Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Βασίλης Τσιαμπούσης

Η παρέλαση των πουλιών

Τον Δεκέμβριο του 2002, περίοδο κατά την οποία η κίνηση στην αγορά ήταν αυξημένη, γιατί όλοι έσπευδαν να προμηθευτούν εγκαίρως τα δώρα των Χριστουγέννων, ξέσπασε μια φοβερή κακοκαιρία στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Από τις ασταμάτητες χιονοπτώσεις, τους θυελλώδεις ανέμους και τις πολικές θερμοκρασίες έκλεισαν αυτοκινητόδρομοι, αποκλείστηκαν χωριά και πόλεις, σταμάτησαν να λειτουργούν σταθμοί ηλεκτρικής ενέργειας, δημόσιες υπηρεσίες, εμπορικά καταστήματα, εκκλησίες… ενώ πέθαναν εκατοντάδες άστεγοι και άλλοι που διέμεναν σε σπίτια χωρίς θέρμανση.

Πολλές χώρες απ’ όλο τον κόσμο, σε ένδειξη συμπαράστασης, απέστειλαν κάθε είδους βοήθεια: Μηχανήματα εκχιονισμού, φορτηγά πλοία με αλάτι, ελικόπτερα, τμήματα ανδρών εκπαιδευμένων στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, τρόφιμα, φάρμακα… Αλλά ήταν σαν να προσπαθούσαν να γλυκάνουν τη θάλασσα με μια κουταλιά σιρόπι. Και το χειρότερο, οι μετεωρολόγοι προέβλεπαν ότι η κακοκαιρία θα συνεχιζόταν για άλλες δέκα μέρες, μέχρι την Πρωτοχρονιά.

Από αυτή όμως τη δραματική κατάσταση προέκυψε ένα απροσδόκητο δώρο προς τους Έλληνες κυνηγούς –για να επιβεβαιωθεί το ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Εκατομμύρια μπεκάτσες μετακινήθηκαν στα μέρη μας, όπου είχαν απομείνει δάση κι εδάφη αχιόνιστα, και μπορούσαν να βρουν τροφή για να επιβιώσουν. Κι επειδή η ελληνική κυβέρνηση δεν απαγόρευσε προσωρινά το κυνήγι, όπως θα ήταν σωστό, δημιουργήθηκε στην περιοχή μας μια κατάσταση «πολεμικής υστερίας». Έτσι, αν έβγαινε κανείς για περπάτημα στην ύπαιθρο, θ’ άκουγε τόσες ντουφεκιές, που θα νόμιζε ότι εκεί κοντά γινόταν μάχη. Τα θύματα όμως ήταν μόνον τα καημένα τα πουλιά, που κατέληξαν να είναι καθημερινό φαγητό για τους κυνηγούς και τους φίλους τους, χαρίσματα σε όμορφες γειτόνισσες, πεσκέσια σε δημοτικούς άρχοντες, εφοριακούς και παπάδες, ενώ πολλές ξεπουπουλιασμένες μπεκάτσες γέμισαν τις καταψύξεις μέχρι επάνω…

Η μπεκάτσα είναι ένα από τα εξυπνότερα πουλιά του κόσμου. Όταν αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει άνθρωπος, κρύβεται όπου έχει πυκνή βλάστηση και δεν διακρίνεται ούτε απ’ το ένα μέτρο. Αυτό το κατορθώνει, γιατί κινείται σε τοπία που χρωματικά ταιριάζουν με το φτέρωμά της. Εκτός τούτου, τριγυρνά για εύρεση τροφής μόνο όταν σουρουπώνει ή το λυκαυγές, τότε δηλαδή που το φυσικό φως είναι λιγοστό.

Αν, όταν λουφάζει, πάει κάποιος από πάνω της, απογειώνεται απότομα χτυπώντας δυνατά τα φτερά της, ώστε να τον αιφνιδιάσει και να τον τρομάξει. Και καθώς απομακρύνεται, αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση, μια αριστερά και μια δεξιά, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα, για να μη φάει κάνα σκάγι.

