Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Μιχάλης Μακρόπουλος

Η μετάφραση ως δουλειά

Το 1997, αν θυμάμαι σωστά, αποφάσισα αίφνης ότι αυτό που ήθελα πλέον να κάνω ήταν να μεταφράζω λογοτεχνία· έμενα στη Θεσσαλονίκη τότε, έτσι κατέβηκα στην Αθήνα κι άρχισα να πηγαίνω από τον έναν εκδότη στον άλλον –πρέπει να πήγα σε καμιά δεκαριά, κάποιοι μου ’δωσαν δοκιμαστικά, και δύο μου έδωσαν δουλειά: τα Bell και το Οξύ.

Η μεγάλη μου αγάπη τότε (και εν μέρει τώρα ακόμα) ήταν η λογοτεχνία του φανταστικού, ως συγγραφέας είχα ήδη στο ενεργητικό μου δύο βιβλία σ’ αυτό το είδος, κι απ’ το φανταστικό ξεκίνησα το μεταφραστικό μου ταξίδι: Clive Barker το πρώτο βιβλίο στα Bell, λογοτεχνία τρόμου στο Οξύ. Τότε ονειρευόμουν να φέρω στα ελληνικά συγγραφείς που αγαπούσα, αμετάφραστους (και τώρα ακόμα) στη γλώσσα μας, σαν τον Mervyn Peake, τον John Cowper Powys, τον Robert Aickman, πολλούς άλλους. Κατά περιόδους, μάλιστα, πρότεινα βιβλία –μα όχι πλέον. Σπανίως θα προτείνω κάποιο βιβλίο πια, για πολλούς λόγους, που νιώθω πως αξίζει να τους απαριθμήσω.

Καταρχάς, είμαι πλέον τόσα χρόνια μες στον χώρο του βιβλίου, νιώθω συχνά έναν κορεσμό κι αναρωτιέμαι, χρειάζεται η ελληνική αγορά άλλον έναν μεταφρασμένο τίτλο; Όσο θαυμάσιο κι αν πιστεύω ότι είναι το βιβλίο (και το Gormenghast του Peake ή το Porius του Powys, για να επανέλθω στους λίγους συγγραφείς που ανέφερα πρωτύτερα, είναι θαυμάσια βιβλία), η απάντηση που δίνω τελικά είναι πως όχι, δεν τον χρειάζεται.

Έπειτα, αν ένα βιβλίο δεν είναι κλασικό –και τους κλασικούς τους έχουμε λίγο ως πολύ καλύψει, κι ολοένα επανερχόμαστε σ’ αυτούς με νέες εκδόσεις–, θα πρέπει να πείσω τον εκδότη γιατί αξίζει στ’ αλήθεια να επενδύσει σ’ αυτό. Όλο και λιγότερο, όμως, νιώθω την ανάγκη να πείσω κάποιον για την αξία ενός βιβλίου, γιατί τελικά τα βιβλία είναι λίγο σαν τους ανθρώπους, που δένεσαι μαζί τους και τους αγαπάς για τους δικούς σου λόγους και με τρόπο ολωσδιόλου υποκειμενικό. Όπως δεν μπορώ ούτε θέλω να πείσω κάποιον ότι οι άνθρωποι που αγαπώ αξίζει να αγαπηθούν, έτσι δεν το μπορώ με τα βιβλία. Άστε που τυχαίνει ν’ αγαπήσω και βιβλία που ξέρω πως έχουν κουσούρια, και πολλά μάλιστα, αλλ’ επίσης έχουν για μένα αυτό το κάτι που μέσα του κλείνει την ψυχή της λογοτεχνίας, και δεν είναι αυτό το «κάτι» ούτε η γλώσσα, ούτε οι λέξεις, ούτε το ύφος, ούτε το θέμα –μα ένας συνδυασμός τους, κάτι άπιαστο.

Η λογοτεχνία μπορεί να μπαίνει για εμπορικούς λόγους σε κουτιά (ένα χρησιμοποίησα κι εγώ πρωτύτερα: το «φανταστικό»), μπορεί να ανατέμνεται και να αναλύεται, μπορεί κιόλας να «διδάσκεται» σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής κι αλλού, όμως οι κατατάξεις, οι αναλύσεις και τα μαθήματα είναι σαν τους τυφλούς με τον ελέφαντα.

