Ήταν καλή και πονετική η όμορφη κόρη του Δία. Αγαπούσε τα ζώα με τα φωτεινά μάτια που κρύβονταν βαθιά στα δάση, τα ζωντανά και όσα θα γεννιόντουσαν, αγαπούσε τα ποτάμια και τα κατάσπαρτα χωράφια, την πλούσια συγκομιδή μιας γόνιμης γης και τα πτηνά του ουρανού που πετούσαν ψηλά στον καθαρό αέρα –αγαπούσε τόσο πολύ τον καθαρό αέρα. Ήταν καλή η Άρτεμις, αλλά θύμωνε όταν κάποιος (θνητός ή θεός, ήρωας ή άσημος) δεν άκουγε τα ζώα που υπέφεραν, τα άφωνα έμβια που πονούσαν· όταν κάποιος δεν νοιαζόταν που ολόκληρη η γη βοούσε από τον πόνο τους, απ’ άκρη σ’ άκρη.
Όλοι ήξεραν ότι μάζευε την οργή της, για όσο καιρό χρειαζόταν. Για να εκδικηθεί μετά.
Και βέβαια, αυτά τα λέγανε τα χρόνια τα παλιά. Τότε που μπορούσες να εξηγήσεις έναν ολόκληρο Τρωικό πόλεμο από τον θυμό της θεάς που αγανάκτησε γιατί ο Δίας έστειλε στους Ατρείδες σημάδι δυο αετούς, έναν ολόμαυρο κι έναν με άσπρη ουρά, και κατασπάραξαν ένα ετοιμόγεννο κουνέλι. Μα χίλια πλοία και χίλια πτώματα, χίλια ποτάμια αίμα επειδή ένα τρομαγμένο κι αδύναμο πλάσμα θυσιάστηκε για το κέφι ενός παντοδύναμου; Ναι. Γιατί αν δεν θυμώσει η Άρτεμις, έλεγαν παλιά, τότε ποιος θα θυμώσει; Αν δεν φοβηθούν εκείνην που δεν συγχωρεί, ποιον θα φοβηθούνε; Αλλά είναι παλιές ιστορίες αυτές, κι αν έχουν γίνει τώρα εκατομμύρια τα πτώματα και τα ποτάμια με το αίμα, κανένας δεν σκέφτεται πια ότι είναι Πότνια θηρών, η προστάτιδα των σπόρων που αποζητούν τη ζωή, που θύμωσε.
Γιατί σήμερα η θεά, το ξέρουμε όλοι, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής.
Πρώτον, γιατί δεν φέρνει ψήφους. Τα διάφορα συμπαθητικά κόμματα που έχουν στην ονομασία τους τη λέξη «οικολογικό» παραμένουν για τους ψηφοφόρους, στην καλύτερη περίπτωση, συμπαθητικά. Θα σκοτωθούν ποτέ κομματάρχες για να μπουν στις λίστες τους; Θα αλωθεί ποτέ το Καπιτώλιο επειδή έχασαν στις εκλογές; Θα εκδοθεί ποτέ φάτουα επειδή αμφισβητήθηκαν τα πιστεύω τους; Κι έπειτα, η βασίλισσα των βουνών και των ποταμών, η προστάτιδα των μικρών παιδιών, της μητρότητας, της αγνότητας και του τοκετού, η θεά του φεγγαριού, η Αοντία των ανέμων, η Λιμναία, η Ποταμία, η Δελφινία, η της αιώνιας αγνότητας και παρθενίας, πιο πολύ θυμίζει τώρα εκείνη τη μεσόκοπη μοναχική γυναίκα που βλέπουμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα ή τα καυτά αυγουστιάτικα βράδια στην έρημη πόλη να ταΐζει τα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς: να τα φωνάζει ψιθυριστά, σχεδόν ντροπαλά, κι εκείνα να τρέχουν καταπάνω της με σηκωμένες τις ουρές τους· θυμίζει περισσότερο εκείνην που κατεβάζει την προσεκτικά δεμένη σακούλα που θα ρίξει στον κάδο της ανακύκλωσης έχοντας μαζί της κι ένα μπουκαλάκι νερό για το γεράνι που πάντα ξεχνάει να ποτίσει ο γείτονας και περνώντας θα καθαρίσει και το γιασεμί που ανθίζει πεισματικά στον φράχτη του δρόμου· θυμίζει περισσότερο εκείνην που μεταξύ μας, στις παρέες μας, αποκαλούμε χαμογελαστά, καλοσυνάτα (αλίμονο, είμαστε καλοί άνθρωποι), αγάμητη.
Η Άρτεμις μπορεί να χαμογελούσε μ’ όλα αυτά. Αν και μάλλον όχι.