Όλ’ αυτά κάνουν το κυνήγι της δυσκολότατο. Και πολλοί εκπαιδεύουν ειδικές ράτσες κυνηγόσκυλων, που τ’ αγοράζουν σε απίστευτα υψηλές τιμές, για να τις εντοπίζουν κι εκείνοι να τις ντουφεκάνε…

Ήταν Παρασκευή, 18 του μηνός, εφτά μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Μια δύστροπη πελάτισσά μου, με την οποία είχα ραντεβού για να της κάνω ένα σφράγισμα, με ειδοποίησε τελευταία στιγμή ότι δεν μπορούσε να έρθει. Έκλεισα, λοιπόν, το οδοντιατρείο μου στη μία το μεσημέρι, νωρίτερα απ’ το κανονικό, και πέρασα από την κάβα ποτών για ν’ αγοράσω ένα ουίσκι και δύο πούρα. Δεν έχω αδυναμία στο οινόπνευμα ούτε είμαι θεριακλής στο κάπνισμα, αλλά, όταν το κρύο είναι τσουχτερό, η παραμονή στο σπίτι επιτρέπει κάποιες αθώες καταχρήσεις.

Βγαίνοντας απ’ το μαγαζί, μου μπήκε η ιδέα να πάω να κυνηγήσω. Όλοι οι γνωστοί μιλούσαν για το πλήθος των μπεκατσών, που καθημερινά «σκοτείνιαζαν τον ουρανό», και για τον αριθμό των κομματιών που είχε σκοτώσει ο καθένας.

Δυο ώρες αργότερα ήμουν στο νταμάρι του Παπανάτσιου∙ πάρκαρα το αυτοκίνητό μου και συνέχισα με τα πόδια προς τη Ράχη της Χελώνας. Εκεί υπάρχει ένα ρέμα, άλλοτε με νερό κι άλλοτε ξερό, που πάντα μάζευε πουλιά.

Σαν έφτασα στη θέση που ήθελα, ο ήλιος κόντευε να δύσει. Έστρωσα ένα μουσαμά πάνω στο λεπτό στρώμα του χιονιού, ξάπλωσα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στον κυνηγετικό μου σάκο. Σκεπάστηκα και με μια στρατιωτική κουβέρτα, κρατώντας στο δεξί χέρι το όπλο μου: Μια μπερέτα με κάνη μήκους εξήντα δύο εκατοστών και βάρος δυόμισι κιλά, κατάλληλη για κοντινές βολές και για ν’ αλλάζει ο χειριστής, αν χρειαζόταν, ταχύτατα τη διεύθυνση της στόχευσης.

Περίμενα να εμφανιστούν οι «μακρομύτες», αλλά, έχοντας την κούραση της μέρας από τη δουλειά μου, τα μάτια μου βάρυναν και με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα παγωμένος και είδα την κορυφή του απέναντι λόφου να ξεμυτίζει το φεγγάρι. Πρώτα πρόβαλε μια φωτεινή κουκίδα, που γρήγορα μετατράπηκε σε κλωστή από λάβα κι έπειτα σε φέτα καρπουζιού. Στο τέλος έγινε ημικύκλιο και σε μισή ώρα ένας ολοστρόγγυλος δίσκος υψώθηκε στον ουρανό κάνοντας τη νύχτα μέρα.

Σηκώθηκα όρθιος να ξεμουδιάσω και ξανακάθισα με το όπλο στη μασχάλη μου, πανέτοιμος να ντουφεκίσω, αν εμφανίζονταν τα πουλιά. Η ώρα όμως περνούσε και «ἄγρα οὐδαμοῦ».

