Σε ένα αφιέρωμα για τις πολλαπλές μεταβολές της λειτουργίας του Τύπου κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, ένα πρόσωπο με την ιδιότητά μου δεν μπορεί παρά να μιλήσει για το πεδίο της πολυετούς δουλειάς του, που δεν είναι άλλη από την κριτική της λογοτεχνίας. Η σχέση του Τύπου με τη λογοτεχνία υπήρξε ανέκαθεν μια σχέση ανταλλαγής και αλληλοδιείσδυσης. Κόντρα σε ό,τι κοινώς πολλές φορές πιστεύεται, οι εφημερίδες λειτούργησαν ανέκαθεν ως καθρέφτης των λογοτεχνικών ζυμώσεων και αποτέλεσαν συχνά πεδίο ισχυρών συγκρούσεων και ανακατατάξεων στον χώρο των γραμμάτων, αλλά και των ιδεών. Και τούτο από τον 19ο αιώνα, όταν ο Παλαμάς αναλάμβανε να διαμορφώσει δυναμικά τα χαρακτηριστικά και τη φυσιογνωμία της γενιάς του, εγκαθιδρύοντας έναν λογοτεχνικό κανόνα με εξαιρετικά μακρόχρονη ισχύ, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε οι νεότεροι πεζογράφοι ξεκίνησαν η διαμάχη τους με την αδράνεια και τις καθηλώσεις των προπολεμικών προκατόχων τους. Οι ιδεολογικές, αλλά και οι ενδοκαλλιτεχνικές (ιδεολογικά, επίσης, σφραγισμένες) αντιπαραθέσεις υποχώρησαν στον Τύπο κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης μια και ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης, άρχισε τότε να μπαίνει σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό πνεύμα και κλίμα. Έτσι, τη θέση των ατέρμονων αντιθέσεων για τα διακυβεύματα του μεταπολέμου (το κόστος της ναζιστικής σφαγής στην Ευρώπη, το βάρος της έκβασης του Εμφυλίου στην Ελλάδα, το ποιόν και την έκταση των ανακατατάξεων στο εσωτερικό της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη) πήραν νηφαλιότερες και κατά τεκμήριον πιο απροκατάληπτες συζητήσεις: συζητήσεις για τα ίδια τα λογοτεχνικά βιβλία – για το περιεχόμενο και τη μορφολογία τους, για τις αναζητήσεις και τις προοπτικές τους στο πλαίσιο μιας εποχής οριστικά απαλλαγμένης από τις απειλές και τις συγκρούσεις του παρελθόντος, για την αξία, εντέλει, και τη σημασία τους σε ένα περιβάλλον έτοιμο να αποδεχτεί την πολυμορφία και την πολυμέρεια, μακριά από το οιοδήποτε έξωθεν, προγραμματικό και κανονιστικό σχήμα. Έτσι, η κριτική της λογοτεχνίας βρήκε και στον ελληνικό Τύπο τη θέση που είχε κατακτήσει από καιρό στον Τύπο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών: τη θέση του αξιολογητή και του εκτιμητή των λογοτεχνικών έργων επί τη βάσει του κοινωνικού κόσμου, των εικόνων και της γλώσσας ή της τεχνικής τους (ανάλογα με τη σχολή και τη θεωρητική καταγωγή και αγωγή του κριτικού), χωρίς τα τυραννικά ιδεολογικά πρόσημα των παλαιότερων ετών.
Επειδή, ωστόσο, τίποτε δεν παραμένει επ’ άπειρον αναλλοίωτο στους ζωντανούς οργανισμούς, πάνε κιόλας πάνω από είκοσι χρόνια που η λειτουργία του Τύπου σε σχέση με την κάλυψη και την αποτίμηση της λογοτεχνίας άλλαξε για μιαν ακόμα φορά. Η μετάβαση της εκδοτικής παραγωγής από το βιοτεχνικό στο βιομηχανικό στάδιο, μετάβαση η οποία σημειώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου και μετά, πυροδότησε και μιαν εξέχουσα μεταβολή στον τρόπο της υποδοχής του λογοτεχνικού βιβλίου στον Τύπο. Λίγο προτού κάνει την εμφάνισή του ο καινούργιος αιώνας, όλες οι μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες πρόλαβαν να εξοπλιστούν με καινούργια εργαλεία προσέγγισης και προβολής της σύγχρονης λογοτεχνίας. Με ειδικά ένθετα ή ειδικές σελίδες για το βιβλίο, ένα αξιοσημείωτο κομμάτι του καθημερινού και του κυριακάτικου Τύπου ανταποκρίθηκε δυναμικά στις νέες παραγωγικές και καταναλωτικές ανάγκες και πρόλαβε εν τη γενέσει της τη μεταμόρφωση της εκδοτικής αγοράς, που κατόρθωσε σύντομα να επεκτείνει εντυπωσιακά τη σφαίρα της δράσης και της επιρροής της.
