Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Καρολίνα Μέρμηγκα

Κλικ, και Πέθανες

Ο Γιώργος Π. είναι αυτό που λέμε «δημόσιο πρόσωπο»· έχει παίξει σε ταινίες, στο θέατρο, στην τηλεόραση, έχει κάνει ραδιόφωνο και έχει γράψει βιβλία. Η εικόνα του (γιατί αυτό ξέρουμε, αυτό μπορούμε να ξέρουμε για κάθε δημόσιο πρόσωπο) είναι μιας επεξεργασμένης αισθητικής, μιας «εστέτ» ελαφρότητας –αν κάτι σημαίνει αυτό. Και, 78 χρονών πια, αναβλύζει χάχανα και τραύματα και σιωπές και συμφιλιώσεις περασμένων δεκαετιών, που μόνον όσοι τις διέσχισαν μπορούν ν’ αναγνωρίσουν. Δεν έχει σημασία. Αυτές ξέρει, με αυτές πορεύτηκε. Όπως και πολλοί άλλοι.

Ο Παναγιώτης είναι 48άρης ιδιωτικός υπάλληλος, οικογενειάρχης, φιλότεχνος· πιστεύει ότι γενικά είναι ενημερωμένος. Σίγουρα είναι κατά της βίας, ασυζητητί. Διαβάζει για τους χουλιγκάνους ποδοσφαιρόφιλους και κουνάει το κεφάλι με αποτροπιασμό, βλέπει στην τηλεόραση για τις γυναικοκτονίες και μουρμουρίζει «μα σε ποιον κόσμο ζούμε…» –έχει εξ άλλου μητέρα και γυναίκα και δυο κόρες και του φαίνεται αδιανόητο να τις πειράξει ποτέ κανείς, όπως του φαίνεται αδιανόητο ότι θα μπορούσε ποτέ ο ίδιος να είναι φασίστας ή μέλος συμμορίας που δέρνει ή βιαστής. Αν είναι δυνατόν. Ο Παναγιώτης είναι κάθετος κατά της βίας, απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Και η Μαρία, 35άρα, υπεύθυνη ορόφου σε μεγάλο πολυκατάστημα, single, το ίδιο. Εννοείται. Δεν έχει πειράξει ποτέ της ζωντανό πλάσμα. Είναι ζωόφιλη (έχει υιοθετήσει αδεσποτάκι) και φυσιολάτρης (ερασιτέχνης ορειβάτης), κι όταν βγαίνει με τις παρέες της τα βράδια στα μπαράκια μιλάνε για όλους αυτούς που δέρνουν και βιάζουν και σκοτώνουν σαν να μιλάνε για το Τζουράσικ Παρκ. Μα αυτοί οι υπάνθρωποι, υπάρχουν στ’ αλήθεια; Άλλος κόσμος, άλλος πλανήτης. Το ότι ζουν και αναπνέουν ανάμεσά μας τους φαίνεται αδιανόητο.

Ο Αχιλλέας, 60άρης, δουλεύει χρόνια σε γνωστό καφέ-εστιατόριο, στέκι διάσημων και άσημων, κουλτουριάρηδων και μη. Το βλέμμα του Αχιλλέα (αν κάποιος το κοιτάξει) μαρτυρά τα πόσα έχει δει και καταλάβει. Θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς υπερβολή, ότι τα έχει καταλάβει όλα. Δεν μιλάει πολύ γιατί δεν είναι η δουλειά του να μιλάει αλλά βλέπει, προβλέπει, και πολύ συχνά κάνει ότι παραβλέπει. Από καλοσύνη.

(Καλοσύνη. Είναι περίεργη η λέξη αυτή σ’ αυτό εδώ το κείμενο, δεν είναι ακριβώς εντός θέματος αλλά ούτε και ακριβώς εκτός.)