Τότε κατάλαβα ότι η θέση, στην οποία είχα στήσει καρτέρι, ήταν ακατάλληλη. Η λανθασμένη επιλογή μου οφειλόταν στο ότι δεν ήμουν κυνηγός με πείρα και ικανότητα, και ούτε κυνηγετικό σκυλί είχα ποτέ, ούτε καν δεύτερο όπλο. Μετακινήθηκα λοιπόν λιγάκι παραπέρα, πίσω από ένα βράχο, σε μικρή απόσταση από ένα ωραίο ξέφωτο, που μάλιστα δεν ήταν σκεπασμένο με χιόνι.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και, ως δια μαγείας, ανάμεσα σ’ εμένα και στο φεγγάρι φάνηκαν δεκάδες μαύρα στίγματα, που έρχονταν καταπάνω μου. Σε λίγο δεκάδες «βελουδομάτες» άρχισαν να πετάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου, παγωμένες και ταλαιπωρημένες, χωρίς καμιά προφύλαξη, σαν αεροπλάνα σε προσγείωση από υπερατλαντικό ταξίδι.

Έριξα δύο τουφεκιές και είδα δύο μπεκάτσες να γκρεμίζονται σαν πέτρες προς το χώμα. Ο ουρανός αμέσως άδειασε κι εγώ έτρεξα να μαζέψω τα πεσμένα πουλιά. Τα πήρα στα χέρια μου συγκινημένος, χωρίς καθόλου λύπηση που μέχρι πριν από λίγες ώρες ανέπνεαν και πια δεν είχαν ζωή.

Γύρισα στη θέση μου κι έβαλα τις μπεκάτσες στο σακίδιό μου. Μα πριν καλά καλά σηκώσω το βλέμμα μου, κατέφτασαν πετώντας κι άλλες, υπνωτισμένες, σαν να με προκαλούσαν να τις πυροβολήσω.

Μέσα σε μία ώρα χτύπησα δέκα οχτώ κομμάτια. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου, που, ενώ ο επιτρεπόμενος αριθμός σκοτωμένων πουλιών ήταν δέκα, τον ξεπέρασα χωρίς ενδοιασμό ή τύψεις. Και, βέβαια, δεν διανοήθηκα να παρατήσω τις παραπανίσιες μπεκάτσες, να τις φάνε τ’ άγρια ζώα. Τις πήρα μαζί μου και, άμα μ’ έλεγχε κανένας θηροφύλακας, θα έλεγα ότι… παρασύρθηκα.

Έκανα όμως και μια πονηριά: Έβαλα τις δέκα μπεκάτσες στο σακίδιό μου και τις υπόλοιπες τις έδεσα με σύρμα, τις έκανα γιορντάνι και τις έριξα στο πάτωμα του αυτοκινήτου, δίπλα μου. Άμα αντιλαμβανόμουν από μακριά κάποιον να την έχει στημένη, εύκολα θα μπορούσα να τις ξεφορτωθώ…

Το Πάσχα της επόμενης χρονιάς πήγαμε με τη γυναίκα μου στο εξοχικό μας, στη Θάσο. Μείναμε μια βδομάδα και, όταν γυρίσαμε, διαπιστώσαμε ότι, από μια νεροποντή, το υπόγειο του σπιτιού μας είχε γεμίσει νερά. Ανάμεσα στις άλλες καταστροφές βραχυκύκλωσε ο καταψύκτης μας και κάηκε. Το αποτέλεσμα ήταν οι οχτώ τελευταίες μπεκάτσες, μαζί με άλλα είδη, να χαλάσουν και να καταλήξουν στα σκουπίδια. Οχτώ μπεκάτσες ήταν οι παραπανίσιες που είχα χτυπήσει, οχτώ κι όσες πετάχτηκαν στον κάδο καθαριότητας. Σαν θεία τιμωρία για την απληστία μου.

