Πρωί με ομίχλη. Δυο άντρες, γύρω στα πενήντα, με τσεκούρια στα χέρια μπροστά σ’ ένα πεσμένο μεγάλο δέντρο στη μέση ενός άδειου πάρκινγκ. Φοράνε κίτρινα γιλέκα. Το πρόσωπο του ενός κατακόκκινο, του άλλου πελιδνό. Πρώτος αρχίζει να μιλάει ο αιματώδης άντρας.
Αρχίζουμε;
Αρχίζουμε ή τελειώνουμε;
Θα δείξει…
Θα δείξει;
Δεν είναι στο χέρι του!
Και σε ποιανού είναι;
Στο δικό σου…
Δεν πας καλά. Δεν βλέπεις τα χάλια μου;
Τι έχεις; Μια χαρά σε βλέπω…
Και πάψε να με κοιτάς έτσι. Ακούς;
Πώς σε κοιτάω;
Ξέρεις εσύ…
Ξέρω; Τι ξέρω;
Μην παριστάνεις τον ανήξερο…
Δεν σε καταλαβαίνω…
Πάψε να με κοιτάς σαν να μου λες, ανέλαβε δράση.
Τι είναι αυτά που λες…
Ανέλαβε την ευθύνη!
Ποια ευθύνη;
Της κατάστασης!
Πάντως, αν ήθελες να με μπερδέψεις τα κατάφερες…
Εσύ δεν είπες πώς δεν είναι στο χέρι του…
Είπα εγώ τέτοιο πράγμα;
Το είπες!
Παράκουσες…
Είπες, δεν είναι στο χέρι του –δεν το είπες; Μετά με λοξοκοίταξες και σου είπα μη με κοιτάζεις έτσι…
Τι είναι αυτά που λες!
Άλλη φορά θα σε βιντεοσκοπώ!
Με τι;
Με το κινητό.
Δεν σ’ το ʼκλεψαν;
Θα το βρω. Είμαι στα ίχνη του.
Στο μεταξύ τι κάνουμε;
Πάλι εγώ να πω; Εσύ τι λες;
Περιμένουμε, τι άλλο…
Ποιον; Τι;
Όλο και κάποιος περνάει εδώ…
Όταν κοιμάσαι ή όταν είσαι μεθυσμένος;
Κι εσύ κλάνεις συνέχεια, αλλά έχω τη λεπτότητα να μην το θίγω.
Άρα, τελειώνουμε…
Η ηττοπάθειά σου, μου κόβει τα φτερά
Ποια φτερά;
Ήδη μούδιασαν τα χέρια μου.
Πάρε βαθιές ανάσες. Δυο εισπνοές, μια εκπνοή.
Δες πώς μελάνιασαν τα χείλη μου. Δες;
Δύο, μία. Δύο, μία. Δύο, μία.
Τώρα τρέμουν και τα πόδια μου!
Άκου, λοιπόν..
Ακούω…
Ακούς καλά;
Από όσο ξέρω…
Ακούς κάτι από μακριά;
Τίποτα το ιδιαίτερο. Καμία νταλίκα, κανένα πουλί, τον αέρα…
Την πριονοκορδέλα δεν την ακούς;
Πριονοκορδέλα; Ποια πριονοκορδέλα;
Για άκου πιο προσεκτικά…
Υπάρχει ξυλουργείο στην ερημιά;
Ο πελιδνός άντρας αρχίζει να χτυπάει με το τσεκούρι τον κορμό.
Αυτούς που θα έρθουν το βράδυ τους θυμάσαι;
Αόριστα.
Θυμάσαι ποιοι είναι οι όροι τους;
Αόριστα…
Θυμάσαι τι γλώσσα μιλάνε μεταξύ τους; Πρόσεξε! Μη μου πεις πάλι αόριστα…
Κάτι ανάμεσα σε ρωσικά και κινέζικα. Δεν είμαι όμως και σίγουρος…
Λοιπόν, φτύσε τις παλάμες κι άρχισε να κόβεις αυτό το ξύλινο τέρας που μας φόρτωσαν.
Επείγει;
Εσύ τι λες;
Ότι επείγει…
Κι όσο κόβουμε θα σου θυμίσω ποιοι είναι, τι θα πάθουμε αν δεν έχουμε τελειώσει μέχρι το βράδυ, αλλά και ποια γλώσσα θα μιλάμε αν γλιτώσουμε από τα χέρια τους.
