«Να υπάρχεις σε οποιαδήποτε μορφή,
τι είναι αυτό;»
Walt Whitman
«Όσο πιο χαμηλά στέκεται ένας άνθρωπος από πνευματικής απόψεως», υποστηρίζει ο Schopenhauer, «τόσο λιγότερο αινιγματική είναι γι’ αυτόν η ίδια η ύπαρξη: του φαίνεται μάλλον αυτονόητο ότι όλα είναι όπως είναι και ότι υπάρχουν». Μην κοροϊδευόμαστε, το υψηλότερο επίπεδο συνειδητότητας στο οποίο δύναται να φτάσει κανείς είναι να απολέσει τας φρένας. Να τρελαθεί από τον εξωφρενισμό της ύπαρξης στον κόσμο και της ύπαρξης του κόσμου και των δεινών του ή, αν χαριτωθεί, να αγιάσει και να αγαλλιάσει από το υπέρλογο κάλλος, το θαύμα της Δημιουργίας, και με την αγιοσύνη ο αγώνας ν’ αντικατασταθεί πανηγυρικά από τον δοξασμό. Ως πιο ήπιες και συνήθεις εκδοχές των παραπάνω πεπρωμένων μπορούν να εκληφθούν η (καταστατική) αγωνία και η (απροϋπόθετη) χαρά του υπάρχειν, σε αυθόρμητες, κβαντικές αλληλοπεριχωρήσεις. «Το παράλογο και το μυστήριο, ιδού οι δύο πιθανές λύσεις στο αίνιγμα που μας βάζει η εμπειρία της ζωής», θα πει όμορφα ο Jean Guitton. Λύσεις, δηλαδή απονενοημένες απόπειρες βέλτιστης αντίδρασης. Ετυμολογώντας ο Miguel de Unamuno το λατινικό ρήμα ex-sistere, το συνδέει με το αρχαίο ρήμα εξίσταμαι, που ορισμένες φορές σημαίνει τρελαίνομαι: «η ύπαρξη είναι μια τρέλα, και όποιος υπάρχει, όποιος δηλαδή είναι εκτός εαυτού (…) είναι τρελός». Μένει να δούμε αν, όπως επέμεναν ο Gérard de Nerval και ο Antonin Artaud, οι φρενοπαθείς, μες στη θηριώδη εξορία τους απ’ τη ζωή, απολαμβάνουν σε αντίθεση με τα μέλη της «υγιούς» κοινωνίας, κάποια προνομιακή, αποκαλυπτική αντίληψη της πραγματικότητας. «Όσο κατώτερος είναι ο οργανισμός, τόσο λιγότερο ευαίσθητος είναι και τόσο λιγότερο αντιδρά στα ερεθίσματα. Αντίθετα, όσο μεγαλύτερη είναι η τελειότητά του, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευαισθησία του και τόσο πιο έντονη η αντίδρασή του στην πραγματικότητα» βεβαιώνει ο νεαρός φιλοσοφών τρόφιμος του ψυχιατρείου, Ιβάν Ντμίτριτς Γκρόμοφ, στο αριστούργημα του Τσέχωφ Θάλαμος αρ. 6. Κοντολογίς «η υπερβολική επίγνωση είναι αρρώστια, πραγματική, σωστή ασθένεια» (Φ. Ντοστογιέφσκι).
