσσας μας χάρη και στα φαινόμενα που θίξαμε σε αυτό το σημείωμα! Ο Φτωχούλης του Θεού, «γέννημα» Κρητικού βέβαια αλλά λατινόγλωσσος, θα ρωτάει τα Ανθρωπάκια του Γαΐτη προς τι το έθος των Ελλήνων να υποκοριζόμεθα αυτόν τον πλούτο ως αυτοάνοση εθνική μας πενία. Αν, μάλιστα, δοκιμάσουν να κάνουν και αυτοψία σε κάπως παραδοσιακά ελληνικά νοικοκυριά, το πρώτο που θα ακούσουν κατά την υποδοχή θα είναι: «Καλωσορίσατε στο φτωχικό μας! Διότι “σπίτι μου, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου” δε λέμε;».
Θα ακούσουν ακόμη:
«Είχαμε μαζέψει μερικά λεφτουδάκια από κάτι δουλίτσες».
«Έχω και ένα περιβολάκι στο εξοχικό και βάζω καμιά ντοματούλα, κανένα μαρουλάκι, κρεμμυδάκι. Φέτος έβαλα και φασολάκια».
«Ρωτήστε τον κύριο αν ασχολείται καθόλου με τα παιδάκια, με το σκυλάκι, τα χαμστεράκια. Πότε γηπεδάκι με φιλαράκια, πότε στοιχηματάκια. Για φιλεναδίτσες, βρείτε το εσείς, Άγιέ μου».
«Τα καλοπολεμάμε. Έχω ένα σμαρτάκι και πάμε καμιά βολτούλα με το γυναικάκι. Αν σκάει τριημεράκι, κάνουμε και κανένα ταξιδάκι. Με το άλλο αμάξι, βέβαια, που είναι μεγαλούτσικο».
«Στις γιορτούλες, με παρεούλα σε κανένα ταβερνάκι για ένα κρασάκι κι ένα μεζεδάκι».
Γεμάτοι ενσυναίσθηση και καλοσύνη ο Φτωχούλης και τα Ανθρωπάκια θα υπομειδιούν.