Ο αιματώδης άντρας αρχίζει να κόβει αγχωμένα.
Κάτι ακούω τώρα.
Ακούς την πριονοκορδέλα;
Ναι!
Κόβε! Κόβε! Κόβε!
Αυτό κάνω!
Συντονίσου μαζί μου…
Αυτό κάνω!
Ανεβοκατεβάζουν τα τσεκούρια ασυντόνιστα στον χοντρό κορμό. Ακούγονται οι βαριές ανάσες τους κι ο αέρας.
❧
Κομμένο χαρτόνι
Χιονίζει. Ένας άστεγος με ξυρισμένο κεφάλι και κόκκινη γενειάδα έξω από ένα πολυκατάστημα. Είναι τυλιγμένος σαν το κρεμμύδι με φθαρμένες κουβέρτες και παλιά ρούχα. Μιλάει σαν να απαγγέλει. Μπροστά του υπάρχει κομμένο χαρτόνι που γράφει με χοντρό μαρκαδόρο: ΑΝ ΕΧΕΤΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΝΑΓΚΗ ΜΙΛΗΣΤΕ…
Αν όλα είναι σεξ, τίποτα δεν είναι σεξ
Αν όλα είναι χρήμα, τίποτα δεν είναι χρήμα
Αν όλα είναι πολιτική, τίποτα δεν είναι πολιτική
Αν όλα είναι Θεός, τίποτα δεν είναι Θεός
Αν όλα είναι αγάπη, τίποτα δεν είναι αγάπη.
Αν όλα είναι μίσος, τίποτα δεν είναι μίσος
Αν όλα είναι αδιαφορία, τίποτα δεν είναι αδιαφορία
Αν όλα είναι σιωπή, τίποτα δεν είναι σιωπή
Αν όλα είναι θάνατος, τίποτα δεν είναι θάνατος.
Αν όλα είναι, τίποτα δεν είναι.
❧
Κλειστό βενζινάδικο
Δυο γυναίκες καθισμένες σε ψάθινες καρέκλες σε μια μικρή βεράντα ενός Μοτέλ. Μπροστά τους ένα κλειστό βενζινάδικο. Στο βάθος τοπίο μετά από βροχή. Μέσα από το δωμάτιό τους ακούγεται δυνατά το τραγούδι This is Love της PJ. Harvey.
Της είπα ότι έπρεπε να φύγει…
I can’t believe that life’s so complex
Κι έφυγε;
When I just want to sit here and watch you undress
Είχαμε ήδη πιει σχεδόν ένα μπουκάλι βότκα. Γύρισε και με κοίταξε. Με κοίταξε σαν να κοιτάζει το κενό. Σαν να ήταν μόνη στο δωμάτιο.
I can’t believe that life’s so complex
Ήταν μεθυσμένη;
I can’t believe that life’s so complex
Δεν ξέρω. Μπορεί. Μετά σαν να χαμογέλασε. Όπως χαμογελάμε με κάτι που θυμόμαστε. Κάτι αστείο. Κάτι αστεία πικρό. Μπορεί όμως και με κάτι που ξεχνάμε. Κάτι αστείο. Κάτι αστεία πικρό.
This is love, this is love
Ήταν λυπημένη;
That I’m feeling
Δεν ξέρω. Μετά άρχισε να ντύνεται. Προσπάθησε τουλάχιστον. Πρώτα πήγε να φορέσει το σουτιέν της. Δεν μπορούσε. Τη βοήθησα. Φόρεσε ανάποδα τη μπλούζα της. Κατά λάθος φόρεσε το δικό μου τζιν. Όταν της το είπα, μ’ έφτυσε.
Does it have to be a life full of dread
Το πήγαινε για καυγά;
I wanna chase you round the table, I wanna touch your head
Δεν ξέρω. Μετά έβγαλε το τζιν μου και φόρεσε τις μπότες της. Ήταν γυμνή από τη μέση και κάτω. Έξω χιόνιζε. Πήγε να βγει όπως ήταν στο χιόνι.
Does it have to be a life full of dread
Τι; Και τελικά βγήκε;
I wanna chase you round the table, I wanna touch your head
Όχι. Κατέρρευσε στην πόρτα. Μπορεί και να λιποθύμισε.
This is love, this is love
Χτύπησε;
This is love, love, love, love
Καθόλου. Χύθηκε. Λες και δεν την βαστούσαν πλέον τα πόδια της.