Εάν η αντίφαση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό τής ανθρώπινης πραγματικότητας, καθίσταται «το αληθινό καθαυτόν παράλογο» (J. Bahnsen), το υπάρχον υποκείμενο διχοτομείται και κάθε αξίωση ορθολογικής κατανόησης καταρρέει, αφήνοντας πίσω στην καλύτερη περίπτωση έναν αναστεναγμό. Ή κάτι πιο δραματικό. Όπως γράφει ο μοναδικός μαθητής του Shestov, Benjamin Fondane, «Αυτό είναι το μόνο όπλο που η υπαρξιακή σκέψη αντιτάσσει στον διανοητικό τρόπο σκέψης: οι κραυγές. Οι κραυγές είναι μια μέθοδος». Ή κάτι ακόμα πιο δραματικό, όπως γράφει ο δάσκαλος του Fondane, Lev Shestov, στη μελέτη του για τον Τσέχωφ: «Να συμφιλιωθεί κανείς είναι αδύνατον, όμως και να μη συμφιλιωθεί είναι εξίσου αδύνατον, δεν απομένει λοιπόν πλέον παρά να κοπανάει κανείς το κεφάλι του στον τοίχο». Ναι, κάθε μορφή αντίδρασης στο γεγονός της ύπαρξης, της ζωής, του κόσμου, στην αιφνίδια συμμετοχή στην πραγματικότητα, αναμένεται και νομιμοποιείται. Το αφετηριακό αίσθημα είναι η αδυναμία και το ισόβιο η ανεπάρκεια. Και κάτι σαν ανεκτή σχιζοφρένεια απ’ την κυμαινόμενη σύνθλιψη μεταξύ εφήμερων και αιωνίων αναγκών κατά την επιβεβλημένη εξοικείωση με το οιονδήποτε ανοίκειο. Με το καλημέρα, η ανθρώπινη ψυχή καλείται να συμφιλιωθεί, αποδεχόμενη την όποια πραγματικότητα, διατηρώντας όμως εκείνο το ελάχιστο δυσανασχέτησης που τη διαφοροποιεί από τις άλλες ψυχές και δημιουργώντας προσδοκίες δικαίωσης. Δεν αρκεί η πτώση για την ανάσταση, χρειάζεται και η σταύρωση. Πολύ συχνά ολόκληρος ο βίος μοιάζει με μια αδιάκοπη προσπάθεια φίμωσης της διαίσθησης και με μια επιχείρηση αφάνταστης αυθυποβολής, κατά την οποία ο τρόμος μεταβολίζεται σε ευγνωμοσύνη. «Ο άνθρωπος είναι ένα μεταφυσικό ζώο, που θα επιθυμούσε το σύμπαν να μην υπήρχε παρά μόνο για εκείνο, αλλά το σύμπαν το αγνοεί» (Al. Caraco), και η αναπάντεχη συνειδητοποίηση της πασκαλιανής κοσμικής αδιαφορίας, «η φρίκη της μοναξιάς του ατόμου στον παραλογισμό τού Είναι» αναζωπυρώνει επικίνδυνα το μεταφυσικό άγχος (Witkacy).
Ο γλιτωμός απ’ την πλήρη παραφροσύνη επιτυγχάνεται προπάντων χάρη στις «ανορθολογικές» εγκόσμιες δραστηριότητες όπως θρησκεία, έρωτας, παιχνίδι, τέχνη ή ποίηση (σύμφωνα με τον Chesterton, «ο κίνδυνος της τρέλας ελλοχεύει στη λογική και όχι στη φαντασία»), στις οποίες ωστόσο πάντοτε διαφαίνεται η επώδυνη φαντασίωση οντολογικής αντιστάθμισης, «η άλυτη και ασυμφιλίωτη σύμπτωση μιας αδυνατότητας και μιας αναγκαιότητας» (V. Jankélévitch). Κι έτσι, ολόκληρη η ανθρωπότητα προσομοιάζει με απέραντο, ανεπίσημο Δαφνί. Ορθά γράφει ο E.M. Cioran: «όταν αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε, δοκιμάζουμε την κατάπληξη του τρελού που συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω την τρέλα του και μάταια πασχίζει να της δώσει ένα όνομα. Η συνήθεια κάνει να ατονεί η έκπληξή μας ότι: υπάρχουμε – και πάμε παραπέρα, παίρνουμε ξανά τη θέση μας μέσα στο άσυλο των ανθρώπων». Παρεμπιπτόντως, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι «το ανορθολογικό δεν είναι ένα θεωρητικό φάντασμα ούτε ένα μεταφυσικό asylum ignorantiae, αλλά η απλή έκφραση, διαμορφωμένη προς ημάς για το είναι γενικά, αρκεί να μη διαλύεται στα όρια του γνωστού. Από μόνο του δεν είναι πιο μεταφυσικό από το ορθολογικό, του οποίου αποτελεί ομοιογενή συνέχεια» όπως σημειώνει ο –ακόμη αμετάφραστος στη χώρα μας– Nicolai Hartmann στην εισαγωγή του έργου του Μεταφυσική της Γνώσης.