Ύστερα από αυτό, αποφάσισα ότι στα κυνήγια μου δεν θα σκότωνα πάνω από τρία τέσσερα πουλιά. Τόσα ήταν αρκετά για να τα μαγειρεύουμε και να τα γευόμαστε, αλλά κυρίως για να ευχαριστιόμουν το χόμπι μου…

Δέκα μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 2003, ένα Σάββατο με υψηλή για την εποχή θερμοκρασία, ξεκίνησα να πάω βορείως του σπηλαίου του Μααρά, να κυνηγήσω πέρδικες. Απ’ το συγκεκριμένο σπήλαιο βγαίνουν άφθονα νερά και σχηματίζουν ένα ποταμάκι που πέφτει στον Αγγίτη. Ο συνδυασμός του με τα γύρω βουνά συντηρεί έναν εξαιρετικό κυνηγότοπο, που όμως συγκεντρώνει πολύ περισσότερους «οπλοφόρους» απ’ όσους θα έπρεπε.

Ξεκίνησα στις πέντε η ώρα το πρωί και κινήθηκα με την εξής λογική: Απομακρυνόμουν από όπου άκουγα ντουφεκιές, ανεβαίνοντας συνέχεια σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Έκανα όμως το λάθος να φορέσω ένα καινούργιο ζευγάρι άρβυλα, που ο μαγαζάτορας απ’ τον οποίο τ’ αγόρασα με είχε διαβεβαιώσει ότι θα ήταν πιο μαλακά κι από βαμβάκι. Αλλά εκείνα με πλήγωσαν και στα δύο πόδια, εκεί όπου το μεγάλο δάχτυλο συναντά το κουντεπιέ. Έτσι, πριν καν φτάσω σε υψόμετρο πεντακοσίων μέτρων, ο πόνος ήταν τόσο έντονος, που δεν μπορούσα να κάνω βήμα.

Απελπισμένος άνοιξα το κινητό μου τηλέφωνο, για να ειδοποιήσω τη γυναίκα μου, και με φρίκη διαπίστωσα ότι δεν είχα σήμα…

Κάθισα καταγής, ακούμπησα το όπλο μου στο χώμα, έβγαλα τα άρβυλά μου και ξεθηκάρωσα ένα κοφτερό μαχαίρι, που κουβαλούσα πάντοτε στον σάκο μου. Η μοναδική λύση ήταν να σκίσω τα παπούτσια στο σημείο όπου με πλήγωναν, και, αν μπορούσα, να αφαιρούσα κι ένα κομμάτι από το δέρμα τους.

Καθώς το προσπαθούσα, είδα να περνά μπροστά μου, καμαρωτή και κοτσονάτη, μια πέρδικα. Μου έριξε μια κλεφτή ματιά και χάθηκε με βιασύνη. Ξαφνιάστηκα και, μην προλαβαίνοντας ν’ αρπάξω τη μπερέτα μου, δεν μπόρεσα να της ρίξω. Τότε μου ήρθε στο μυαλό ένα θασίτικο τραγούδι, που έλεγε η μάνα μου:

Πέρδικά μου παινεμένη
πέρδικά μου πλουμισμένη
και καμαρουτή
πώς γυρίζεις μες στα πλάγια
μόν’ κι μοναχή.

Ξέρω ότι μόνο οι τρελοί γελούν μονάχοι τους, κι εντούτοις μου ήρθε να γελάσω. Προχωράς τρεις ώρες, ανεβαίνεις μισό βουνό, μια πέρδικα κάνει μπροστά σου πασαρέλα κι εσύ κάθεσαι, τη χαζεύεις σαν παράλυτος κι έπειτα θυμάσαι ένα δημοτικό τραγούδι.

Ίδιο γέλιο, πάντως, με είχε πιάσει κάποια χρόνια πρωτύτερα, όταν με παρέα είχα πάει για ορειβασία και μ’ έπιασε ευκοιλιότητα. Αναγκάστηκα να παρατήσω τους άλλους και να γυρίσω πίσω «μόνος κι μοναχός», κάνοντας στην κατάβαση κάμποσες στάσεις. Παρά, όμως, τη «δραματικότητα» της κατάστασής μου, στον δρόμο σιγοτραγουδούσα από τσατίλα, σαν αυτό να μαλάκωνε το πάθημά μου.

