α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών / υλικών/ τεχνικής;
Είναι αδύνατον να θυμηθώ τι με έσπρωξε στη ζωγραφική, γιατί από πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα οκτώ, έλεγα σε όλους ότι θα γίνω ζωγράφος. Κάπως μεγαλύτερος, στη Β΄ Γυμνασίου άρχισα να διαβάζω για τον Βαν Γκογκ και τον Ντα Βίντσι. Τότε διάβασα και τα πρώτα μου μυθιστορήματα. Το Έγκλημα και Τιμωρία και τους Άθλιους. Το επόμενο βήμα έγινε το 1967, δεκαπέντε ετών δηλαδή, όταν πήγα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και άρχισα να σχεδιάζω. Έβλεπα τα παιδιά που προετοιμάζονταν για τις εισαγωγικές στη Σχολή Καλών Τεχνών να ζωγραφίζουν τα αγάλματα, και προσπαθούσα να πάρω ό,τι μπορούσα. Λίγο αργότερα άρχισα να δείχνω τα σχέδια που έκανα στον Πάνο Σαραφιανό, ο οποίος είχε φροντιστήριο. Το 1970 μπήκα στην Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γ. Μαυροϊδή και όποτε έβρισκα ευκαιρία πήγαινα δίπλα στον Μόραλη και τον άκουγα.
Εκείνη την εποχή έβλεπες πολύ λίγα πράγματα στην Αθήνα. Όμως το πάθος για τη ζωγραφική ήταν μεγάλο. Από τα αξιοσημείωτα γεγονότα μπορώ να θυμηθώ την έκθεση με Γάλλους ζωγράφους που είχε οργανώσει η Αίθουσα Τέχνης Αθηνών στο Χίλτον, τα χαρακτικά του Ρουώ στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Υπήρχε βέβαια η γκαλερί «Ώρα», η γκαλερί «Άστορ», οι «Νέες Μορφές». Πάντως η πρώτη-πρώτη έκθεση που είδα ήταν σε μία γκαλερί στην οδό Μέρλιν 8. Εκεί είδα για πρώτη φορά έργα του Φασιανού.
β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο: Ποιες τάσεις διακρίνετε;
Είναι δύσκολο να δώσει κανείς μία σαφή εικόνα για το τι συμβαίνει στον χώρο των εικαστικών στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο γενικότερα, δεδομένου ότι τα όρια μεταξύ των Τεχνών έχουν γίνει εξαιρετικά ρευστά. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα είδος έκρηξης, όπου τα πράγματα κινούνται προς άπειρες κατευθύνσεις.
Όσο για τον χώρο της «παραστατικής ζωγραφικής», όπως αδέξια προσπαθούμε να την ονομάσουμε, θα έλεγα ότι η Ελλάδα έχει ισχυρή παράδοση. Η απτικότητα που μας χαρακτηρίζει σε κάθε μας εκδήλωση, είναι μια συνθήκη ευνοϊκή για τη ζωγραφική, αφού και η ίδια είναι μια τέχνη της αφής. Γιατί η ζωγραφική είναι πιο πολύ «σώμα» απ’ ότι είναι «εικόνα».
γ. Υπάρχει κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;
Θυμάμαι μια φορά ήμουνα στο Μουσείο Πικάσο στο Παρίσι και είδα μια τάξη μαθητών, μικρής ηλικίας, να κάθονται μπροστά από ένα έργο του Πικάσο. Έργο αναρχικό, θα μπορούσα να πω, στη σύλληψή του. Τα παιδιά κρατούσαν στα χέρια τους έντυπα χωρισμένα σε τετραγωνάκια με ερωτήσεις στις οποίες οι μαθητές έπρεπε να δώσουν απαντήσεις. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε μεγαλύτερη αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα του έργου, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μελετηθεί, και στον εντελώς γραφειοκρατικό τρόπο προσέγγισης που επέβαλαν σ’ αυτά τα παιδιά.
Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα ως προς το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να πλησιάσουμε την τέχνη. Έχω παρευρεθεί, τυχαία, στήνοντας αφτί, σε πολλές βαρετές ξεναγήσεις όπου μου δόθηκε η ευκαιρία να συνειδητοποιήσω το πόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις για την τέχνη με τρόπο ουσιαστικό.
Είναι σίγουρο πως το έργο δεν γεννιέται μόνο του, αποκλειστικά στο εργαστήριο του ζωγράφου. Πολλά πράγματα προετοιμάζουν το έδαφος για τη δημιουργία του, όπως και πολλά πρέπει να γίνουν για την υποδοχή του από τον κόσμο.
