Μαριαλένα Σπυροπούλου, Κόρη χωρίς πλάτη, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2021.
Η Μαριαλένα Σπυροπούλου ανήκει σε μια γενιά δημιουργών που εμφανίστηκαν στις αρχές του αιώνα που τρέχει κάτω απ’ τα πόδια μας, όχι με το που ξεμύτισε η χιλιετία αλλά με την ανθοφορία της κρίσης. Μιας κρίσης που την ονόμασαν οικονομική, αλλά τα οικονομικά δεν ήταν παρά η πλέον ορατή της όψη. Η κοινωνική της μάλιστα πλευρά, απότοκος των οικονομικών δυσχερειών, δεν ήταν στην ουσία παρά η εξωτερική επίφαση μιας βαθιάς ανθρωπολογικής κρίσης με σαφές υπαρξιακό περιεχόμενο. Υπό την πίεση της τεχνολογίας και των διευκολύνσεων που αυτή παρέχει, ξεκίνησε μια τάση ενοποίησης του κόσμου που ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση. Όμως αυτές οι δομικές αλλαγές, που χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί συνεχίζουν να εξελίσσονται και σήμερα, έθεσαν ξανά θεμελιώδη ερωτήματα όπως του τι είναι μια κοινωνία ανθρώπων, τι είναι μια σχέση ανθρώπων, τι είναι εντέλει ένας άνθρωπος. Μάλιστα το ερώτημα στις μέρες μας τίθεται ακριβώς έτσι. Όχι τι είναι ο άνθρωπος, αλλά τι είναι ένας άνθρωπος, τι μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Γιατί η ηλεκτρονική εποχή μας έχει μάθει πως όσο κι αν απαντήσουμε τι είναι ο άνθρωπος, δεν απαντάμε στο τι είναι ένας άνθρωπος. Σε περίπτωση που απαντήσουμε τι είναι ένας άνθρωπος, χωρίς να πέσουμε στην πλάνη της περιπτωσιολογίας, άλλη Χάρυβδη αυτή πλάι στη Σκύλλα της γενικολογίας, μπορούμε ίσως να έχουμε μια μερική απάντηση του τι είναι ο άνθρωπος. Άλλωστε αυτό το ερώτημα που τέθηκε πάλι μαζί με τις ενδεχόμενες απαντήσεις του έφερε και την ποίηση ξανά στην επιφάνεια. Και ίσως κάποιες τέτοιες απαντήσεις επιχειρεί να ψηλαφίσει και η Μαριαλένα Σπυροπούλου με την Κόρη χωρίς πλάτη, γιατί τι είναι άραγε αυτή η κόρη άλλο από ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, είναι και η Ρου, και η ηρωίδα του Τάισέ με, μία άνθρωπος θα λέγαμε κατά την καινοτόμο ονομασία της Ζωής Καρέλλη από το αντίστοιχο ποίημα «Η άνθρωπος». Γιατί η Ζωή Καρέλλη, πολλά χρόνια πριν, είχε δηλώσει εμφατικά τη γυναικεία θέση από την οποία έγραφε.