Καταπώς φαίνεται, το Είναι μπορεί να διαθέτει φινιστρίνια και τηλεσκόπια, αλλά «δεν έχει θύρες εξόδου» (E. Lévinas). Ορισμένοι κλειστοφοβικοί κάνουν λόγο για «φυλακή του Είναι» (F. Pessoa) ή «παγίδα του πραγματικού» (Cl. Rosset). Γίνεται να νιώσει κανείς εγκλωβισμένος στο άπειρο, σαν τον πρωταγωνιστή της Ναυτίας του J.P. Sartre όταν απορεί: «Δεν μπορούσε καν ν’ αναρωτηθεί από πού προέρχονταν όλα αυτά, ούτε πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει ένας κόσμος παρά το τίποτα. Αυτό δεν είχε νόημα, ο κόσμος ήταν παρών, παντού παρών, μπροστά, πίσω. Δεν υπήρχε τίποτα πριν απ’ αυτόν. Τίποτα. Δεν υπήρχε στιγμή που θα μπορούσε να μην υπάρχει». Γύρω απ’ αυτό το διττό, σοκαριστικό αίσθημα ανελευθερίας και περατότητας στρέφεται από τον Μεσαίωνα και μετά η δυτική εκκοσμικευμένη συνείδηση: «ζωή δεν σημαίνει να μπαίνεις από ευχαρίστηση σ’ ένα μέρος που έχεις επιλέξει εκ των προτέρων κατά το δοκούν, όπως επιλέγεις το θέατρο μετά το δείπνο, αλλά να βρεθείς ξαφνικά, και χωρίς να ξέρεις πώς, ριγμένος, βυθισμένος, αφημένος σ’ έναν κόσμο που δεν μπορείς ν’ αλλάξεις, σ’ αυτόν του παρόντος. Η ζωή μας ξεκινά ως η αέναη έκπληξη της ύπαρξης, χωρίς τη δική μας προηγούμενη συγκατάθεση, ναυαγοί, σ’ έναν απρογραμμάτιστο κόσμο» (J. Ortega y Gasset). Αίσθημα μη αυτοδιάθεσης όπως και πριν αλλά κατά κανόνα δίχως άνωθεν πρόνοια. Αίσθημα κατάφωρου μεταφυσικού αποπροσανατολισμού, το οποίο συνεπάγεται μεν αμέτρητες δυνατότητες επιλογής, αλλά ουδεμία απόφαση επιλογής. «Όλοι ζούμε μέσα σε μια θεμελιώδη άγνοια, εντός των τειχών της ύπαρξης» παρατηρεί ο Ionesco. Αυτό που ποικίλλει είναι ό,τι ο Martin Buber αποκάλεσε «κοσμοσυναίσθημα» της «κοσμοεστίας», να νιώθεις, δηλαδή, ένοικος της οικουμένης ή να νιώθεις στην ύπαρξη ή στο σύμπαν «σαν στο σπίτι σου», ειδάλλως, ως πάλαι ποτέ αγέρωχος αυτοσκοπός κι εκπρόσωπος της Κτίσης να βιώνεις την εσωτερική σχάση που προξενείται από ή προξενεί το φοβείσθαι και το θαυμάζειν. Να «παθαίνεις μεταφυσική», για να το πούμε χύδην, και η πραγματικότητα «να φανερώνεται ολότελα σαν μια αντίστροφη παραμνησία, δηλαδή: άγνοια του γνωστού» (M. Fernández). Να τρως κεραμίδα, και το καθημερινό να φαντάζει παρθένο, σχεδόν ακαταλαβίστικο. Να πυροδοτείται απ’ το σοκ της κατίσχυσης του όντος επί του μηδενός η φιλοσοφική απορία και να εγκαινιάζεται η διά βίου μάθηση και συγχρόνως βαθιά απομάθηση.
