Αν ποτέ ετίθετο τέτοιο θέμα, αλήθεια, ποιον κύκλο βίας θα προτιμούσαμε, τον πρωτόγονο ή τον πολιτισμένο; Απολογητές του πολιτισμού ή ρομαντικοί πριμιτιβιστές, πατάμε ο ένας στα χνάρια του άλλου. Εκπολιτισμένοι και εξευγενισμένοι, δρούμε και μιλούμε πλέον με όρους πολιτικής ορθότητας, περηφανευόμαστε για τον ουμανισμό μας, κι όμως, ταυτόχρονα, η σκόνη από παρελθούσες εποχές αγριότητας και κτηνωδίας δεν έχει κατακάτσει ακόμη.
Επιχειρώντας μία «αρχαιολογία» της βίας θα βρίσκαμε ότι αυτή, μονότονα σχεδόν, υπάγεται στο δίκαιο του ισχυρού, παρ’ όλο που χωροχρονικά τα μέσα τα οποία μετέρχεται, η ένταση και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της αλλάζουν. Μοιάζει να είναι μια μορφή νομοτέλειας που υπογραμμίζει τα κοινά ειδολογικά μας χαρακτηριστικά. Ο γραμμικός χρόνος τελεί μάλλον σε ένα σχήμα σπιράλ που εκτείνεται και συνεχώς επιστρέφει στον εαυτό του. Η βία είναι μια αυτοπάθεια και όχι μια διαχωρισμένη από την ύπαρξή μας αφαιρετική έννοια. Τίποτε δεν βηματίζει εμπρός, τίποτε δεν προχωρά στα αναχώματα των συλλογικών υποσχέσεων για βαθύ ανθρωπισμό και δίκαιη τρυφερότητα.
Είναι, λοιπόν, μοίρα μας η βία ή μπορούμε εμείς να τιθασεύσουμε τον δαίμονα που κατοικεί μέσα μας; Η ιδέα του «δαίμονα» του κάθε ανθρώπου είναι πολύ παλιά. Τη συστήνει πρώτος ο Ηράκλειτος, σύμφωνα με τον οποίο ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι ο δαίμονάς του (ήθος ανθρώπων δαίμων). Είναι η φωνή που ακούει ο Σωκράτης, είναι το «ηγεμονικόν» του Μάρκου Αυρήλιου. Είναι το μοναδικό που εξαρτάται από εμάς τους ίδιους, που ανήκει στον έλεγχό μας. Η απάντηση στη βία είναι η καταλλαγή που έρχεται με την αυτογνωσία και την αυτοκυριαρχία, με το να μη «μολύνεις τον δαίμονα που κατοικεί μέσα σου». Αν ο έξω κόσμος νοείται είτε ως θέατρο κατίσχυσης και επιβολής, υπάρχει πάντα το εσωτερικό καταφύγιο της ατομικής μας βούλησης, όπου η ζωή προχωρά με όλες της τις δυνατότητες.
Ο κόσμος είναι ένα δοχείο λυγμών… Μέσα σε αυτό το σφαγείο, το να σταυρώσεις τα χέρια και να διοχετεύσεις τη βία λεκτικά ή να ξεσπαθώσεις είναι χειρονομίες εξίσου μάταιες. Το μόνο μη μάταιο είναι να θυμηθείς πως οι άλλοι δεν μπορούν ποτέ πραγματικά να σε βλάψουν: «Είναι κι αυτό μια ιδιότητα του ανθρώπου: το ν’ αγαπά ακόμη και εκείνους που του ʼφταιξαν. Και το μπορείς, αρκεί να αναλογιστείς ταυτόχρονα ότι είναι συγγενικά σου όντα, και ότι αθέλητα σφάλλουν κι από αμάθεια, κι ότι μετά από λίγο και εσύ και ο άλλος θα πεθάνετε· μα πάνω από όλα ότι ο άλλος δεν σε έβλαψε: το ηγεμονικόν σου δεν το έκανε χειρότερο από ό,τι ήταν πριν.» (Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, Ζ΄ 22)