Η Μαρία και ο Παναγιώτης και ο Αχιλλέας δεν γνωρίζονται, έχουν διαφορετικές παρέες, διαφορετικές ζωές, αλλά φυσικά βλέπουν κι οι τρεις τηλεόραση και χρησιμοποιούν τα σόσιαλ μίντια: η Μαρία είναι, λόγω δουλειάς, συνέχεια στο ίνσταγκραμ, ο Παναγιώτης μπαίνει και τουίτερ για να παρακολουθεί αθλητικά και κάποια πολιτικά και, βέβαια, κι οι τρεις συναντώνται, σαν γραμμές που τέμνονται, στο φέισμπουκ: σ’ αυτήν τη γέφυρα όπου πηγαινοέρχονται πολλών ειδών άνθρωποι από και προς διάφορες κατευθύνσεις κουβαλώντας όλων των ειδών τις πραμάτειες.

Ο Γιώργος συχνάζει καθημερινά εκεί όπου δουλεύει ο Αχιλλέας. Τη μέρα που ο Γιώργος δεν ήταν καλά, ο Αχιλλέας το κατάλαβε αμέσως: τον είδε που περπατούσε αργά, σαν να τρίκλιζε, τον άκουσε που μιλούσε συρτά. Δεν είπε τίποτα, συνέχισε να κάνει τη δουλειά του, μόνο με το βλέμμα πρόσεχε μήπως μπορούσε κάπως να βοηθήσει –η βοήθεια, συχνά, δεν απαιτεί μεγαλόπρεπες κινήσεις.

Τα σημάδια είναι πάντα εκεί. Δεν χρειάζεται κάποια αυξημένη οξυδέρκεια για να καταλάβεις ότι κάποιος δεν είναι καλά. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη, αμείλικτη στοχοπροσήλωση για να κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Μ’ αυτήν ήταν εξοπλισμένο το τηλεοπτικό συνεργείο του πρωινάδικου που ενέσκηψε εκείνο το πρωί στο καφέ-εστιατόριο και άρχισε να «παίρνει συνέντευξη» από τον Γιώργο. Κάνοντάς του μια πιασάρικη, προκλητική ερώτηση απ’ αυτές που ζητούν απαντήσεις περιορισμένων λέξεων, που να λύνουν στο τσάκα-τσάκα ζητήματα που ταλανίζουν αιώνες τώρα νομικούς και φιλόσοφους· λίγες λέξεις, κατανοητές για τους ακροατές κι εύχρηστες για τους δημοσιογράφους –μακάρι να ψαρέψουν και είδηση, να βγει κι η εβδομάδα.

Τώρα μπορεί εσείς κι εγώ που δεν είμαστε δημόσια πρόσωπα, αν μια μέρα δεν αισθανόμασταν πολύ καλά (ή και καθόλου καλά) να αποφεύγαμε σαν το διάβολο ένα τηλεοπτικό συνεργείο πρωινάδικου που θα ερχόταν καταπάνω μας με τα μικρόφωνά του προτεταγμένα και την κάμερα σε πλάγια λήψη. Όταν δεν αισθάνεσαι καλά κινδυνεύεις να πεις ανοησίες και όταν τις λες σε τηλεοπτικά συνεργεία που είναι απεγνωσμένα για «είδηση», οι ανοησίες μπορούν να μετατραπούν από απλές σάχλες σε χημικά όπλα μαζικής εξόντωσης –και για τους άλλους, και για σένα. Όταν δεν αισθάνεσαι καλά συνήθως φοβάσαι ότι ο διάβολος θα το οσμιστεί (που πάντα το οσμίζεται) και θα τρέξει να σε ξεσκεπάσει και να σε ποδοπατήσει –θα κάνει δηλαδή τη δουλειά του. Η τηλεθέαση μυρίζει θειάφι, όλοι το ξέρουν αυτό. Το ξέρει κι ο Γιώργος φυσικά, όμως γι’ αυτόν ένα τηλεοπτικό συνεργείο είναι η μήτρα και το βιος του. Πώς να φοβηθεί και γιατί ν’ αποφύγει αυτό που τόσα χρόνια τώρα το χειρίζεται τόσο επιδέξια, που μια ζωή συναλλάσσεται μαζί του χτυπώντας σαν θηριοδαμαστής το μαστίγιό του μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο, μιαν αεράτη χειρονομία; Το ξέρει το παιχνίδι ο Γιώργος, το παίζει όλη του τη ζωή: πετάς μια προκλητική λέξη εδώ και μιαν υπαινικτική εκεί χωρίς να λες στην πραγματικότητα τίποτα –δίνοντας μόνον ό,τι χρειάζεται για να κάνουν εκείνοι τη δουλειά τους κι εσύ τη δική σου.