Σπουδαίος είναι ο ρόλος της κριτικής και πολλά τα παράδοξα που τη συνοδεύουν.
Τις πιο ωραίες σκέψεις για την τέχνη τις έχω βρει στα κείμενα των ποιητών και των συγγραφέων, οι οποίοι έχουν οι ίδιοι και την εμπειρία της δημιουργίας αλλά και την εμπειρία της γλώσσας. Όταν καταπιάνονται με έργα άλλων γίνονται εξαιρετικά ουσιαστικοί. Βέβαια η κριτική, όταν θέλει να επιβάλλει κανόνες, όταν ασκείται ως εξουσία, δεν χαίρει ευνοϊκής αποδοχής.
Ενδεικτικά θα ήθελα να παραθέσω κάποιες σκέψεις του Ντελακρουά από ένα κείμενο που έγραψε το 1829 για την κριτική: «οι κριτικές που τυπώνονται από αμνημονεύτων ετών για τις καλές τέχνες παρουσίασαν πάντα αναπόφευκτες δυσχέρειες: Κατ’ αρχάς κάνουν τον κόσμο να χασμουριέται καθώς τέτοια κείμενα του φαίνονται πάντα σκοτεινά, γεμάτα με όρους των οποίων δεν ξέρουμε καλά τη σημασία, κουραστικών με μια λέξη, γιατί δεν αφήνουν παρά ένα αίσθημα ασάφειας μέσα στο μυαλό… Άλλωστε οι άνθρωποι της δουλειάς (του métier, δηλ. οι ζωγράφοι) αμφισβητούν σ’ αυτούς τους θεωρητικούς το δικαίωμα να ξιφουλκούν στον δικό τους χώρο και εις βάρος τους. […] Βλέπει (ο ζωγράφος) να ακονίζεται εναντίον του αυτό το φοβερό όπλο απέναντι στο οποίο δεν έχει στη διάθεσή του τίποτα που να τον προστατεύει, αυτήν την πένα της οποίας η χολή τον καίει μέχρι τα κόκκαλα. Όλα αυτά χωρίς να έχει τη θλιβερή παρηγοριά να ανέβει (κι αυτός) με τη σειρά του στο βήμα και να απαντήσει στον κριτικό με τον τρόπο του» (Ε. Delacroix, Ecrits sur l’art, Librairie Seguier, 2003, σελ. 11-17).
Πιο κάτω, προς το τέλος του κειμένου αναφέρει: «αυτοί οι άγρυπνοι φύλακες (οι κριτικοί) βρίσκονται εδώ για να σας πληροφορήσουν, εσάς, κοινό, πώς πρέπει να απολαύσετε, εσάς, μουσικοί, ζωγράφοι και ποιητές, για να σας καθοδηγήσουν πάνω στη σκηνή, με νήματα των οποίων κρατούν τις άκρες… Μη χάσετε το κουράγιο σας… Εάν νιώσετε να σας τραβούν με τρόπο βάναυσο από την αλυσίδα σας, είναι για να σας πληροφορήσουν ότι πάτε πολύ μακριά, ότι χάνετε τον σεβασμό, ότι σας λείπει η χάρις… Φιλήστε το χέρι αυτών των βεζίρηδων του κοινού […] αυτών των φυλάκων της τιμής της τέχνης».
δ. Πόσο επηρέασε την αγορά έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);
Η τέχνη δεν ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσανεξίας. Χωρίς τους τραπεζίτες της η Φλωρεντία δεν θα δημιουργούσε το θαύμα που ξέρουμε, ούτε η Βενετία θα είχε τον Τισιάνο και τον Βερονέζε χωρίς τον πλούτο και την ισχύ της. Η οικονομική κρίση λοιπόν έβλαψε την τέχνη. Όμως, όπως θα έλεγα σε άλλη ευκαιρία, χάρις στο πάθος των φιλοτέχνων και των συλλεκτών ποτέ δεν μας έλειψε το απαραίτητο κοινό στο οποίο μπορούσαμε να απευθυνθούμε. Όσο για την πανδημία, μπορεί να μου στέρησε τα μοντέλα μου, που για λόγους προφύλαξης δικής μου και δικής τους δεν καλούσα στο εργαστήριο, μου έδωσε όμως την ευκαιρία να επικεντρωθώ στα «εσωτερικά», τα οποία πάντα με ενδιέφεραν και που συνεχίζω να κάνω ακόμα.
ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Ζωγραφίζω αργά και κάνω λίγα έργα, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να συγκεντρώσω αρκετή δουλειά για μια έκθεση. Μια αναδρομική παρουσίαση όμως θα με ενδιέφερε.