Πράγματι κάθε συγγραφέας, όταν μιλάει μιλάει και από την πλευρά του φύλου του, είτε του κενού που κρύβει χαμηλά στην κοιλιά του είτε του κενού που κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του, και που εν δυνάμει γεμίζει κάποιες στιγμές με αίμα και ζωή. Όμως με αυτό το κενό γράφει, ακόμη κι όταν στις μέρες μας επιμένει για την απροσδιοριστία αυτού του κενού, καθώς σε όλες τις περιπτώσεις, είτε αναφερόμαστε σε γυναίκες είτε σε άντρες, το κενό αυτό χρειάζεται στήριγμα, είναι φορέας αγωνίας, αγωνίας ζωής και θανάτου, λαχτάρας για πραγματοποίηση. Και καθώς αυτά τα τελευταία είναι τόσο θεμελιώδη όσο και δύσκολα, η ανάληψη της ευθύνης τους μπορεί να τρομάζει και η απόσυρση στην απροσδιοριστία και στην διεκδίκηση του είμαστε όλοι όλα ταυτόχρονα να είναι μια κίνηση άμυνας, η απόκρυψη δηλαδή του κενού που όλοι φέρουμε με το φύλο μας. Μολονότι είμαστε ψυχικά φορείς και των δύο φύλων. Όπως όμως και της διαφοράς τους σαν ένα από τα πολλά δίπολα που μας διατρέχουν. Έτσι οι γυναίκες μπορούν να οικειοποιηθούν έναν ανδρικό λόγο, ρόλο και θέση και εξίσου οι άντρες να υιοθετήσουν μια θηλυκή, γυναικεία υπόσταση και ομιλία. Αυτή η πολλαπλότητα, που δεν αφορά μόνο τα φύλα αλλά και τις ηλικίες είναι η ίδια η ψυχική πλαστικότητα που μας επιτρέπει να συνδεόμαστε με άλλους, με πολλούς άλλους. Και μεταξύ άλλων με λογοτεχνικούς άλλους, με ήρωες, με στίχους, με μουσικές εικόνες και δημιουργούς κάθε είδους. Από αυτή την άποψη η Μ. Σ., μαζί με έναν δύο άλλους της γενιάς της, όπως ο Άκης Παπαντώνης, και ίσως πολύ περισσότερους που δεν έχουν πέσει στην αντίληψή μου, έκανε το «ατόπημα» μετά από δύο βιβλία πεζογραφίας, με τα οποία εγκαταστάθηκε στο λογοτεχνικό παρόν και μέλλον μας, να δημοσιεύσει ένα βιβλίο ποίησης.
Η κίνηση φαίνεται ανάποδη. Μέχρι πριν μερικά χρόνια η συνήθης εμπειρία έλεγε πως κάποιος μπορεί να ξεκινήσει γράφοντας και εκδίδοντας ποιήματα και στη συνέχεια μπορεί να περάσει στην πεζογραφία, χωρίς να μπορεί όχι να γυρίσει στον τόπο της γραφής του, της ποίησης, αλλά ούτε ίσως να την κοιτάξει. Κινδύνευε ακόμη και κοιτάζοντας πίσω να μείνει ο ίδιος στήλη άλατος, σαν τη γυναίκα του Λωτ. Ανάμεσα στα πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο Κώστας Ταχτσής και ο Γιώργος Ιωάννου. Μόνον οι φιλόλογοι ίσως γνωρίζουν τις ποιητικές τους εκκινήσεις, που για τον δεύτερο είχαν μεγαλύτερη έκταση και διάρκεια. Σε αυτήν μάλιστα τη λογική, το ανεπιστρεπτί πέρασμα από την ποίηση στην πεζογραφία θεωρούνταν μια συγγραφική ωρίμανση μέσα σε μια άλλοτε ρητή κι