1.
Εάν όπως έχει πει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο κριτικός είναι ο στρατηγός στη μάχη της λογοτεχνίας, τότε παρακολουθώντας κανείς προσεκτικά τα λογοτεχνικά πράγματα στον τόπο μας τα τελευταία χρόνια, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε ένα συμπέρασμα: ότι αυτός ο στρατηγός βρίσκεται στις μέρες μας σε διαθεσιμότητα ή, αν θέλετε, σε τιμητική αποστρατεία. Η επίνοιά του, το θάρρος του, η διορατικότητά του, οι διεμβολιστικές του ικανότητες, τα παράσημα που κέρδισε στα πεδία των μαχών, ουσιαστικά τώρα είναι άχρηστα. Γιατί; Διότι τα τελευταία χρόνια η εγχώρια λογοτεχνική κριτική (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) έχει εκφυλιστεί σε δελτία τύπου υπαγορευμένα από τους εκδότες, σε φληναφήματα, σε αμοιβαίες δημόσιες φιλοφρονήσεις, σε ασυνάρτητα, ψευδοθεωρητικά κείμενα ή, ακόμη χειρότερα, σε ένα παιχνίδι ανέντιμης συναλλαγής∙ με άλλα λόγια η κριτική στον τόπο μας διέρχεται εσχάτως μια σοβαρή κρίση που αγγίζει τα όρια της παρακμής.
2.
Νομίζω ότι υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση στη χώρα μας γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής. Πολλοί πιστεύουν (και το βλέπουμε αυτό στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας που έχουν στήλες κριτικής, αλλά και σε αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά που εκδίδονται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή), ότι η κριτική δεν πρέπει να θίγει τα κακώς κείμενα. «Η κριτική μας θα είναι από την πλευρά της αποδοχής και όχι από την πλευρά της άρνησης», μας λένε οι θιασώτες αυτών των απόψεων. Η αντίληψη αυτή όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι διαχωρίζει την κριτική (ουσιαστικά υπονομεύοντάς την) σε θετική και αρνητική, κάτι που είναι απαράδεκτο, αφού στην πραγματικότητα η κριτική είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη∙ και δεύτερον, γιατί έτσι, με αυτόν τον τρόπο, η κριτική ευνουχίζεται. Δεν μπορεί να λειτουργήσει και να επιτελέσει το έργο της που είναι συγχρόνως παιδευτικό, κοινωνικό και λογοτεχνικό.
3.
Η κριτική πράξη σε μια χώρα με τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη Ελλάδα, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα, να αναμοχλεύει πάθη (εάν αυτό είναι απαραίτητο), να προκαλεί έντονες δημόσιες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, αμφισβητήσεις, άρθρα πολεμικής. Μόνο έτσι προάγεται η λογοτεχνία. Η κριτική (ως μεταγλώσσα) δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα της πολιτικής, της διπλωματίας και των δημοσίων σχέσεων. Ο λόγος της δεν εξωραΐζει∙ δεν αντιφάσκει∙ δεν ναρκισσεύεται∙ δεν αποφαίνεται. Είναι λόγος στιβαρός –ενίοτε κοφτερός σαν μαχαίρι. Ο στόχος της κριτικής είναι η αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Επιπλέον, η κριτική ταυτίζεται με την εντιμότητα. Χωρίς αυτή τη θεμελιώδη αρετή, η κριτική καταργείται. Και μαζί της καταργείται και η λογοτεχνία.
4.
Ο ρόλος του κριτικού δεν περιορίζεται στο να επιδαψιλεύει επαίνους. Είναι πολύ πιο σύνθετος. Ο κριτικός είναι εκείνος που θα διαχωρίσει την ήρα από το στάρι. Εκείνος δηλαδή που μέσα στο μεταμοντέρνο χυλό που μας κατακλύζει θα μας υποδείξει ποια έργα αξίζει να διαβάσουμε και για ποιους συγκεκριμένους λόγους. Είναι, επίσης, εκείνος που με τη γνώση, την εμπειρία, το γούστο και το οξύ αισθητήριό του θα μας δείξει τη διαφορά ανάμεσα στο γνήσιο και το κίβδηλο, στο υψηλό και το χαμηλό, στην ποιότητα και την ευτέλεια στη λογοτεχνία. Από τον άξιο του ονόματός του κριτικό περιμένουμε ακόμη: Να αναδείξει νέες φωνές στην ποίηση, στην πεζογραφία, στη μελέτη, στο δοκίμιο. Να φέρει στο φως τις κρυμμένες πτυχές ενός λογοτεχνικού έργου τις οποίες ο απλός αναγνώστης, ενδεχομένως, δεν μπορεί να διακρίνει. «Να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά» στηλιτεύοντας με αδιάσειστα επιχειρήματα τα κακώς κείμενα της λογοτεχνίας, αλλά και να επανορθώσει εξόφθαλμες αδικίες. Να προσπαθήσει με τις απόψεις του να βελτιώσει την πνευματική καλλιέργεια του αναγνωστικού κοινού. Να συμβάλει με τις θέσεις του στη διαμόρφωση ή στην τροποποίηση του λογοτεχνικού κανόνα. Εν κατακλείδι: Ο ρόλος του κριτικού είναι να ξεδιαλύνει τη λογοτεχνική σύγχυση και να βάλει μια τάξη στο χάος που επικρατεί γύρω μας.