Επικεντρώθηκα πάλι στις μπότες μου, αλλά γρήγορα μ’ έπιασε απόγνωση, γιατί αυτό που σκέφτηκα να κάνω ήταν ακατόρθωτο. Πώς θα κατέβαινα μέχρι το αυτοκίνητό μου, για να γυρίσω στο σπίτι μου; Αν είχα κάποιον μαζί μου, ίσως μπορούσε να με βοηθήσει, αλλά πλήρωνα το ότι πάντα συνήθιζα να πηγαίνω για κυνήγι «μόνος κι μοναχός».

Καθώς παραμιλούσα, εμφανίστηκε μπροστά μου μια ολόκληρη περδικο-οικογένεια, αρσενικό, θηλυκό και τέσσερα μικρότερα πουλιά. Τ’ άφησα και πέρασαν, γιατί και πάλι δεν πρόλαβα να πιάσω το όπλο μου. Αλλά και να σκότωνα κάποιο από αυτά, τι θα το έκανα, αφού το πρόβλημά μου ήταν πώς θα εύρισκα τρόπο να φύγω από εκείνη τη χωρίς τοίχους φυλακή;

Δυο λεπτά αργότερα πέρασε μια θηλυκιά με αξεπέραστη ομορφιά, που με κοίταξε επίμονα στα μάτια… «Περδικοπερπατούσα μου και περδικόστηθή μου», της ψιθύρισα, σαν να ήταν γυμνή γυναίκα, που όμως εγώ ήμουν ανίκανος να τη χαρώ… Έφυγε κι έπιασα πάλι το τραγούδι, με τη θλίψη που άρμοζε στη στιγμή:

«Μια πέρδικα, παινεύτηκε,
σ’ ανατολή και δύση.
Πως δεν τη βρίσκει ο κυνηγός
για να την ντουφεκίσει»…

Μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι πέρασαν από μπροστά μου περισσότερες από εκατό πέρδικες. Η μόνη εξήγηση γι’ αυτό το απίστευτο συμβάν θα μπορούσε να είναι ότι… είχα ξαπλώσει στον μοναδικό ελεύθερο διάδρομο, απ’ τον οποίο τα πουλιά μπορούσαν να διαφύγουν χωρίς να τα σκοτώσουν οι άλλοι κυνηγοί. Στο μοναδικό πέρασμα, κατά μήκος του οποίου δεν έπεφτε ούτε μία ντουφεκιά. Και, φυσικά, αυτή η οδός της σωτηρίας έμενε ελεύθερη, γιατί εμένα με είχαν χτυπήσει τ’ άρβυλά μου.

Άδειασα το όπλο μου από σφαίρες και, χρησιμοποιώντας το για μπαστούνι, ξεκίνησα για την επιστροφή. Όταν μετά από τέσσερις ώρες έπιασα την ισιάδα, είδα να περνούν από μπροστά μου δεκάδες αυτοκίνητα, που για επίδειξη είχαν δεμένα σκοτωμένα πουλιά επάνω στο καπό τους.

Εντέλει, έφτασα στο μέρος, όπου πολλοί είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητά μας. Ένας άγνωστος με ρώτησε: «Πώς πήγε, φίλε, το πράμα;». «Καλά», του είπα, δαγκάνοντας απ’ τον πόνο τα χείλη μου. «Πόσα χτύπησες;», με ξαναρώτησε. «Ούτε ένα», χαμογέλασα. «Και τι έκανες εκεί πάνω;». «Τραγουδούσα», του απάντησα.