άλλοτε λανθάνουσα υποτίμηση της ποίησης, η οποία παραγνώριζε το συνεχές εκκρεμοειδές πέρασμα από τη μία στην άλλη και πάλι πίσω δημιουργών, όπως ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ή ο Τ. Σ. Έλιοτ. Τα ανάλογα ελληνικά παραδείγματα της καλλιέργειας του πεζού λόγου επειδή δεν βρήκαν μυθιστορηματικό αποτύπωμα δεν μετρούσαν. Μετρούσε η επιθυμία να υποτιμηθεί «το καταφύγιο που μισούμε» της ίδιας της ποίησης, κατά την Καρυωτακική δήλωση. Υπό αυτή την έννοια το σκάνδαλο της εκκίνησης με επιτυχή βήματα στην πεζογραφία και αίφνης της ανάδυσης ενός βιβλίου ποίησης, ακόμη κι αν η συγγραφή του θα μπορούσε να είχε προηγηθεί, γεγονός που δεν το γνωρίζουμε, αποτελεί μια ανατροπή από αυτήν τη νέα γενιά δημιουργών. Επειδή δεν υποκύπτει στα στερεότυπα. Και επειδή δηλώνει μια έμπρακτη εκτίμηση στον ποιητικό λόγο, θα τολμούσα να πω, μέσα στη γενική απαξίωση της ποίησης, είτε γιατί θεωρείται ότι η ίδια έγινε πολύ δύσκολη είτε γιατί δεν βρίσκει πολλούς αναγνώστες και ακόμη λιγότερους αγοραστές των βιβλίων της. Επειδή και η περί την λογοτεχνία κοινωνία συμπτύχθηκε αφενός στα επονομαζόμενα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής», αλλά συγχρόνως μετεξελίχθηκε μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία σε αγορά, με την πιο στενή οικονομική έννοια του όρου, πόρρω απέχοντας από την αρχαιοελληνική της σημασία. Αξιώνοντας από τον ποιητικό λόγο, μέσα στο συνεχές που τον συνδέει με τον λόγο της πεζογραφίας, να πάρει τα ηνία και να οδηγήσει όπως αυτός μόνο ξέρει τις αισθήσεις, τα νοήματα, τις αλήθειες. Όσο και αν αυτή η έμπρακτη εκτίμηση ανήκει στη δοκιμασία της γραφής στην ποίηση, την οποία ένα μεγάλο πλήθος χρησιμοποιεί ως πεπατημένη για να ανέβει το πρώτο σκαλί της λογοτεχνίας, αγνοώντας συχνά τους παλιούς δασκάλους. Το πλήθος των ποιητικών βιβλίων που εκδίδονται, παλαιότερα από αυτο-εκδόσεις σήμερα με την ετικέτα των πολυάριθμων εκδοτικών οίκων, δηλώνει και αυτό με τη σειρά του έναν πληθωρισμό που απειλεί να καταπνίξει εν αγνοία του τα καλά και να υπογραμμίσει κι εδώ μιαν ευκολία.
Το βιβλίο της Μαριαλένα Σπυροπούλου κινείται με τον δικό του τρόπο σε αυτή την κατεύθυνση όπου ο ποιητικός λόγος ανασκαλεύει αισθήσεις και αισθήματα για να φτάσει σε νοήματα και αλήθειες, οδηγούμενο από έναν χαμηλό τόνο. Δεν υψώνει τη φωνή καμιάς γνώσης. Αντίθετα προσπαθεί να έχει επίγνωση της φωνής του ψάχνοντας πού φτάνει αυτή η φωνή. Γιατί αυτή η φωνή σέρνεται εντέλει, με όλες τις δυσκολίες αυτού μέσα από το οποίο διέρχεται, μέχρι κάποια συνείδηση και