Υπάρχουν αυτά που εκλογικεύουμε, και αυτά που βρίσκονται κάτω από την επιδερμίδα του ορθολογισμού μας. Εκεί όπου οι αισθητήρες της συνείδησης κάποτε πρωτοσήκωσαν κεφάλι, χωρίς καλά-καλά να ξέρουν ακόμα τι ήταν αυτό που τους αφύπνισε: η παιδική ηλικία, σίγουρα· αλλά όχι μόνο.
Η αλφάβητός μου ξεκίνησε από το Δέλτα. Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν το πρώτο μου ελληνικό ανάγνωσμα. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, το ξεκαθαρίζω μέσα μου συνειδητοποιώντας το: για διάφορους ενδο-οικογενειακούς λόγους, τα παιδικά μου αναγνώσματα ήσαν ξενόγλωσσα, μέχρι που ήρθε η Δέλτα. Μέχρι που έπιασα στα χέρια μου ένα βιβλίο της (ήταν ο Μάγκας; Ο Τρελαντώνης; Το Παραμύθι χωρίς όνομα😉 και αίφνης ξετυλίχτηκε μπροστά μου ένας άλλος ορίζοντας – ξετυλίχτηκε κι απλώθηκε, και με πλημμύρισε ένα σύμπαν που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο απ’ όσα είχα διαβάσει ως τότε, αλλ’ όμως ήταν και βαθιά οικείο. Γιατί ήταν η γλώσσα των δικών μου, ήταν το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου: οι κυματισμοί των φράσεων, οι οροσειρές των λέξεων της γιαγιάς μου, των γονιών μου, του σπιτιού μου. Το αληθινό μου τοπίο, που μέχρι τότε βρισκόταν έξω από τις σελίδες των βιβλίων μου.
Όσο κι αν προσπαθώ να το πω αλλιώς πάντα εκεί καταλήγω, οπότε ας το πω έτσι: διαβάζοντας τη Δέλτα, κατάλαβα για πρώτη φορά ότι είμαι Ελληνίδα.
Γιατί στην αρχή είναι πάντα ο λόγος. Όχι πάντα από την αρχή, αλλά πάντα εκεί όπου έρχεται και βρίσκει την αλήθεια σου – και τελικά εκεί γίνεται η αρχή. Η γλώσσα της Δέλτα, κατακτημένη με τόσο κόπο από την ίδια, με το δέος, τον σεβασμό και την ταπεινότητα όσων καταπιάνονται με γλώσσα που δεν γνωρίζουν καλά (σκέφτομαι τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη), μου άνοιξε την πόρτα για να πατήσω στα πρώτα σκαλοπάτια της ταυτότητάς μου. Αγάπησα το έργο της όπως αγαπάς οτιδήποτε γίνεται άμεσα και άκοπα, σαν από πάντα, δικό σου.
Είναι το έργο της μόνο για παιδιά; Φυσικά όχι. Στην εποχή της (και τη δική μου) τα μεγάλα «παιδικά αναγνώσματα» είχαν γλώσσα ενήλικη, δουλεμένη, υπέροχη – και σ’ αυτήν εμβαπτίζονταν, όπως πρέπει να βαφτίζονται, οι μικροί αναγνώστες ή ακόμα και ακροατές, ακούγοντας κάποιον να τους τα διαβάζει. Στην εποχή της (και τη δική μου) τα παιδιά δεν υποτιμούνταν: δεν αντιμετωπίζονταν σαν μια ανθρώπινη υποκατηγορία με μειωμένες συναισθηματικές αντοχές που απαιτεί ειδικά (κακόγουστα) γλωσσικά και εννοιολογικά φίλτρα ανάμεσα σ’ εκείνα και τη λογοτεχνία. Στην εποχή της (και τη δική μου) η αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης, σε όλο της το ωμό και συχνά τρομακτικό μήκος και πλάτος, προσφερόταν στα παιδικά βλέμματα ως πεδίο σκοποβολής, για να ρίξουν τα βέλη της φαντασίας τους και μ’ αυτά να πιάσουν αντίληψη, αντίσταση, υπέρβαση. Με λογισμό και μ’ όνειρο. Για ν’ ακούσουν και να δουν και να κατανοήσουν όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν ή μπορούν να συμβούν, χωρίς δίχτυα ασφαλείας. Όταν σήμερα ξεφυλλίζω τα παλιά μου εκείνα φθαρμένα βιβλία της Δέλτα, τα ενήλικά μου μάτια χαμογελούν συγκαταβατικά με τις επιχρωματισμένες από το παιδικό μου χέρι εικόνες αλλά αιφνιδιάζονται και κολλούν το ίδιο πάνω στις τυπωμένες λέξεις, που συνεχίζουν να με ταρακουνούν και να με τσούζουν. Είμαι και πάλι δέκα, δώδεκα χρονών και ακούω και βλέπω και συγκινούμαι. Για τον καταδικασμένο έρωτα του Κρηνίτη με την Αλεξία, δεν θα παρηγορηθώ ποτέ.