5.
Πού οφείλεται η καχεξία, η οπισθοδρόμηση και η αμβλύνοια της εγχώριας κριτικής τα τελευταία χρόνια; Γιατί η κριτική νοσεί; Γιατί εθελοτυφλεί; Γιατί σαλιαρίζει; Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν είναι φυσικά εύκολη. Τα αίτια πάντως της κρίσης είναι πολλά. Μπορούμε να τα αναζητήσουμε (και να τα εντοπίσουμε) στο ενδημικό φαινόμενο των εκατοντάδων, ετησίως, δημόσιων παρουσιάσεων λογοτεχνικών έργων σε διάφορες αίθουσες της αθηναϊκής πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων μεγάλων ή μικρών πόλεων της περιφέρειας, οι οποίες με τον τρόπο που οργανώνονται (σε αγαστή συνεργασία κεντρικών βιβλιοπωλείων ανά την επικράτεια, εκδοτικών οίκων και συγγραφέων) έχουν ουσιαστικά αντικαταστήσει την κριτική. Μπορούμε επίσης να τα εντοπίσουμε στην έκρηξη του κριτικού (και του ψευδοκριτικού) λόγου τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας, η οποία στην ουσία είναι απότοκος μια άλλης έκρηξης: αυτής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πράγματι, ποτέ άλλοτε στη χώρα μας δεν υπήρχαν τόσο πολλοί αυτοαποκαλούμενοι κριτικοί. Αλλά και ποτέ άλλοτε δεν παραγόταν τόσο λίγη, αξιόλογη κριτική σκέψη. Διότι κριτική σκέψη πρώτης γραμμής δεν μπορεί φυσικά να παραχθεί με πομφόλυγες του τύπου: «Ο τάδε ποιητής στην τελευταία του συλλογή, αφού διαβάσει θεωρία από Αριστοτέλη ως Καντ και Φουκό, θυμώνει με τον Μαρξ και βγαίνει με τον Κροπότκιν». Ή «Ο δείνα ποιητής στο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο φτύνει την ελληνική ποίηση, θάλασσα, ειρήνη και δημοκρατία ανατρέποντας τις λογοτεχνικές συμβάσεις που τις νομιμοποιούν». Ή «Η Άλφα ποιήτρια κινούμενη γυμνή προς το τέλος, κομίζει ποιήματα-πριονίδια που σκοπεύει να κάψει στην πόρτα της εξόδου. Η προγονική μνήμη ως προετοιμασία της οριστικής εκρίζωσης».
6.
Όμως ο κυριότερος λόγος στον οποίο οφείλεται η παρακμή της σύγχρονης κριτικής στη χώρα που έδωσε στον Δυτικό πολιτισμό τον γενάρχη της λογοτεχνικής κριτικής, τον Αριστοτέλη, είναι ότι εμείς οι Νεοέλληνες δεν θέλουμε την κριτική. Δεν θέλουμε να βλέπουμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη. Γι’ αυτό απωθούμε την κριτική, την εκτοπίζουμε από τη ζωή μας και ησυχάζουμε. Και η διαπίστωση αυτή δεν αφορά μόνο τη λογοτεχνία∙ αφορά και όλες τις άλλες εκφάνσεις του κοινού μας βίου –ιδιαίτερα την πολιτική. Μια χώρα όμως που δεν ανέχεται τον κριτικό έλεγχο (που είναι το κύριο συστατικό μιας ευνομούμενης, δημοκρατικής πολιτείας) είναι καταδικασμένη. Δεν έχει μέλλον. Διολισθαίνει στον αυταρχισμό. Και παρακμάζει.