τη γνώση της. Ποια είναι αυτή η κόρη λοιπόν, η οποία προσδιορίζεται από την απουσία της οπίσθιας όψης της; Το βιβλίο ξεκινάει με δηλώσεις σκόρπιες από ποίημα σε ποίημα. «Δεν είμαι κόρη / και εσύ δεν ήσουν γέφυρα», θα σημειώσει σε ένα από αυτά, σε μια λανθάνουσα και ρητή αναφορά του τίτλου στο γεφύρι και στη χρισμένη και χτισμένη γυναίκα του πρωτομάστορα. Γιατί βεβαίως στο ποίημα της Σ. η θυσία αποφεύγεται, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αποφεύγονται τα βάρη της ζωής, οι καταστροφές, τα ερείπια, οι θλίψεις της. Άλλωστε δηλώνεται αλλού ως «Κόρη Πατρός / του Υιού / και του Αγίου Πνεύματος». Μια ωραία γενεαλογία γλιστράει εδώ ανάμεσα στα αναμενόμενα, αντικαθιστώντας τον συμπλεκτικό σύνδεσμο με το άρθρο, εκεί όπου αλλού αυτό το τελευταίο αφαιρείται. Σαν ο Υιός, που έγινε πια πατέρας, να γίνεται πατέρας μιας Κόρης, βεβαίως με τη βοήθεια, όπως πάντα, ως συνήθως του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι μόνον η γυναίκα που χρειάζεται τον τρίτο στο όνομα της θεϊκής πνοής για να καρποφορήσει, είναι και ο γιος, ως επίδοξος πατέρας, που την έχει ανάγκη για να είναι γόνιμος. Άλλωστε αυτή η γενεαλογία δεν είναι μόνο των ανθρώπων είναι και των ποιημάτων, κι αυτά χρειάζονται δύο συν έναν για να γεννηθούν: «Ποιος είπε ότι τα ποιήματα / δεν ζητάνε με κλάμα τη μάνα τους // δεν ψάχνουν πάντα τον άγνωστο πατέρα;» Όμως έτσι ξεκινάει η ζωή και η δημιουργία της, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον κοινό κι εδώ οι τεχνοεπιστήμες δεν έχουν πέραση. Απλώς καθένας τον διαβαίνει με τον δικό του διασκελισμό.
Ο διασκελισμός της Κόρης εδώ, όπου η Μαριαλένα Σπυροπούλου μας δείχνει εντέλει την πίσω, την οπίσθια όψη της, αυτήν που λείπει, είναι και ίσως να μην μπορούσε να είναι άλλος από εκείνον του Χρόνου. Άλλωστε αυτός είναι και το πιο άπιαστο κομμάτι της ύπαρξής μας, μόνον η συσσώρευσή του τον κάνει ορατό, αυτός είναι ίσως το αθέατο, το «χωρίς πλάτη» της Κόρης. Αυτόν πιθανώς αγγίζει η Μ. Σ. με το χέρι στην πλάτη, αυτήν που ακόμη και τα χέρια μας με δυσκολία την περιτρέχουν. Είναι αυτή το πιο απρόσιτο από εμάς τους ίδιους μέρος του σώματός μας, ορατό μόνο στον καθρέφτη αν και με δυσκολία. Αυτό, που εντούτοις μας στηρίζει, καθώς υπεκφεύγει από την εξωτερική αντίληψη, και μόνον η αίσθησή του μέσω του σώματος, η ιδιοδεκτική μας αίσθηση το εξασφαλίζει, είναι πιο εύκολο να πούμε πως δεν υπάρχει όπως για την Κόρη της Μαριαλένας Σπυροπούλου. Άλλωστε «και εσύ περίμενες να γίνει σπίτι το άγγιγμα». Το άγγιγμα της πλάτης, να γίνει στέγη, να γίνει γέφυρα, κατάλυμα. Όμως η πλάτη δεν αγγίζεται παρά μόνον από τον άλλον. Το σπίτι που προσφέρει το άγγιγμα μένει σε αναμονή ή χαμένο στο παρελθόν. Όμως τι ωραίο μετωνυμικό πέρασμα αυτό από το άγγιγμα στο σπίτι. Μήπως δεν παραπέμπει και στην αρχή της ζωής και στα πρώτα βήματα της αγκαλιάς;
