Βρισκόταν λέει σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο γεμάτο βρωμιές και υγρασία. Αυτό το μέρος πρέπει να ήταν κάτι σαν χειρουργείο γιατί παντού υπήρχαν αιχμηρά ιατρικά εργαλεία, ένα στενό σιδερένιο κρεβάτι, μικροσκόπια. Ένας αλλήθωρος, τριχωτός άντρας με λευκή ρόμπα την πλησίασε κρατώντας μια μακριά, ίσα με μισό μέτρο, λεπτή σύριγγα γεμάτη με ένα υπόλευκο, πηχτό υγρό. Αυτό το υγρό κατάλαβε πως ήταν σπέρμα και πως ο γιατρός είχε σκοπό να της κάνει κολπική ένεση. Δεν γινόταν αλλιώς. Αν ήθελε να κάνει παιδί, μόνο έτσι.
Πού να πει τα όνειρα που έβλεπε όλο και συχνότερα τελευταία!
Θα την πέρναγαν για τρελή, μήπως ήταν;
Τις προάλλες είχε δει την κοιλιά της φουσκωμένη, σχεδόν 9 μηνών. Χθες πάλι, είδε ότι έκανε τεστ και ήταν κάτι σαν έγκυος!
Πριν από μια βδομάδα είδε πως καθόταν σ’ ένα παγκάκι και ετοιμαζόταν να γεννήσει. Κάτι περιστέρια είχαν μαζευτεί γύρω απ’ τα ορθάνοιχτα, πλαδαρά πόδια της και κοιτούσαν.
Παντού μωρά. Παντού βυζιά με γάλα και τουμπανιασμένες κοιλιές.
Ένα απόγευμα (αυτό δεν είναι όνειρο) περπατούσε αργά στον δρόμο κι ενώ άκουγε ένα σκυλί που έκλαιγε κλειδωμένο σε κάτι σαν μπαλκόνι, βρήκε στα σκουπίδια ένα τσιμεντένιο κεφαλάκι μωρού. Το πήρε και καθώς ήταν αρκετά βαρύ έκανε τον διπλάσιο χρόνο μέχρι να επιστρέψει σπίτι της.
Τι σήμαιναν όλα αυτά; Τι θεϊκό σημάδι ήταν; Ποιος προσπαθούσε να της μιλήσει πέρα από τον ίδιο της τον εαυτό;
Άνοιξε αργά τα μάτια της. Δεν βιαζόταν. Μακάρι να είχε κοιμηθεί περισσότερο, ίσως και να έβλεπε, επιτέλους, αυτό το μωρό που όλο ερχόταν στα όνειρά της σαν ιδέα, σαν αίσθηση, σαν προάγγελος. Όμως το μωρό ποτέ δεν αποκτούσε μορφή.
Ήταν εκεί αλλά και δεν ήταν. Όλο ερχόταν, όλο θα ερχόταν, όμως δεν ερχόταν!
Καμία φορά μάλιστα τα στήθη της την έκαιγαν σα να πρήζονταν λιγάκι, έλεγε τότε πως να, πάλι θα βγάλουν γάλα, της υπενθύμιζαν ότι παρέμενε ένα απλό θηλαστικό. Άλλες φορές την πονούσαν οι ωοθήκες της. Ήταν τρομερό το πόσο ζωντανή την έκανε να νιώθει αυτός ο πόνος, που κάποτε την ενοχλούσε.
Σηκώθηκε αργά, πάντα αργά, από το κρεβάτι. Κοντοστάθηκε στην άκρη λίγο, τα παντζούρια ήταν κλειστά, θα τα σήκωνε σχεδόν ξεφυσώντας, να μπει φως. Θα άνοιγε το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο, οι κουρτίνες θα κινούνταν ελαφρώς. Έπειτα θα πήγαινε, σέρνοντας τα πόδια της, μέχρι την τουαλέτα. Θα κατουρούσε καυτά, θολά τσίσα, επίσης αργά, σχεδόν υπνωτισμένα, δεν είχε να πάει και κάπου πρωινιάτικα. Θα σαπούνιζε τα χέρια της με λευκό σαπούνι Μασσαλίας, ποτέ της δεν εκτίμησε τα κρεμοσάπουνα. Θα πήγαινε στην κουζίνα να φτιάξει κάτι σαν καφέ. Αν ήταν τυχερή, θα άκουγε τα κοτσύφια. Θα μασούλαγε αργά ένα μπαγιάτικο μουστοκούλουρο και θα σκεφτόταν. Τα χρόνια που πέρασαν, όλα όσα έζησε. Αν ήταν πολύ τυχερή, θα χτυπούσε κάποια στιγμή το τηλέφωνο. Θα το σήκωνε με το ελαφρύ τρέμουλο ερωτευμένου κοριτσιού και θα άκουγε από την άλλη γραμμή κάτι σαν κουτάβι.
«Καλημέρα γιαγιά», θα αναφωνούσε παιχνιδιάρικα, σχεδόν τσιρίζοντας, η νεαρή κοπελίτσα.