Κι ένας άλλος λόγος που δεν προτείνω βιβλία είναι πως οι εκδότες, οι «εμπορικοί» τουλάχιστον (αν κι ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον αστείος, γιατί ένας εκδότης είτε είναι έστω και λίγο «εμπορικός», είτε απλώς παύει να ’ναι εκδότης), αναζητούν πάντα τη νέα μεγάλη επιτυχία αλιεύοντας τίτλους μέσω πρακτόρων ή στις διεθνείς εκθέσεις. Εγώ ωστόσο, ως αναγνώστης, έχω το δικό μου «πρόγραμμα» (που ομολογουμένως δεν έχει τίποτα προγραμματισμένο) και τις δικές μου ορέξεις, έτσι έχω μια πολύ ασαφή εικόνα του παγκόσμιου εκδοτικού γίγνεσθαι.

Ωστόσο, είμαι επαγγελματίας, δηλαδή στη διάθεση του εκδότη, αν έχει να μου προτείνει έναν τίτλο –κι αν εγώ είμαι διαθέσιμος–, να τον αναλάβω. Αυτή ακριβώς η διαθεσιμότητά μου είναι ό,τι με κάνει να νιώθω επαγγελματίας. Υπάρχει στη λογοτεχνία η δική μου ήπειρος και σ’ αυτήν κατοικούν οι ιστορίες που γράφω ο ίδιος, όμως θέλω στη μετάφραση να φοράω τα χοντροπάπουτσα του καθημερινού μόχθου, που τ’ αγαπάω κι ας είναι χιλιοφορεμένα και τσακισμένα. Είναι δυο διαφορετικές αγάπες αυτές: για τη συγγραφή και για τη μετάφραση. Η μια είναι η βύθιση μέσα μου, η άλλη είναι το δέσιμο με τον κόσμο μέσ’ από μια δουλειά, από ένα επάγγελμα. Πράγμα που βέβαια δεν σημαίνει πως όλα τα βιβλία που αναλαμβάνω να μεταφράσω είναι το ίδιο. Αν το βιβλίο μου αρέσει, νιώθω ότι, εκτός από το δώρο της δουλειάς, μου προσφέρεται κι ένα δώρο ακόμα.

 Έτσι κι αλλιώς είναι γεγονός, πάντως, πως αν δεν αγαπούσα αυτή τη δουλειά δεν θα επέλεγα να την κάνω. Εγώ και η σύζυγός μου είμαστε συνάδελφοι και μ’ ό,τι βγάζουμε από τη μετάφραση συντηρούμε μια τετραμελή οικογένεια. Κοντολογίς, δεν πλουτίσαμε κιόλας (μα ούτε πεινάσαμε, για την ώρα τουλάχιστον, οπότε καλό θα ’ταν ν’ αφήσουμε κατά μέρος τις γκρίνιες). Κι επειδή είμαι επαγγελματίας σέβομαι τους επαγγελματίες και καταρχάς αυτούς με τους οποίους έχω τη στενότερη επαφή: τους επιμελητές. Μπορεί κάπου να κάνουν λάθος σ’ ό,τι θα μου επισημάνουν, αλλά το συνηθέστερο είναι να έχουν αυτοί δίκιο κι εγώ άδικο –αν βέβαια σέβονται τη δουλειά τους και την αγαπούν, όπως εγώ τη δική μου. Η λυδία λίθος του επαγγελματισμού είναι πάντα η ικανότητα να παραμερίζεις το εγώ σου, ν’ ακούς τον άλλον, να συνεργάζεσαι.

Να λοιπόν κι άλλος ένας λόγος που η μετάφραση ως επάγγελμα είναι πολύτιμη. Στη συγγραφή, ως επί το πλείστον υπάρχω εγώ με τον εαυτό μου (και μ’ αυτόν τον φανταστικό ιδανικό αναγνώστη, φυσικά, στον οποίον απευθύνεται κάθε ιστορία), αλλά στη μετάφραση είμαστε πολλοί: ο συγγραφέας του βιβλίου, ο εκδότης και οι συνεργάτες του που επέλεξαν τον τίτλο, εγώ, ο επιμελητής. Αν το να γράφεις ένα βιβλίο είναι σαν να φυτεύεις ένα δέντρο και να το περιποιείσαι καθώς μεγαλώνει και καρποφορεί, το να μεταφράζεις είναι σαν να χτίζεις μαζί μ’ άλλους ένα σπίτι: ο συγγραφέας είναι ο αρχιτέκτονας κι εσύ ’σαι ο εργολάβος, που πρέπει να καταλάβεις το σχέδιο και να το ακολουθήσεις πιστά, αλλά κάνοντας μικροαλλαγές όπου στην πράξη είναι ανέφικτη η απόλυτη πιστότητα με τα υλικά της γλώσσας σου –κι επίσης πρέπει, φυσικά, να τηρήσεις ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα, γιατί ας μη λησμονούμε πως για τον επαγγελματία η μετάφραση δεν είναι χόμπι αλλά καθημερινή, σκληρή δουλειά.

Κύλιση στην κορυφή