«Πώς να γυρίσω πίσω μου να πάρω / ό,τι λείπει από (τον) καιρό». Να γυρίσω πίσω; Πάλι η πλάτη του χρόνου αυτή τη φορά; Αυτό που λείπει από καιρό, γράφει η Σ., το άρθρο το πρόσθεσα εγώ, όχι αυθαίρετα θεωρώ, αλλά επειδή αυτό το πίσω, που φαίνεται να μην έχει γραφτεί όπως τα «Χρόνια που δεν χαράσσουν τον εαυτό τους / στον καθρέφτη», φτιάχνει μια πολλαπλότητα όσων λείπουν. Ένα κάτι που υπήρξε, ένα κάτι που δεν υπήρξε αλλά το αναζητά κανείς στο παρελθόν, όσο και το ίδιο το παρελθόν με την έννοια εκείνου που δεν χαράχτηκε ποτέ, όπως τα χρόνια στον καθρέφτη. Γι’ αυτό άλλωστε τα ψάχνει η Σ. στον καθρέφτη, στον καθρέφτη του παρελθόντος, στον χρόνο που αφήνουμε πίσω μας. Αυτό το πίσω έρχεται κι επανέρχεται: «Στο πίσω μέρος έχασκε η οικοδομή / Μισή απέμεινε και σκοροφαγωμένη / εκτεθειμένη στον βοριά των απαιτήσεων του χρόνου». Εδώ το σπίτι πάλι, η οικοδομή, η πίσω όψη που χάσκει, χάσκει εκεί όπου δεν φαίνεται, εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, από οτιδήποτε άλλο η απώλεια, η απόρροια του Χρόνου. Και να το αντίπαλο δέος εμφανίζεται εδώ. Η πατρική φιγούρα, που περνάει από το βιβλίο με ιδιαίτερη συχνότητα, να πώς καθηλώνεται σε αυτό το πίσω, το πίσω του χρόνου: «και ο πατέρας που κοίταζε πίσω / χωρίς να μπορεί να πάει μπρος». Υπάρχουν αυτοί που καθηλώθηκαν σαν την γυναίκα του Λωτ, χωρίς να έχουν αγαλματοποιηθεί, αλλά έχοντας σαγηνευτεί από το παρελθόν. Τελικά το ζήτημα είναι να μην κοιτάξεις πίσω; Όπως ίσως η κόρη; Αυτό σημαίνει το χωρίς πλάτη; Και πάντως καταλήγει η Μαριαλένα Σπυροπούλου: «Ίσως η μοίρα αυτής της κόρης / που έχασε νωρίς την πλάτη της / είναι να κρύβει το στήθος της // … // Το στέρνο όμως προχωρά / κι ας μπάζει από παντού». Να η άλλη συνέπεια. Όποιος χάνει νωρίς το πίσω κρύβει το εμπρός, ένα εμπρός πάντως που φεύγει προς τα εμπρός και σε μια τέτοια φυγή μπάζει από παντού. Τελικά μπορεί η κόρη να επιλέγει κάτι άλλο από τον πατέρα για να προχωρήσει, όμως κι αυτό την αφήνει εκτεθειμένη στη φθορά του χρόνου, δεν μπορεί κανείς να γλιτώσει από αυτά, κι ας κρύβει το στήθος της, στοιχείο της γυναίκας που έγινε, στοιχείο της ωρίμανσης και της φθοράς της, στοιχείο της εν δυνάμει μητρότητάς της, εμφανές στοιχείο της γυναικείας της υπόστασης.
Συνεχίζει: «Τον βίο τον σύντομο / που κλέβουν τα αγόρια / Χρόνια τώρα / Χωρίς να γυρίζουν πίσω / αντίτιμο // Σε κάτι κορίτσια πάντα τον χρωστάμε / Που σκίζουν αγέρωχα / τις λεωφόρους / τη νύχτα». Και έτσι αβίαστα παίρνει ο καθένας τη θέση του. Τα κορίτσια, με κρυμμένο στήθος αλλά με αγέρωχο στέρνο, προχωράνε και βοηθούν έτσι και τον πραγματικό βίο. Δεν λέει τη ζωή η Μαριαλένα Σπυροπούλου, γράφει «τον βίο». Τα κορίτσια προσφέρουν τον σύντομο βίο στα αγόρια, επιτρέποντάς τους να τον κλέβουν, καθώς σκίζουν τις λεωφόρους τη νύχτα. Η εικόνα παραπέμπει άραγε στον χρόνο που μες στα σκοτάδια γίνεται περισσότερο κι από αθέατος, τις μικρές ώρες; Η Μαριαλένα Σπυροπούλου εδώ παίρνει τις αποστάσεις της από αγόρια κι από κορίτσια, γράφοντας: «Καμιά φορά / είναι απλό / να μην υπάρχεις // Δύσκολο είναι / να σηκώνεσαι / να μυρίζεις ανθρώπινα / να μοιάζεις / και να είσαι / κάθε μέρα //…// Σε μια στιγμή της ώρας / η ζωή θα έχει / πάντοτε / νόημα». Όλο το ζήτημα είναι η δυσκολία του υπάρχειν, το αντίθετο είναι εύκολο. Η ζωή που δεν έχει κανένα νόημα γενικά και που αποκτά μόνο το νόημα που της δίνει ο καθένας, αλλά που συγχρόνως αποτελεί αξία και δωρεά, «μέγα αγαθό και πρώτο» κατά τον ποιητή, αυτή η ίδια ζωή «σε μια στιγμή της ώρας» θα έχει πάντοτε νόημα. Σε μια στιγμή. Εκεί βρίσκεται η δυσκολία: σε μια στιγμή, μια στιγμή της ώρας μάλιστα, να έχει π ά ν τ ο τ ε νόημα. Από τη στιγμή της ώρας στο πάντοτε. Έτσι με μικρές, απειροελάχιστες μετατοπίσεις λάμπει και το νόημα στην ποίηση, όχι μόνον το νόημα της ζωής. Αν δεν υπήρχε αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στη μία στιγμή της ώρας και στο πάντοτε νόημα αυτή η μονάδα της ποιητικής φράσης δεν θα είχε καμιά αξία. Γιατί ενώ λέει κάτι που όλοι γνωρίζουμε, λέει συγχρόνως και κάτι περισσότερο, επιτονίζοντας τη «μία στιγμή της ώρας» και το πάντοτε νόημα, ίσως και το ποτέ νόημα. Η αξία της στιγμής, της μονάδας μέτρησης της ώρας, η αξία του νοήματος. Η Μαριαλένα Σπυροπούλου είτε συνειδητά είτε δίχως να το καταλαβαίνει επινοεί μέσα σε ένα ποιητικό διασκελισμό μια φράση που μας εξηγεί γιατί «είναι δύσκολο να σηκώνεσαι να μυρίζεις ανθρώπινα να μοιάζεις και να είσαι κάθε μέρα».
Πώς έφτασε εκεί άραγε; Οι απαντήσεις βρίσκονται εκεί παραδίπλα. «Στέκομαι βυθισμένη στο κέντρο του άδειου ποτηριού μου», γράφει. Εδώ αίφνης το πρώτο πρόσωπο. Η κόρη έχει χαθεί, ο πατέρας και όλοι οι υπόλοιποι επίσης. Η εικόνα είναι αντιφατικά έντονη. Λέξη, λέξη: στέκομαι, σαν να βυθίζεται κανείς σε όρθια στάση. Βυθισμένη στο κέντρο, ακούγεται σαν έρμα να είναι η βυθισμένη, έρμα του κενού. Και η κατακλείδα «του άδειου ποτηριού μου» στήνει το πλαίσιο που εγκαθιστά τόσο έντονη την εικόνα στην αντιφατικότητά της. Ένα άδειο ποτήρι. Μάλλον σκέφτομαι ότι δεν θα είχε νερό, αλλά κάτι αλκοολούχο. Έχει βυθιστεί στο άδειο ποτήρι, όχι στο γεμάτο. Και έχει άραγε πνιγεί; Το βυθισμένη σημαίνει εδώ και πνιγμένη; Άγνωστο. Πάντως σε αυτό το άδειο βυθίστηκε μαζί με το άδειασμα του ποτηριού. Σαν ρουφώντας το περιεχόμενό του να ρουφήχτηκε από τον άδειο βυθό. Να στάθηκε στο κέντρο του άδειου ποτηριού, στο κέντρο του άδειου. Παρομοίως αλλού, συνεχίζοντας πάλι στο πρώτο πρόσωπο: «Η νιότη μου άμμος ψιλή σε ξεχασμένα πέδιλα». Μια σημαίνουσα εικόνα, που φτιάχνει αμέσως νόημα στις παρυφές της μεταφοράς με τη μετωνυμία. Και εδώ ένα μικρό άλμα στον χρόνο, στον χαμένο χρόνο συνολικά, στην περασμένη νιότη. Δεν ακινητεί σε καμιά κλεψύδρα. Αντίθετα, ξεχασμένη μαζί με τα πέδιλα, λησμονημένη μαζί με το αθέατο της άμμου, που είναι ψιλή. Δεν φαίνεται, μόνο την αισθάνεται κανείς ίσως στο τρίξιμο, πριν φορέσει τα πέδιλα για να τα πετάξει ίσως. Άλλωστε εμπίπτουν κι αυτά σε εκείνα «τα κενά που δεν θα ράβονταν ποτέ». Πάλι γύρω από αυτά που θα μείνουν κενά κινείται και κινούμαστε.
Ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής η Μαριαλένα Σπυροπούλου το γράφει για τον άλλον. Ούτε το ποιητικό εγώ, όπως γράφουν οι κριτικοί της ποίησης, ούτε τα προσωπεία του, την κόρη, τη μάνα, τον πατέρα, αλλά τον άλλο, έναν ερωτικό άλλο που δεν ονομάζεται. Είναι το ποίημα «Με μοναχό πουκάμισο». Δεν είναι εκείνος προς τον οποίο απευθύνει το απελπιστικό αίτημα αποκλειστικότητας: «Θα ήθελα τώρα να μου έλεγες / πως ό,τι έζησες μακριά μου / το διαγράφεις». Αλλά μάλλον εκείνος: «Ο μοναχός [που] ασκείται καθημερινά στην αντοχή του κόσμου». Εδώ ασκείται επίσης η ποιητική της ευθυβολία, τα ανύσματα και τα κενά που δρασκελίζει από εικόνα σε εικόνα συμπυκνώνοντας και φτάνοντας με ταχύτητα στον στόχο της. Σε μια ποιητική στιγμή βαθιά βιωματικής σύλληψης ενός σχετίζεσθαι που αγγίζει τον άλλο ως άλλο, και η ετερότητα τον σκαλίζει ανάγλυφο. Άλλωστε «Κανείς δεν μπορεί να σου πάρει τη θλίψη». Τη θλίψη έχει καθένας να την κουβαλήσει, να την αντέξει, να τη μεταβολίσει όσο μπορεί μόνος του. Κάποτε και με τους άλλους μαζί. Είναι μέρος του κόσμου του, του κόσμου των ανθρώπων, του κόσμου μας. Με αυτήν παλεύουν και οι ποιητές, τόσο για να την μετατρέψουν σε κάτι πιο ελαφρύ, σαν την χαρμολύπη, όσο και για να απαλλαγούν από αυτήν φορτώνοντάς την στον αναγνώστη υπό το πρόσχημα ενός μοιράσματος. Μόνο που αυτό το ομοιοπαθητικό μοίρασμα προσανατολίζει από κοινού ποιητή και αναγνώστη στην κοινή μοίρα. Αυτή και οι αλήθειες της οδηγούν αμφότερους. Άλλωστε γι’ αυτό κάπου αναρωτιέται η Μ.Σ. «(Γιατί πάντα νυχτώνει απότομα / όταν δεν γράφεις;)». Με αυτό το ερώτημα, μετωνυμία εκείνου που θα έλεγε «γιατί ξημερώνει απότομα όταν διαβάζεις» ή «μα πού πήγαν όλοι οι άλλοι;» μπορούμε να επιστρέψουμε ως οφείλουμε στην ανάγνωση του βιβλίου, χωρίς μεσολαβήσεις άλλες.