Η ψηφιακή εποχή, που μετατρέπει τους πολίτες (citizens) σε περιπλανώμενους της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης (netizens), κατέφτασε για να αλλάξει για τρίτη φορά τους όρους λειτουργίας τόσο της λογοτεχνίας όσο και της κριτικής. Οι κριτικές των ηλεκτρονικών λογοτεχνικών περιοδικών (τουλάχιστον των μεγαλύτερων και των πιο οργανωμένων) δεν σηματοδοτούν, όπως κι αν τις διαβάσουμε, μια δομική μεταβολή του παλαιότερου κριτικού παραδείγματος. Οι περισσότερες δουλεύουν μάλλον με τον παραδεδομένο τρόπο, τηρώντας και τις αντίστοιχες παραμέτρους. Με τα μπλογκ και με τους λογοτεχνικούς ιστότοπους θα γίνουμε μάρτυρες της ανανέωσης από τα κάτω, του εκδημοκρατισμού της κριτικής. Η κριτική εδώ κάνει και δοκιμάζει πολλά: είναι μικρή ή μεγαλύτερη σε έκταση, κρίνει θετικά και αρνητικά ή και μόνο αρνητικά. Το σύνηθες πάντως είναι ο αμέριστος έπαινος, οι θριαμβικοί τόνοι, η αποθέωση του βιβλίου και του συγγραφέα, το μεγάλο άθροισμα των αριστουργημάτων. Κι ενώ κατά τα πρώτα στάδια της τρίτης φάσης εκείνο που πρωτίστως ενδιέφερε την αρνητική κριτική ήταν το να διακηρύξει τη γνώμη της, χωρίς να νιώθει δέσμια του λογοτεχνικού κατεστημένου και της εκδοτικής αγοράς, προϊόντος του χρόνου μοιάζει να προσκολλάται λατρευτικά στους πιο διαφορετικούς συγγραφείς και στις πλέον διαφορετικές συγγραφικές επιδόσεις. Κι αν δεν έχει πάψει σε αυτή την τροχιά να ενδιαφέρεται για τη δομή και την αρχιτεκτονική του κειμένου, αισθάνεται κατά κανόνα υποχρεωμένη να το υμνολογήσει –συχνά εκ των προτέρων– χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Και όσοι, όμως, συνεχίζουν, προτιμώντας αντί για τον έπαινο τον ψόγο, συλλαμβάνονται κάποτε να μεγαλοποιούν ή και να επινοούν προβλήματα του κρινόμενου βιβλίου, απλώς για να μη βάλουν νερό στο στυφό κρασί τους.
Στις συμμετοχικές πλατφόρμες που είναι αφιερωμένες ειδικά στο βιβλίο, οι χρήστες ανεβάζουν βιβλία που έχουν σκοπό να διαβάσουν, παρακολουθώντας εντωμεταξύ ποια βιβλία ανεβάζουν οι φίλοι τους. Οι συμμετοχικές πλατφόρμες έχουν ανοίξει τον δρόμο και για τα απειράριθμα βίντεο του YouTube, όπου νεαρά αγόρια και κορίτσια μιλούν, το καθένα από το δικό του κανάλι, για τα βιβλία της αρεσκείας τους (δεν τα αγαπούν απλώς –τα διαβάζουν με ένα είδος θρησκευτικής πίστης), χειρονομώντας, αλλάζοντας τις πιο διαφορετικές εκφράσεις, παίρνοντας ύφος άλλοτε αστείο και άλλοτε δραματικό, αλλά αποτολμώντας και γενικές συγκρίσεις –να πουν, για παράδειγμα, τι διαλέγουν από την κινηματογραφική μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου: την κινηματογραφική μεταφορά ή το ίδιο. Ο γραπτός λόγος είναι τώρα αδιαίρετα και αδιάσπαστα προφορικός –με συνοδευτικές κινήσεις που σκηνοθετούν τη δραματοποίησή του και με έναν ναρκισσισμό που επιτρέπει στο εγώ του βιντεοπρωταγωνιστή να αντανακλάται παντού: στα βιβλία, στους συγγραφείς και πρωτίστως στον εαυτό του.
Και η κριτική της λογοτεχνίας, όπως την ξέραμε μέχρι περίπου και την είσοδο στον 21ου αιώνα; Μένω με την πεποίθηση –με κάθε, εννοείται, προκατάληψη η οποία είναι πιθανόν να πηγάζει από την ηλικία και από τη γενιά μου–, πως εκείνο το οποίο κάνει τη διαφορά με αυτού του τύπου την κριτική είναι η άρνησή της ακριβώς να υποκλιθεί ή να κατακεραυνώσει. Το μέλλον, εντούτοις, παραμένει ανοιχτό και υπό εύρεση για όλους μας.