Νόμισε ότι τον ειρωνεύτηκα και με κοίταξε άγρια. Μπήκα στο αυτοκίνητό και ξεκίνησα για την πόλη τελειώνοντας εκείνο που είχα αφήσει μισό:

«Κι ο κυνηγός που τ’ άκουσε
πολύ του κακοφάνη.
Παίρνει τα ζαγαράκια του
να πάει να κυνηγήσει
την περδικούλα για να βρει
και να τηνε σκοτώσει».

Δέκα χρόνια απ’ την παρέλαση των περδικών… Πουλί δεν ξαναχτύπησα, αν και, όταν πάω στο βουνό, πάντα κουβαλώ τη μπερέτα μου για λόγους ασφαλείας (υπάρχουν λύκοι και αγριογούρουνα και, αν εμφανιστούν, θα πρέπει με κάτι να τα φοβίσω).

Στο μεταξύ, προμηθεύτηκα μια πανάκριβη κάμερα, με την οποία φωτογραφίζω και βιντεοσκοπώ πουλιά. Πολύχρωμα, ταπεινά, χαρούμενα, τρομαγμένα…

Δυο τρεις φορές έφτασα ως το μέρος όπου προσπάθησα να σκίσω τις αρβύλες μου, αλλά δεν συνάντησα ούτ’ ένα πουλί. Σαν να ήταν το παλιό γεγονός όνειρο ή φαντασίωση…

Ένας έμπειρος κυνηγός, όταν κάποτε του είπα την ιστορία, έβαλε τα γέλια. Πρώτον, μου είπε, εκεί που πήγες δεν συναντάς πέρδικα ούτε για δείγμα, δεν είναι κατάλληλος ο χώρος. Και, δεύτερον, εκατό πέρδικες μαζεμένες δεν υπάρχουν ούτε στον παράδεισο.

Πιθανότατα είχε δίκιο. Κι αυτό μ’ έκανε να πιστέψω πως εκείνη η συνάντηση ήταν ένα θεϊκό σημάδι. Όπως το Εν τούτω νίκα, του Αγίου Κωνσταντίνου πριν τη μάχη στη Μουλβία Γέφυρα ή σαν το όραμα που είδε ο Απόστολος Παύλος πηγαίνοντας στη Δαμασκό. Και, παρ’ όλο που το δικό μου συμβάν δεν επηρέασε σε τίποτε τον κόσμο, μετέστρεψε όμως, σε συνδυασμό και με την ιστορία των μπεκατσών, τη δική μου νοοτροπία.

Από τότε τριγυρνώ τους κάμπους και τα βουνά και «πυροβολώ» ασταμάτητα τα πουλιά με την κάμερά μου. Έχω μάλιστα αδυναμία να εντοπίζω πέρδικες, να τις ακούω να κελαηδούν, θλιμμένα ή χαρούμενα, να τις βλέπω να πεταρίζουν, να θροΐζουν τους θάμνους, να ζευγαρώνουν… Αυτές οι συναντήσεις, βέβαια, συμβαίνουν σπανιότατα, αλλά δεν στενοχωριέμαι, γιατί ξέρω πως οι κοκόνες είναι κρυμμένες εκεί γύρω, ότι με παρατηρούν κι εγώ εισπράττω τη σιωπή τους.

Αυτή η μυστική επικοινωνία κάποιες στιγμές μου δημιουργεί την υπέροχη αίσθηση πως είμαι στον παράδεισο. Και ότι όλα τα πετούμενα, αλλά και οι χελώνες, τα ζαρκάδια, οι πελαργοί –και φίδια και αρκούδες και τίγρεις και λιοντάρια– δεν με βλέπουν σαν απειλή, αλλά με οικειότητα μεγάλη. Τέτοια που θα μπορούσα να κάτσω ανάμεσά τους, στο κέντρο ενός κύκλου, και να τους λέω παραμύθια και τραγούδια. Κι εκείνα συγκινημένα και μαγεμένα να με ακούν, μέχρι να γλαρώσουν τα ματάκια τους και να τα πάρει γλυκά ο ύπνος.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή