Κολάζ: Michael Augustin

Μαρία Στασινοπούλου

Η κριτική στην Ελλάδα

Υπάρχει κριτική στην Ελλάδα σήμερα ή μόνο βιβλιοπαρουσίαση;

Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει κριτική στην Ελλάδα σήμερα αλλά μόνο βιβλιοπαρουσίαση. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι πληθώρα κριτικών σημειωμάτων δημοσιεύονται αφειδώς και συχνά ανεξέλεγκτα στον ημερήσιο και τον περιοδικό τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό. Και είναι επίσης αλήθεια ότι αυτού του είδους οι βιβλιοπαρουσιάσεις άλλοτε αναπαράγουν το δελτίο τύπου ή το οπισθόφυλλο του βιβλίου και άλλοτε το εμπλουτίζουν με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία και έκταση. Ωστόσο ο όγκος των βιβλιοπαρουσιάσεων δεν θα πρέπει να μας κάνει να παρακάμπτουμε την πραγματική κριτική, ακαδημαϊκή ή μη, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί και χαίρει άκρας υγείας. Καλό είναι, άλλωστε, να έχουμε κατά νου ότι για τις φιλολογικές κριτικές που φιλοξενούνται στις εφημερίδες διατίθεται περιορισμένος χώρος, ενώ στα περισσότερα περιοδικά υπάρχει άνεση για να εκδιπλωθεί η κριτική και να επιβεβαιώσει τον φιλολογικό της χαρακτήρα.

Ποια είναι τα δικά σας κριτήρια όταν κρίνετε ένα πεζό ή ένα ποιητικό κείμενο;

Πριν πάμε στα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει, νομίζω, να μιλήσουμε για τα κριτήρια επιλογής, δηλαδή, γιατί αυτό το βιβλίο και όχι ένα άλλο. Από τα πάμπολλα βιβλία που φτάνουν καθημερινά στα χέρια μου –η παραγωγή πια μας ξεπερνάει– επιλέγω συνήθως ξεκινώντας από το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο, από τον εκδοτικό οίκο και το εξώφυλλο, από τις γνώσεις που έχω για τον άνθρωπο και το έργο του, από την εκ των προτέρων ενημέρωσή μου για το συγκεκριμένο βιβλίο. Όταν πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενον, όλα αυτά, συν μια φευγαλέα ματιά στο περιεχόμενο και μια περίεργη διαίσθηση, που δεν με έχει προδώσει, μέχρι τώρα.

Όταν έρθει η ώρα να γράψω εντέλει την κριτική, αυτήν, συνήθως, μου την έχει προσφέρει το ίδιο το βιβλίο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης –διαβάζω με υπογραμμίσεις, με σημειώσεις στο περιθώριο, με σημεία στίξης, με σχόλια. Κατά τη σύνθεσή της, λοιπόν, οδηγούμαι ακολουθώντας κάποια από τα εξής στοιχεία: το θέμα, πόσο ενδιαφέρον ή πρωτότυπο είναι και, κυρίως, από το αν υπάρχει θέμα∙ το κατά πόσο το θέμα αυτό αξιοποιεί περισσότερο αρχετυπικά μοτίβα, όπως ο έρωτας και ο θάνατος, ο λόγος και η σκέψη, ή αγγίζει σύγχρονα προβλήματα όπως η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογία, το μεταναστευτικό και δεν περιορίζεται σε μία ναρκισσιστική αυτοαναφορά∙ από τη γλώσσα, αν ρέει αβίαστα και μαγνητίζει∙ από την ευστοχία στη χρήση αφηγηματικών τεχνικών, ή στη ρυθμική ροή και τη μουσικότητα (όταν πρόκειται για ποίηση)∙ από την ευρηματικότητα στην πλοκή του μύθου∙ από την οργανωμένη παρουσίαση των προσώπων και των χαρακτήρων∙ από τη συνέπεια στο ήθος των ηρώων του∙ από τις ανατροπές και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει∙ από τον τρόπο με τον οποίο δηλώνονται ή είναι χωνεμένες οι διακειμενικές αναφορές∙ από το αν ερέθισε τη λογική και το συναίσθημά μου. Καθοριστικά μετράει, ωστόσο, το πόσο το απόλαυσα τελικά.

Πιστεύω στην καθαρότητα του λόγου και όχι στα φραστικά νεφελώματα. Η κριτική μου είναι ιμπρεσιονιστική (με την έννοια ότι μεταφέρω την προσωπική μου αναγνωστική τριβή με το κείμενο) και στηρίζεται στην τυπική λογική, χωρίς ακροβατισμούς∙ πατά στη σιγουριά της απλής πρόσθεσης του 1+1=2. Στο κείμενο που δημοσιοποιώ αναφέρομαι στη μέχρις εκείνη τη στιγμή παραγωγή του συγγραφέα, στην εξέλιξη που έχει παρουσιάσει, αν έχει, και αναπτύσσω τις απόψεις μου συνεξετάζοντας μορφή και περιεχόμενο και εμμένοντας, κατά περίπτωση, σε ορισμένα από τα κριτήρια που παρέθεσα σωρευτικά πιο πάνω. Προσπαθώ ακόμη, όταν ο γνωστικός οπλισμός και η εμπειρία το επιτρέπουν, να δω τον συγκεκριμένον συγγραφέα σε συνάρτηση με άλλους ομοτέχνους του, που έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά∙ η δυσκολία εδώ είναι μεγάλη, λόγω της εκδοτικής γονιμότητας. Καταλήγω τέλος με μία σύντομη αποτίμηση, επισημαίνοντας και τον λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να το διαβάσει κανείς. Είναι φορές που πιάνομαι από μία φράση του βιβλίου, ένα πρόσωπο ή μία σκηνή για να αρχίσω.

Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν αισθάνομαι κριτικός και δεν το λέω από μετριοπάθεια αυτό. Είμαι απλώς μία επαρκής αναγνώστρια που έχει διαβάσει πολύ και ξέρει καλά τη γλώσσα και τις συμβάσεις της, ας μου επιτραπεί η συγκεκριμένη έπαρση. Εξάλλου η κριτική στην Ελλάδα είναι πεδίο ανοιχτό και ασκείται ερασιτεχνικά, με ό,τι καλό και κακό συνεπάγεται αυτό. Και όπως είχε πει ο Τέλλος Άγρας «η κριτική είναι ένα είδος εσωτερικού μονολόγου, που ο αναγνώστης τον κάνει σιωπηρά ή προφορικά κι ο κριτικός τον γράφει και τον τυπώνει».

Ποιους θεωρείτε σημαντικούς κριτικούς (ζώντες ή από το παρελθόν) και γιατί;

Το έδαφος της κριτικής είναι ολισθηρό. Στηρίζεται βασικά στο υποκειμενικό κριτήριο αλλά προϋποθέτει γνώση, ένστικτο, τόλμη και ανιδιοτέλεια. Δεν θα αποφύγω τον κίνδυνο να περιοριστώ σε ορισμένα μόνον ονόματα προσώπων που άσκησαν ή ασκούν κριτική από το Μεσοπόλεμο έως και το πρώτο τέταρτο, περίπου, του 21ου αιώνα. Από τους παλαιότερους, και εν πολλοίς δασκάλους, θα ανέφερα τον Τέλλο Άγρα, γιατί ιδιαίτερα ασχολήθηκε με το φαινόμενο της κριτικής, και τους: Αιμ. Χουρμούζιο, Κ. Θ. Δημαρά και Ανδρέα Καραντώνη, γιατί είχαν και τη γνώση και το τάλαντο. Από τη μεταπολεμική κριτική θα έμενα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, γιατί σχεδόν πάντα συμφωνούσα με τις εκτιμήσεις του∙ τον Βάσο Βαρίκα και τον Κώστα Σταματίου, γιατί προλάβαιναν τη γρήγορη ενημέρωση μεθοδικά∙ τον Σπύρο Τσακνιά, για την ευρυμάθεια και την ευθυκρισία του. Από τους συγχρόνους μου, θα έμενα στη Μάρη Θεοδοσοπούλου, γιατί τολμούσε και ήξερε να κάνει αναγωγές, θα πήγαινα μετά στον Δημοσθένη Κούρτοβικ, για την πολυμάθεια και την οξύτητα της ματιάς του, στον Αλέξη Ζήρα, για τη μεθοδικότητά του και γιατί έβαλε τη θεωρία στην κριτική, στον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και την Ελισάβετ Κοτζιά, γιατί, εκτός από την αδιάλειπτη κριτική παρουσία τους, έχουν επιβεβαιώσει την αξία τους με συνθετικές μελέτες∙ θα κλείσω με τον Αριστοτέλη Σαΐνη, για το βαθύ γνωστικό του υπόβαθρο∙ αυτονόητο ότι υπάρχουν και αρκετά άλλα ενδιαφέροντα κριτικά πνεύματα ανάμεσα στους νεότερους κριτικούς έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Στη φιλολογική κριτική τώρα, πέρα από τον Δ.Ν. Μαρωνίτη και τον Γ.Π. Σαββίδη που μέσα από τις επιφυλλίδες τους αναδείκνυαν καινούργια πρόσωπα, αν και όχι πάντα με ευστοχία, χωρίς να είναι δυνατόν να εξαντλήσω τα ονόματα, θα ανέφερα, για τον πολυεπίπεδο στοχασμό τους, τον Νάσο Βαγενά, τη Λίζυ Τσιριμώκου, τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και τη Βενετία Αποστολίδου.

Θα γράφατε αρνητική κριτική για κάποιο βιβλίο και σε ποια περίπτωση;

Απερίφραστα όχι. Εάν ένα βιβλίο, απ’ όσα διαβάζω, βρίσκω ότι δεν αξίζει, δεν ασχολούμαι μαζί του. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί αρνητική κριτική. Δεν χρειάζεται νομίζω να πω ότι στις κριτικές που κάνω δε λείπουν οι αντιρρήσεις και οι αρνητικές επισημάνσεις, πάντα αιτιολογημένες∙ αν και η πολύχρονη τριβή μου με τα κείμενα και την κριτική τους με έχει πείσει ότι δύσκολα οι άνθρωποι αντέχουν την υπόδειξη ή την επιφύλαξη. Δεν σημαίνει ακόμη ότι δεν υπάρχουν σπουδαία βιβλία, ανάμεσα στα αμέτρητα εκείνα τα οποία δεν έτυχε να κρίνω.

Κύλιση στην κορυφή