Η θεά δεν σχολίαζε. Δεν θα έβγαινε ποτέ, με το τόξο της σηκωμένο, να κουβεντιάσει για το πώς στη Γαλλία 100 περίπου πόλεις έχουν μείνει χωρίς νερό, και 62 από τους 96 νομούς έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση ανάγκης· πώς 8 από τις 14 περιφέρειες της Αγγλίας είναι σε απόλυτη λειψυδρία με απώλεια ως και 50% της αγροτικής τους παραγωγής· πώς η στάθμη του Πάδου στην Ιταλία μειώθηκε κατά δυο μέτρα και είναι πλωτός μόνο στο 1/10 της διαδρομής του· πώς στον Δούναβη, στη Σερβία, τα νερά υποχώρησαν τόσο που αποκάλυψαν σκελετούς γερμανικών πλοίων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· πώς η μέση θερμοκρασία στον Αρκτικό ανεβαίνει τέσσερις φορές πιο γρήγορα από τη μέση αύξηση στον πλανήτη[1].
Όχι, η θεά δεν σχολίαζε, ούτε προφήτευε. Δεν θα κράδαινε ποτέ, για παράδειγμα, τις επιστημονικές προβλέψεις για το πώς στα επόμενα τριάντα χρόνια η Μεσόγειος, η βόρεια Αφρική και η νοτιοδυτική και νότια Αμερική θα αντιμετωπίσουν ξηρασία όπως παρόμοια δεν έχει ξαναδεί ο πλανήτης[2], πώς το 2025 θα διψούν 2,8 εκατομμύρια άνθρωποι, πώς μέχρι το 2040 περισσότερες από 44 χώρες δεν θα έχουν, απλούστατα, νερό[3]. Όχι, η θεά δεν θα έμπαινε καν στον κόπο να τα πει αυτά –εξάλλου δεν είχε χρόνο για τέτοια, παραήταν απασχολημένη με το να προφυλάσσει και να τιμωρεί. Γιατί να, ας το ξαναπούμε: μάζευε την οργή της για όσο καιρό χρειαζόταν, για να εκδικηθεί.
Εμείς τώρα, βέβαια, είμαστε λογικοί άνθρωποι. Δεν πιστεύουμε, εννοείται, σε δωδεκάθεα κι επιπλέον αναπνέουμε (με κάποια δυσκολία είναι αλήθεια, σε ορισμένες περιπτώσεις) κάτω από τον ασήκωτο βράχο της ανημπόριας: τι μπορούμε να κάνουμε εμείς τελοσπάντων; Τα ακούμε, τα βλέπουμε στην τηλεόραση, αλλά μπορούμε εμείς να ελέγξουμε και να περιορίσουμε τις εκλύσεις αερίων και δηλητηριωδών ουσιών από τα εργοστάσια, από τις πολυεθνικές; Μπορούμε να φοβερίσουμε και να συνετίσουμε τους Κινέζους, τους Ινδούς, τους αρνητές, τους Τραμπιστές, όλους αυτούς τελοσπάντων που λένε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, ο πλανήτης δεν παθαίνει τίποτα, μην απατόμαστε με φαιδρότητες;
Σήμερα που η γη ολόκληρη σείεται και σπαρταρά μ’ έναν σπαραγμό που όμοιός του δεν έχει ξαναγίνει, μπορούμε κάτι να κάνουμε; Προλαβαίνουμε να πείσουμε τους κομματάρχες ότι τις ψήφους μας θα τις δούνε μόνον αν πάνε στα συμπαθητικά οικολογικά κόμματα, και μόνο αν αυτά τα κόμματα πάψουν να είναι απλώς συμπαθητικά; Προλαβαίνουμε να εξοπλίσουμε τους αγανακτισμένους όλων των πλατειών του κόσμου με τις άμεσες απαιτήσεις που χρειάζονται για να σταματήσει (στο παραπέντε; Είμαστε ακόμα στο παραπέντε;) η καταστροφή;
Τουλάχιστον ας δώσουμε στην αρχαία θεά το όνομα που της αξίζει: Φύση. Δεν είναι πρωτότυπο, σύμφωνοι, δεν είναι ποιητικό, αλλά σκοπός είναι να συνεννοούμαστε. Να ξέρουμε δηλαδή με τι έχουμε να κάνουμε. Γιατί είναι αυτή που τώρα, όπως και τότε και όπως και πάντα, δεν συγχωρεί· που μάζευε την οργή της για όσον καιρό χρειαζόταν, για να εκδικηθεί.
Και ήρθε τώρα η ώρα της.
[1] Έρευνα της εφημερίδας Guardian, 11.8.22.
[2] Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, Kreport 20.8.2022.
[3] Στοιχεία έρευνας καθηγητή Γ. Μανιάτη,εφημ. Καθημερινή, 19.8.2022.