Στη διαβαθμισμένη παρουσία, απουσία και ποιότητα αυτού του «κοσμοσυναισθήματος» της «κοσμοεστίας», θεμελιώνεται το κύριο μέρος των ανθρωπολογικών βάσεων αλλά και των ποιοτικών διαφορών μεταξύ των όντων. Η μοίρα και το έργο των ανθρώπων συναρτάται με το είδος και το μέτρο της υπαρξιακής προσαρμογής στη μεταφυσική μονοτροπία του Είναι. Μονοτροπία, η οποία τεκμαίρεται απ’ το ότι, εκόντες-άκοντες, άπαντες αργά ή γρήγορα εναρμονιζόμαστε κάπως, παρά τη βασανιστική αίσθηση ακόμα και μιας «απόλυτης δυσαρμονίας με την πραγματικότητα που μας περιβάλλει» (E. Montale). Βέβαια, το ότι προσαρμοζόμαστε στην ύπαρξη δεν θα πει και ότι αποδεχόμαστε με ενθουσιασμό τούς όρους της. Ο αυθαίρετος για εμάς χαρακτήρας της δομής και της όψης του κόσμου συμπεριλαμβάνει όλες τις εκδηλώσεις συμμόρφωσης και δυσφορίας των όντων ως εκφάνσεις της εγγενούς προβληματικότητας της εγκόσμιας ύπαρξης. Όσο για τον πόνο, συνιστά κι αυτός ένα φαινόμενο εξίσου ακατανόητο με το ερέθισμα που το προκαλεί. Όλα αυτά τα ζητήματα, ασφαλώς, ηχούν αστεία σε όποιον έχει την τύχη να λογοδοτεί για τις ενέργειές του και να εναποθέτει με εμπιστοσύνη τις ελπίδες του σε μια ανώτερη δύναμη. Ανεξαρτήτως μεταθανάτιας δικαίωσης, αν μη τι άλλο, χαρίζει νόημα στο μετεωρικό πέρασμά του.
Εντός του κόσμου δεν υφίσταται ή, μάλλον, δεν θα έπρεπε λογικά να υφίσταται διαβάθμιση αινιγματικότητας ανάμεσα στα αντικείμενά του. Στο μέτρο που το Είναι παραμένει ασύλληπτο, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί σοβαρή αντίθεση μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής εξήγησης. Με άλλα λόγια, αιτία σκανδαλισμού δύναται ν’ αποτελέσει τόσο το άγνωστο και το πρωτάκουστο όσο και το γνωστό και το πασιφανές. Και είναι ακριβώς η παραπάνω οντολογική ισοδυναμία που καθιστά τον απίστευτο βίο βιώσιμο, διαμορφώνοντας ένα μη προαιρετικό και αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο όπου αναγκαιότητα και (μερική) ελευθερία αλληλοεξουδετερώνονται, εγκαταλείποντάς μας, ανεπανάληπτους και ασήμαντους, υποψιασμένους, καχύποπτους και ανυποψίαστους, να περιφερόμαστε και να ματαιοπονούμε μες στην καρδιά μιας θαυμαστής Ταυτολογίας άνευ προηγουμένου. Όσο για τη διαδικασία εξοικείωσης με το ανοίκειο, ξεκινά κιόλας αμέσως μετά το τραύμα της γέννησης. Με το που βγαίνουν τα πόδια «απ’ το μεγάλο μουνί της ύπαρξης» όπως διαβάζουμε στο Ο Μαλόν πεθαίνει του Sammuel Beckett. Αφ’ ης στιγμής ερχόμαστε, έστω κι αν ο εγκλιματισμός έχει γνωρίσματα σκληραγώγησης, συνείδηση και ασυνείδητο μας βοηθούν να εγκλιματιστούμε μάλλον παρά ν’ απενταχτούμε, ωσάν η διατήρηση στη ζωή να έκρυβε το μυστικό του μυστικού.
Λέει ο Ionesco: «Η ύπαρξη του κόσμου δεν μου φαίνεται παράλογη αλλά απίστευτη. Στο εσωτερικό όμως της ύπαρξης και του κόσμου μπορούμε να δούμε καθαρά, ν’ ανακαλύψουμε νόμους, να καθιερώσουμε “λογικούς κανόνες” (…) όταν κανείς εισέρχεται στον κόσμο του απίστευτου, ο κόσμος αυτός του φαίνεται φυσιολογικός και πιστευτός (…) κανένα πράγμα δεν μπορεί να μου φανεί πιο αλλόκοτο από ένα άλλο (…) τίποτα πια δεν έχει σημασία έξω από τη μαγεία του ότι υπάρχουμε (…) τίποτα δεν μου φαίνεται περισσότερο εκπληκτικό από το κοινότοπο». Για να το μεταφέρουμε σε πιο κοσμολογικό επίπεδο, «με όρους οντολογικής αυθεντικότητας, η μη ζωή είναι ο κανόνας, ενώ η ζωή είναι η αινιγματική εξαίρεση μέσα στη φυσική ύπαρξη (…) το ότι υπάρχει όντως ζωή και πώς είναι κάτι τέτοιο δυνατόν μέσα σ’ έναν κόσμο απλής φύσης, είναι τώρα το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η σκέψη (…) η δε μηχανιστική αιτιοκρατία δεν είναι λιγότερο μυστηριώδης από την τελεολογική» (H. Jonas). Μήπως, ρωτά ο Unamuno, «είναι η ζωή πιο φυσική από τον θάνατο;» Σε τελική ανάλυση, «το εμμενές είναι ό,τι πιο υπερβατικό» και «η φυσική τάξη είναι ό,τι πιο αινιγματικό διαπιστώνουμε στο σύμπαν» (L. Shestov). «Έχουμε μόνο ένα θαύμα: την εμφάνιση του σύμπαντος. Αλλά το σύμπαν δεν είναι θαυμαστό, όπως και κανένα από τα φαινόμενά του» (Ph. Mainländer). Στην ίδια γραμμή και ο Edmond Jabès: «Το θαύμα του σύμπαντος είναι ότι δεν υπάρχει θαύμα. Και είμαστε ανίκανοι να το αποδείξουμε». Ανίκανοι ν’ αποδείξουμε οτιδήποτε. Ανικανότητα που, αν το καλοσκεφτούμε, σώζει απ’ το στρίψιμο της βίδας. Γιατί η τεκμηρίωση της δικοσμίας κατά πάσα πιθανότητα θα επέφερε φρενίτιδα πανικού ή παραίτησης.
Κατά τον άγιο Αυγουστίνο, υπό μία έννοια, τα πάντα είναι θαύμα. «Όλα είναι, ναι, αξιοθαύμαστα, miraculus, θαύμα, όλα στον κόσμο είναι θαυμαστά, και όλα είναι μυστηριώδη. Δεν είναι ότι κάποια φαινόμενα είναι θαυμαστά και κάποια όχι, αλλά ότι όλα είναι», διακηρύσσει ο Unamuno. Συνεπώς, «τα θαύματα δεν είναι κατ’ ανάγκη πιο θαυμαστά καθ’ εαυτά από το σύνηθες θέαμα της φύσης (…) το θαύμα είναι θαύμα μόνο για μας, όχι για τον Θεό». Και απορεί μαζί του ο Étienne Gilson: «Ένας νεκρός ανασταίνεται ακούγοντας τον λόγο του Θεού· μένουμε εμβρόντητοι· άνθρωποι γεννιούνται κάθε μέρα και τους εγγράφουμε στο ληξιαρχείο σαν να είναι ό,τι πιο φυσικό στον κόσμο». Πράγματι, δεν καταπλησσόμαστε. «Λες κι ο κόσμος μπορεί να είναι συνηθισμένος! Λες και το να νιώθεις τα χτυπήματα της καρδιάς και ν’ αναπνέεις είναι φυσικό», μας θυμίζει πάλι ο Ionesco. Σαν να λείπει απ’ το βιολογικό ρολόι το μεταφυσικό ξυπνητήρι. Ίσως σ’ αυτή την απόλυτη ισονομία του θαυμαστού και του μυστηριώδους με το οτιδήποτε να οφείλεται και η δυνατότητα αμεριμνίας. «Δεν υπάρχει πιο λεπτός τρόπος να αρνηθείς το θαύμα και το μυστήριο από το να ισχυριστείς ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι θαυμαστά και ότι όλα όσα υπάρχουν είναι μυστηριώδη» θα διακηρύξει με την ίδια ορμή ο Unamuno, ο οποίος εργάσθηκε όσο λίγοι για την αναγνώριση και την αποκατάσταση της αντίφασης ως πυρηνικού συστατικού του ανθρώπου και της αντινομίας ως φύσεως του όντος. Ο διφορούμενος χαρακτήρας, το εγγενές παράδοξο στον τρόπο με τον οποίο μας παρουσιάζεται ο θάνατος, ισχύει κατεξοχήν και για τη ζωή, ήτοι «ως οριακή κατάσταση και ταυτόχρονα ως άμεσο δεδομένο», τονίζει ο Cioran στον Πειρασμό του υπάρχειν.
Ρώτησαν κάποτε τον Γαλλο-ρουμάνο: «πώς ήταν δυνατόν να ζει χωρίς “θεμελίωση”;» κι εκείνος απάντησε: «με τα χρόνια συνηθίζει κανείς τα πάντα, ακόμα και τον ίλιγγο» κι επισημαίνει: «αν η αίσθηση έλλειψης θεμελίου των πάντων ήταν συνάμα συνεχές και έντονο, θα εξοντωνόμασταν (…) υπάρχουμε χάρη στις στιγμές που ξεχνιούνται κάποιες συγκεκριμένες αλήθειες». Ήδη ο P.B. Shelley, σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, είχε αναφερθεί εύστοχα στο θέμα: «Η ομίχλη της εξοικείωσης μας κρύβει το θαύμα της ύπαρξής μας (…) τη ζωή, το μεγάλο θαύμα, δεν τη θαυμάζουμε επειδή είναι τόσο θαυμαστή. Ευτυχώς που προστατευόμαστε έτσι απ’ την εξοικείωση με κάτι που είναι ταυτόχρονα τόσο συγκεκριμένο και τόσο ανεξιχνίαστο, από έναν θαυμασμό που διαφορετικά θα απορροφούσε και θα κατέκλυζε τις λειτουργίες αυτού που είναι αντικείμενό της». Η χαϊντεγκεριανή λήθη του Είναι (σημειωτέον, με την α-λήθεια ως ακρυπτότητα πρώτος ασχολήθηκε ο N. Hartmann) συνιστά οπωσδήποτε πηγή υπαρξιακής αλλοτρίωσης. Μα το πρόβλημα δεν είναι η μερική ξενοιασιά, αλλά η παντελής ασυναισθησία. Ο απολύτως ανέκπληκτος, ακύμαντος, ατάραχος βίος όσον αφορά την εξωτική μούρλα της υπόστασης. Πρόβλημα; θα διερωτηθεί κάποιος. Ο Gabriel Marcel διακρίνει αυστηρά το οντολογικό μυστήριο απ’ το οντολογικό πρόβλημα: «Το μυστήριο είναι το πρόβλημα εντός του οποίου βρίσκομαι κι εγώ ο ίδιος περιπλεγμένος» (E. Mounier). Και όπως σημειώνει ο Cioran σ’ ένα κείμενό του για τον Marcel, η φυσιολογική κατάληξη καθενός που έχει χάσει την ενδόμυχη επαφή με το μυστήριο λέγεται μηδενισμός. Το αυτονόητο επιβάλλεται στο αινιγματικό, η