When you taste so good
Και μετά…
When my head burns
Μετά τη σήκωσα και την πήγα στο κρεβάτι. Τη σκέπασα. Έσβησα το φως. Άφησα μόνο του μπάνιου. Την κοιτούσα που κοιμόταν σαν παιδί. Άκουγα την ανάσα της. Ψέλλιζε κάποιες λέξεις. Μετά με πήρε ο ύπνος πάνω της.
Love, love, love, love
Και το πρωί έφυγε;
That I’m feeling
Το πρωί είχε φρικτό πονοκέφαλο. Της έκανα μασάζ. Πολύ ώρα. Αφού πόνεσαν τα χέρια μου.
Even in the summer
Χαλάρωσε;
Even in the spring
Χαλάρωσε. Μετά όμως είχα εγώ πονοκέφαλο. Σαν ρεύμα πέρασε μέσα από τα δάχτυλά μου, τους καρπούς μου, τα μπράτσα μου. Ο πονοκέφαλος της. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου από τον πόνο. Το ταβάνι πάνω μου γύριζε τρελά.
You can never get too much of
Και μετά έκανε αυτή μασάζ σε σένα;
A wonderful thing
Μετά με χάϊδεψε ανάμεσα στα πόδια.
You’re the only story that I never told
Άρα δεν χωρίσατε τότε;
You’re my dirty little secret, wanna keep you so
Όταν ξύπνησα είχε φύγει. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
You’re the only story that never been told
Περίεργο…
Keep the walls from falling on me, tumbling in
Σαν να την κατάπιε η γη. Σαν να μην υπήρχε. Σαν να την είχα ονειρευτεί. Από τότε την αισθάνομαι σαν μια έμμονη ιδέα.
This is love, this is love
Πολύ περίεργο. Πολύ…
That I’m feeling
Φυσικά εσύ είσαι το άκρως αντίθετο…
This is love, love, love
Αυτό πώς να το πάρω;
That I’m feeling
Το τραγούδι σταματάει. Οι δυο γυναίκες στη βεράντα φιλιούνται απαλά στα χείλη. Μακριά ακούγεται μια βροντή. Μετά ένα σκυλί ν’ αλυχτάει.
❧
Λευκό και κόκκινο κρασί
Δυο νέοι άντρες (γύρω στα είκοσι πέντε) συζητούν πίνοντας κρασί σ’ ένα μπαρ. Ο ένας πίνει λευκό, ο άλλος κόκκινο. Πρώτος μιλάει αυτός που πίνει λευκό.
Το μυστικό δεν είναι η φοβία, αλλά η σκέψη ότι φοβάσαι μη φοβηθείς…
Αυτό είναι δικό σου ή κάπου το διάβασες;
Ούτε το διάβασα, ούτε δικό μου. Κάποιος το είπε…
Γνωστός σου;
Καμία σχέση. Καθόμουν σ’ ένα wine bar και μια κοπέλα μιλούσε σε μια άλλη κοπέλα και της το είπε…
Με ποια αφορμή;
Νομίζω ότι η μητέρα της μιας κοπέλας ανακάλυψε πως στην κόρη της δεν αρέσουν τα αγόρια.
Πώς το ανακάλυψε;
Βρήκε κάτι μηνύματα περίεργα στο κινητό της για ένα άλλο κορίτσι.
Κι αυτό για τη φοβία ποιός το είπε;
Από ό,τι κατάλαβα, αν κατάλαβα καλά, η μια κοπέλα στην άλλη, όταν της εξηγούσε τη φάση με τη μητέρα της…
Δηλαδή η κοπέλα ήταν λεσβία;
Δεν ξέρω αν ήταν λεσβία λεσβία. Πάντως εκείνη την εποχή είχε ερωτευθεί ένα κορίτσι.
Άκουσες όλη τη συζήτηση;
Με είχε απορροφήσει.
Η συζήτηση ή τα κορίτσια;
Στην αρχή νόμισα η συζήτηση, μετά όμως η κοπέλα που μιλούσε
Η λεσβία;
Μπορεί και να μην ήταν λεσβία! Φαγώθηκες! Να περνούσε μια φάση.
Και πώς ήταν;
Κοντοκουρεμένη, μικρό στήθος, πανέμορφο χαμόγελο, λεπτούς καρπούς, φοβερές γάμπες.
Πλήρης περιγραφή!
Κρεμόσουν από τα χείλη της. Είχε μια βραχνή ραδιοφωνική φωνή.
Κάπνιζε;
Δεν νομίζω. Όχι, δεν κάπνιζε.