Ναι, αλλά μπορεί το έργο της να κρατήσει μια θέση στη βιβλιοθήκη των παιδιών μας; Σίγουρα ο πατριωτισμός/εθνικισμός της (μεγάλη κουβέντα αυτή) δεν είναι διαχρονικός· σίγουρα κάποια ηθικοπλαστικά της μηνύματα ηχούν παλιομοδίτικα· σίγουρα η κοινωνία όπου εκείνη έζησε και γνώρισε, μικρό προνομιούχο κομμάτι έτσι κι αλλιώς της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής της και έκτοτε σχεδόν απόλυτα άλαλο, δεν μοιάζει σε τίποτα με τη σημερινή – και, ακριβώς λόγω της αλαλίας του, δεν μπορεί να συνομιλήσει μαζί της. Υπάρχουν όμως τα βασικά, που με διαφορετικά ρούχα και τοπία και κοινωνικούς κώδικες παραμένουν διαχρονικά: οι δαίδαλοι και τρόμοι της παιδικής ηλικίας· τα αλύτρωτα και καθοριστικά δεσμά κάθε οικογένειας· οι πρώτες σφραγίδες στο διαβατήριο της ζωής μας που δεν ελέγχουμε και που μας καθορίζουν θέλουμε-δεν θέλουμε· ο Έρωτας· οι θυσίες· η αγάπη για τη χώρα που διεκδικούμε και μας διεκδικεί. Περισσότερο απ’ όλα, αυτό που ακόμα και σήμερα με κάνει να κοντοστέκομαι στις σελίδες της και να τις ξαναδιαβάζω αργά-αργά, είναι αυτά, τα ατακτοποίητα –που ζητούν να διορθωθούν, να γίνουν πιο εύκολα, πιο «σωστά», και που ξέρω ότι δεν θα γίνουν.
Αν η ερμηνεία της σημαντικής λογοτεχνίας και το πώς αυτή μας επηρεάζει ήταν κάτι απλό, θα είχαμε και τις συνταγές της – και όλοι λίγο-πολύ θα γράφαμε και θα διαβάζαμε σπουδαία αναγνώσματα. Όμως απλό δεν είναι. Συχνά πρόκειται για έναν περίεργο, αχαρτογράφητο συνδυασμό επιφανειακής αδεξιότητας ή και αφέλειας με μια ενδότερη κατακτημένη γνώση – και μαζί μ’ έναν δουλεμένο εσωτερικό ρυθμό και μια ακατέργαστη ορμή σαν ξέχειλη, επαναστατημένη καταιγίδα. Τα βιβλία της Δέλτα περιέχουν, διάσπαρτα, όλα αυτά μαζί. Πάθος, πίκρα, πίστη, διαμαρτυρία, υποταγή, αφοσίωση, εξέγερση. Ήττα και θρίαμβο, καταπώς ερμηνεύει κανείς. Και πάντα, είναι ο λόγος: εκεί όπου έρχεται και συναντά την αλήθεια μας και διακηρύσσει, με κάθε φράση, την ταυτότητά μας. Αυτός ο λόγος της Πηνελόπης Δέλτα που εύχομαι ολόψυχα να παραμείνει ο παντοτινός ανάδοχός μας: γιατί αλλιώς, φοβάμαι, μαζί του θα χαθεί και κάτι πολύ δικό μας, αναντικατάστατο.