ύλη στο πνεύμα, η φυσική στη μεταφυσική, η πρόοδος στη συντήρηση και το κτήνος στον άνθρωπο, σαν να επρόκειτο για δύο αλήθειες και όχι δύο διαστάσεις της μίας αλήθειας ή γνώριμης αληθοφάνειας ή άγνωρης πραγματικότητας. Λοιπόν, «ποιο είναι αυτό το άγνωστο που μας κυκλώνει και μας τυλίγει, αν όχι η ίδια η πραγματικότητα;» (H. Miller) Και πώς συμβαίνει να μη στεκόμαστε μονίμως ή κάθε τόσο σύξυλοι μπροστά της; Πώς δεν αποτρελαινόμαστε από ένα τόσο ασύμμετρο με τον νου μας θέαμα, μ’ ένα τόσο δυσανάλογο με την ψυχή μας δράμα; Προφανώς, η μη κατανόηση της κατάστασής μας δεν συνιστά προαπαιτούμενο επιβίωσης σ’ αυτή. Τουναντίον, δείχνει να την υπηρετεί σοφά. Μόνον μια υπερβέβαιη εναλλακτική θα μπορούσε ν’ απειλήσει τον μονόδρομο του συμβιβασμού, το αδιαμφισβήτητο της οποίας, όμως, επίσης θα υπονόμευε τα πράγματα.
Το σίγουρο είναι ότι, «αν είχαμε μια πραγματικότητα διαφορετική από τη σημερινή, αυτό δεν θα μας εμπόδιζε καθόλου να τη θεωρούμε επίσης φυσική» (L. Shestov), που θα πει επίσης αλλόκοτη. Κριτήρια αλήθειας και τρόπους επαλήθευσης για τον κόσμο προσφέρουν μόνο τα θεϊστικά μοντέλα ερμηνείας, που, κι αυτά με τη σειρά τους, όταν δεν αυτοαναιρούνται ως petitio principii, χρειάζονται ένα συγκεκριμένο επίπεδο απόγνωσης ή φώτισης για να γίνουν πιστευτά. Ιδού τι λένε δύο κατά τα άλλα άσχετοι μεταξύ τους στοχαστές. Ο π. G. Florovsky: «Ο κόσμος υπάρχει. Αλλά άρχισε κάποτε να υπάρχει. Και αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος θα μπορούσε να μην είχε υπάρξει (…) Η αιτία και το θεμέλιο του κόσμου βρίσκεται έξω του κόσμου. Η ύπαρξη του κόσμου είναι δυνατή μόνο με την υπερκόσμια βούληση του φιλεύσπλαχνου και παντοδύναμου Θεού, του καλούντος τα μη όντα ως όντα (Ρωμ. 4, 17)». Και ο Eric Voegelin: «Στη διπλή ερώτηση: γιατί υπάρχουν τα πράγματα και γιατί είναι όπως είναι; δεν υπάρχει, φυσικά, καμία απάντηση, επειδή το θεμέλιο από το οποίο τα πράγματα είναι όπως είναι, και είναι καθόλου, είναι ένα θεϊκό, υπερβατικό Θεμέλιο». Εντούτοις, δεν γίνεται οι έννοιες του Είναι και του Μυστηρίου να γεννούν ριζική αμφιβολία, αμηχανία ή αγωνία και η απόδοσή τους σε μια συγκεκριμενοποιημένη/προσωποποιημένη αρχή να εξασφαλίζει παντοτινή εφησύχαση. Ούτε οι αγνοούντες γνωρίζουν το μέγεθος της άγνοιάς τους αλλά ούτε κι οι πιστοί θα έπρεπε να θεωρούν εαυτούς δικαιούχους της Θείας Χάριτος. Περιττεύει, τέλος, να υπενθυμίσουμε την παραδοσιακή σύνδεση της σοφίας και κυρίως της αγιότητας με τις ψυχικές ασθένειες. Τρέχα γύρευε.