Σου αρέσει λοιπόν να τρυπώνεις σε ζωές ξένων…
Κι εσένα να ξετρυπώνεις εύκολα συμπεράσματα!
Μου θυμίζεις αυτούς που τρίβονται μεσ’ τον συνωστισμό πάνω σε αγνώστους…
Τι;
Ένα είδος εφαψία…
Μήπως να φύγω;
Θίχτηκες;
Μιλάς με τον εαυτό σου για τον εαυτό σου. Μάλλον περισσεύω..
Γιατί τότε κόλλησες εκεί τόση ώρα;
Θες να μάθεις ή να επιβεβαιώσεις αυτό που έχεις ήδη σκεφτεί;
Για πες…
Αισθανόμουν πολύ μόνος εκείνο τον καιρό. Μόλις με είχαν διώξει από τη διαφημιστική. Είχα τη μάνα μου σπίτι. Ήταν στα χωρίσματα με τον φίλο της.
Άλλο αυτό…
Καθόλου άλλο. Κατέβασα μόνος μου δύο Cabernet Sauvignon. Τρεκλίζοντας έφυγα, λίγο μετά τα κορίτσια. Ήθελα να τις ακολουθήσω. Ήθελα να μιλήσω σ’ αυτήν την κοπέλα. Αλλά ζαλιζόμουν. Δεν με βαστούσαν τα πόδια μου. Τελικώς ξέρασα σε μια γωνιά. Μπήκα σ’ ένα ταξί κι ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα στο κρεβάτι μου.
Γιατί κι εμείς κάπως έτσι γνωριστήκαμε…
Πού το θυμήθηκες…
Γιατί εσύ το ξέχασες;
Μόνο που εσύ ήσουν εγώ. Άκουγες τι έλεγα στη φίλη μου…
Άκουγα, επειδή ένιωσα ότι σου άρεσε αυτό. Από τη στιγμή που κατάλαβες πως δεν σε άκουγε μόνο η φίλη σου, η φωνή σου άλλαξε. Έγινε πιο αργόσυρτη. Τόνιζες τα σύμφωνα. Μιλούσες σαν ηθοποιός σε σίριαλ.
Καμία σχέση. Απλώς ήμουν πάλι μεθυσμένος. Ήθελα να της πω να χωρίσουμε. Δίσταζα. Φοβόμουν. Και τελικώς δεν της το είπα.
Πάντως μετά χωρίσατε…
Μετά από καιρό…
Τα έφτιαξε μ’ έναν φίλο μου. Την άφησα να πιστεύει πως με είχε πληγώσει πολύ. Πως δεν άντεχα τη διπλή προδοσία. Πως είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη μου στα πάντα. Λυπόμουν βέβαια που έπαιζα θέατρο. Έτσι όμως χωρίσαμε ήσυχα. Σαν να μην είχαμε ζήσει μαζί τρία χρόνια.
Εκτός από το θέατρο σου αρέσουν και τα αγόρια;
Κι όχι μόνο. Και τα κορίτσια και ο κινηματογράφος και το κατσικίσιο τυρί και το χιόνι και η τζαζ και τα παλιομοδίτικα ξενοδοχεία και να κολυμπάω περισσότερο σε πισίνες απ’ ότι στη θάλασσα και―
Αυτό τώρα είναι απάντηση;
Όσο είναι δική σου ερώτηση…
Επαναδιατύπωση λοιπόν. Έχεις σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσες να κάνεις κάτι με κάποιον άντρα ή με κάποιο αγόρι;
Πρώτον, δεν έχω σκεφτεί. Δεύτερον, και να είχα σκεφτεί, δεν θα σου το έλεγα…
Μήπως ονειρευτεί;
Η επιμονή σου άλλοτε είναι δυσάρεστη κι άλλοτε αστεία…
Τώρα πως είναι;
Αδιάφορη.
Άρα εκτός από δυσάρεστη και αστεία είναι και αδιάφορη.
Δεν καταλαβαίνω τι επιδιώκεις…
Τίποτα. Αν θες απαντάς.
Όταν λες αγόρια ή άντρες, εννοείς εσένα;
Προστάτευσέ με από αυτό που επιθυμώ.
Σαν να λέμε, από το ντιβάνι στο στασίδι.
Δηλαδή;
Ήξερα ότι τα σκας σε ψυχαναλυτή, δεν ήξερα ότι συχνάζεις και σε εκκλησίες…
Πηγαίνουμε;
Να μην τελειώσουμε το κρασί μας…
Εσύ, ναι. Γεια…
Θύμωσες;
Με τον εαυτό μου.