Μετέχοντας, άρα, στο άγνωστο Όλον ως αδαή μέρη, ελλείψει επιβεβαιωμένης ετερότητας (άλλο μεταφυσικό περιβάλλον εκτός «προσιτού» κόσμου) και δεδομένης της ανυπέρβλητης σύμπτωσης γνωσιολογίας και οντολογίας, καθώς η αίσθηση/γνώση/ιδέα μας για τον κόσμο είναι αναπόφευκτα υποκειμενική και ανθρωπομορφική, είμαστε καταδικασμένοι σε παραλλαγές μονισμού που δικαιολογούν τα πάντα δίχως να διαλευκαίνουν τίποτα. Η αρμοδιότητά μας παραπέμπει εντελώς σε δικαίωμα αυτοϋπεράσπισης θύματος και καθόλου σε ετυμηγορία δικαστή. Μας αρέσει-δεν μας αρέσει, «η ψευδαίσθηση του ψευδαισθητικού κόσμου θα μπορούσε πάντα να μας συνοδεύει μέσα στον πιο πραγματικό όλων των κόσμων. Η πίστη στην πραγματικότητα του κόσμου μπορεί να μας συνοδεύει στον πιο ψευδαισθητικό από όλους τους κόσμους. Ο κόσμος ως ψευδαίσθηση και ο κόσμος ως πραγματικότητα είναι εξίσου αδύνατον να αποδειχθούν», σημειώνει εξαίσια ο ποιητής Antonio Machado. Ίσως, τελικά, «πραγματικότητα και μη πραγματικότητα είναι ψευδοέννοιες που δεν χρησιμεύουν σε τίποτα κι ούτε σημαίνουν τίποτα» (M. Szentkuthy). Εξάλλου, οι λόγοι διαχωρισμού πραγματικού/μη πραγματικού είναι αποκλειστικά πρακτικοί. Όσο για τα όνειρα και τις ψευδαισθήσεις, «είναι γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο, και υπό αυτή την έννοια είναι σαφώς πραγματικά» (L. Kołakowski). Είπαμε: αδύνατον να εξέλθουμε του κόσμου εν ζωή. Την ίδια στιγμή, αδύνατον να μείνουμε ακατάπληκτοι μπρος/μες στον κόσμο. Τελικά, η εξατομικευμένη συνείδηση φαντάζει μεγαλύτερο σκάνδαλο από την εκάστοτε συνθήκη ύπαρξης συνείδησης. Όπως και να ’χει, η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα σε πραγματικότητα και ψευδαίσθηση, σε ξύπνο και ύπνο, σ’ αυτόν τον κόσμο και τον άλλον, δεν δείχνει να απειλεί την εξοικείωση με το εκάστοτε status. Και κανένα επιμέρους στοιχείο ή φαινόμενο δεν δύναται να μην υπαχθεί σ’ ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, εξίσου αυθαίρετο, παράλογο, τέλειο ή ακατάληπτο. «Όσο αινιγματικά και αν είναι τα μυστήρια που περιβάλλουν την ύπαρξη, το πιο αινιγματικό και ανησυχητικό είναι ότι το μυστήριο γενικά υπάρχει» (L. Shestov). Και το μέγα σκάνδαλο έγκειται ακριβώς στην ακαταπληξία με την ύπαρξη αυτού του μυστηρίου, ή σκέτη την ύπαρξη, «άνευ μυστηρίου» –πράγμα αδιανόητο. Αλλά και με την ύπαρξη ως ευμενούς σεναρίου ex nihilo δημιουργίας. Διότι όσο στην καρδιά της απελπισίας υποφώσκει το όνειρο της διάψευσης άλλο τόσο στη ρίζα της ευχαριστίας φωλιάζει το δέος της αναξιότητας. Έχουν η πίστη και η απιστία και η ολιγοπιστία ένα βάρος δυσβάστακτο, μια τρέλα σχεδόν παράφορη. Κι αυτό το «σχεδόν» είναι που διασώζει το είδος, δίχως να ξέρουμε ποτέ τι συμβαίνει με πάσχον υποκείμενο.