Μιλάμε…
Βλέπουμε…
Αυτός πίνει λευκό κρασί παραγγέλνει άλλο ένα ποτήρι. Με μια αδέξια κίνηση ρίχνει κάτω και σπάει το ποτήρι με το μισοτελειωμένο κόκκινο κρασί.
❧
Παιδικό Seiko
Νησί. Καλοκαίρι. Δυο έφηβοι σ’ ένα μπαρ κοντά στην παραλία. Σηκώνονται και χορεύουν αργά.
Σου θυμίζω κάποια που λείπει;
Δεν μου λείπει τίποτα.
Κάποιο κορίτσι…
Δεν μου λείπει κανένα κορίτσι.
Κάποια που σου έριξε χυλόπιτα;
Δεν υπάρχει τέτοια…
Ποτέ;
Ποτέ…
Τόσο γκόμενος είσαι;
Χέστης είμαι και φεύγω πρώτος.
Τσου. Πονηρός είσαι…
Σου είπα, χέστης. Τις θέλω, είμαι φουλ ερωτευμένος και τις εγκαταλείπω. Τις αφήνω, πριν μ’ εγκαταλείψουν αυτές. Τόσο απλά.
Μήπως απλά σου θυμίζω τη μητέρα σου;
Η μητέρα μου απλά είναι πεθαμένη.
Και δεν σου λείπει;
Οι πεθαμένοι είναι πεθαμένοι.
Υπάρχουν όμως και πεθαμένοι που ζουν και μετά τον θάνατό τους.
Κάποτε όμως πεθαίνουν κι αυτοί οι πεθαμένοι.
Δηλαδή η πεθαμένη μαμά σου πέθανε;
Σταματάνε να χορεύουν.
Όταν ήμουν μικρός της έλεγα, να μου πεις πότε θα πεθάνεις, θέλω να ξέρω πότε θα πεθάνεις. Το ζητούσα επίμονα…
Και γιατί ήθελες να το ξέρεις;
Όλο αυτό της έλεγα. Ζητούσα ώρα, ημέρα, μήνα, χρόνο –
Τελικά σου το είπε;
Της έδειχνα μάλιστα και το ρολόι μου. Ήθελα να πεθάνουμε μαζί.
Τελικά όμως αυτή σου την έσκασε!
Ένα μικρό Seiko. Παιδικό. Να μου πεις πότεεεε, τσίριζα και χτυπούσα κάτω τα πόδια.
Χτυπούσες και τα πόδια;
Γι’ αυτό, όταν πέθανε, ανακουφίστηκα κάπως…
Τόσο χάλια περνούσατε;
Ξαναρχίζουν να χορεύουν.
Περνούσαμε υπέροχα. Απλώς πονούσε πολύ. Είχε καρκίνο στο συκώτι. Κι ενώ πονούσε πολύ, υπέφερε, όλο μας έλεγε ανέκδοτα.
Και γελούσατε;
Όλοι γελούσαν. Όχι μόνο εμείς. Οι νοσοκόμες, οι γιατροί, οι επισκέπτες. Η μαμά ήταν διάσημη για τα ανέκδοτά της. Στην κηδεία της κάποιες συμμαθήτριές της θυμόντουσαν τα περιβόητα ανέκδοτά της και δεν μπορούσαν να κρατηθούν από τα γέλια. Ακόμα και τα κοράκια γελούσαν μ’ αυτά που άκουγαν. Φουσκωμένα μάγουλα και δακρυσμένα μάτια. Το φαντάζεσαι; Όλοι είχαμε γίνει ένα χάχανο στα μαύρα. Μόνο ο παπάς είχε σπαστεί. Ούτε γελούσε ούτε έκλαιγε. Παρ’ ολίγο να σκοντάψει και να πέσει στον τάφο.
Η μαμά μου μισεί τα ανέκδοτα. Δεν γελάει ποτέ με κανένα ανέκδοτο.
Αν γνώριζε τη μαμά μου η μαμά σου μπορεί και να έσκαγε το χειλάκι της.
Και θεωρεί ηλίθιους όσους λένε ανέκδοτα ή γελάνε με ανέκδοτα.
Η μαμά μου θα της άλλαζε γνώμη. Σίγουρα. Μπορεί και να γελούσαν μαζί.
Σταματάνε να χορεύουν.
Πάμε στην παραλία;
Μισό να πάω τουαλέτα…
Δεν πιστεύω να μ’ αφήσεις και να φύγεις;
Μισό…
Πριν φύγει το κορίτσι φιλάει παρατεταμένα το αγόρι στο στόμα. Το αγόρι ξαφνιάζεται.
Ρισκάρω, όπως βλέπεις…
Το αγόρι κοιτάζει αφηρημένο τη θάλασσα.
❧
Στο περβάζι
Υπερήλικος άντρας σε σουίτα ιδιωτικού νοσοκομείου. Με ορό στο χέρι. Δίπλα του μια πολύ νεότερη γυναίκα στέκεται όρθια. Έντονα μακιγιαρισμένη, φοράει κυπαρισσί ταγιέρ και μαύρα γυαλιά. Στο κρεβάτι κάθεται ένας έφηβος με πρησμένα από το κλάμα μάτια. Μιλάει ο κατάκοιτος. Μόλις που ακούγεται.
Φωνάξτε τον γιατρό…
Τι είπες, μπαμπά;
Τον γιατρό!
Πονάς;
Κάποιος να μου κλείσει τα μάτια…
Ο έφηβος πετάγεται όρθιος.
Μια νοσοκόμα, μια καθαρίστρια, ένας ξένος. Γρήγορα! Κάποιο ανθρώπινο χέρι στο μέτωπό μου. Τελειώνω…
Η γυναίκα κατευθύνεται στην πόρτα.
Πού πας μαμά;
Να πραγματοποιήσω την τελευταία του επιθυμία…
Το αγόρι ανοίγει το παράθυρο. Κάθεται στο περβάζι. Αγναντεύει στο κενό. Ο πατέρας κλείνει τα μάτια. Η μητέρα βγάζει τα γυαλιά. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στον θάλαμο μια νοσοκόμα. Κοιτάζει αυστηρά τους γονείς και χαμογελάει στο αγόρι. Το αγόρι κατεβαίνει από το παράθυρο και το κλείνει. Κάθεται κάτω και κρύβει το πρόσωπο με τα χέρια του. Η νοσοκόμα μιλάει σιγά αλλά αυστηρά.
Για συνέλθετε όλοι λιγάκι, έχουμε και δουλειές…
❧
Κίτρινες φρέζιες
Άντρας γύρω στα εξήντα, γυναίκα γύρω στα σαράντα. Κάθονται σ’ ένα τραπέζι εστιατορίου. Ανάμεσά τους ένα γυάλινο βάζο με κίτρινες φρέζιες.
Γιατί με κοιτάς έτσι;
Πώς σε κοιτώ;
Σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά!
Ιδέα σου…
Τόσο πολύ γέρασα;
Μαζί γερνάμε…
Τώρα είμαι στην ηλικία που ήσουν όταν με γνώρισες…
Νεότατη…
Είκοσι χρόνια διαφορά!
Δεκαενιά!
Μου ήθελες και παιδί…
Για να έχεις μια συντροφιά όταν –
Όταν κι όταν. Κόψε τα δράματα. Μπορεί να πεθάνω πρώτη εγώ. Ακούς;
Αυτό θα ήταν αβάσταχτο!
Για ποιον;
Πρώτα για σένα, μετά για μένα, κατόπιν για την ίδια τη ζωή. Ναι… Για όσους, τέλος πάντων, η παρουσία σου είναι πολύτιμη, ευεργετική. Ναι, αυτό. Για όλους όσους κάνεις ευτυχισμένους. Και δεν είμαστε τόσο λίγοι.
Πώς καταφέρνεις και με τουμπάρεις πάντα…
Δεν είμαι εγώ…
Σώπα!
Το βλέμμα μου είναι!
Σταμάτα λοιπόν να με περιεργάζεσαι μ’ αυτό το γερασμένο, γαλάζιο βλέμμα του μέντιουμ…
Δεν περιεργάζομαι εσένα…
Επαναλαμβάνεσαι. Παλιώσαμε!
Υπνωτίζω τον χρόνο. Καθηλώνω τον χρόνο. Να είναι πιο ευγενικός μαζί μας, πιο τρυφερός, πιο επιεικής…
Η γυναίκα φιλάει τον άντρα παθιασμένα στο στόμα. Ο άντρας χαμογελάει αμήχανα.
⸙⸙⸙
[Επτά ιστορίες από τη συλλογή Εξουθένωση που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Πατάκη.]