Μόνο που εκείνη τη μέρα, ο Γιώργος δεν μπορούσε.

Ο Αχιλλέας το είδε. Πλησίασε, προσπάθησε να το αποτρέψει. «Τι τον βάζετε τώρα τον άνθρωπο να λέει, δεν βλέπετε ότι τρώει;» διαμαρτυρήθηκε χαμογελαστά. Είδε, όπως όλοι, το βλέμμα το μπερδεμένο, το θολό, άκουσε, όπως όλοι, τα λόγια τα σερνάμενα, τα ακατανόητα. Τα ακαταλόγιστα. Κατάλαβε πόσο κούφια ήσαν, γιατί μέσα τους δεν βρισκόταν ο Γιώργος. Πόσο αχρείαστα είναι όλα αυτά, σκέφτηκε. Αχρείαστα; Μα ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν το τηλεοπτικό συνεργείο για να κάνει τη δουλειά του. Γρήγορα-γρήγορα μάζεψαν μικρόφωνα και κάμερες και έτρεξαν να παραδώσουν το υλικό στην εκπομπή. Και η εκπομπή γρήγορα-γρήγορα το έβγαλε στον αέρα.

Γρήγορα. Αυτό είναι το ζητούμενο. Γρήγορα, για να προλάβουμε ν’ αρπάξουμε την προσοχή όσων περνούν βιαστικά μπροστά από τις οθόνες τους πηγαίνοντας ν’ απλώσουν ρούχα ή να εισπράξουν τη σύνταξη ή να βρουν κάτι άλλο πιο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν. Γρήγορα, πριν από τις μεσημεριανές ειδήσεις –μακάρι να φτάσει και στις βραδινές. Γρήγορα. Και έτσι σαν σπίθα στα ξερά οι φλόγες ανάβουν και λαμπαδιάζουν κι απλώνονται. Στην τηλεόραση, στο φέισμπουκ, στο τουίτερ. Τα πλήκτρα παίρνουν φωτιά.

Ο Παναγιώτης το έμαθε από την πεθερά του, που το άκουσε ενώ σιδέρωνε: οι ξανθιές τηλεπαρουσιάστριες γουργούριζαν «Δεν το περιμέναμε από έναν τέτοιο άνθρωπο, μείναμε εμβρόντητες!» Σήκωσε το κεφάλι της από τη σιδερώστρα, το κούνησε απαξιωτικά, και το βράδυ είπε στην κόρη της, που το είπε στον άντρα της, ότι «εκείνος ο ηθοποιός, εκείνος ο περίεργος, ξεφούρνισε κάτι απίστευτα». Και ο Παναγιώτης αγρίεψε.

Το θεώρησε καθήκον του να αγριέψει. Αν δεν αντιδράσουμε εμείς, ποιος θα αντιδράσει; Τα ΜΜΕ που είναι όλα τους πουλημένα; (Δεν έχει σημασία που τα ΜΜΕ σ’ αυτόν απευθύνονται, σ’ αυτόν πουλούν, αυτός αγοράζει). Αίσχος. Ποιος είναι ο τιποτένιος που τολμάει να εκστομίζει τέτοια; «Κακό ψόφο να ʼχει το σιχαμερό σκουλήκι», μουρμουρίζει, «είναι επικίνδυνος, τα παιδιά μας ακούνε». Το σκέφτεται, του αρέσει που το σκέφτεται και το ανεβάζει στον προφίλ του –μαζί με φωτογραφία, εννοείται. Βροχή τα λάικ. Ο Παναγιώτης δεν συνηθίζει να εκφράζεται τόσο έντονα, είναι άνθρωπος ήπιος και πολιτισμένος, αλλά τώρα αισθάνεται καλά: γιατί ως πολίτης έχει μιαν ευθύνη, ως πατέρας επίσης, σε ποιον κόσμο θα ζήσουν οι κόρες του; Δεν αρκεί μια απλή ανάρτηση, εδώ χρειάζεται να δείξεις ποιος είσαι, ποιο είναι το ηθικό σου ανάστημα. Έχει έμπνευση, παίρνει φόρα: «Άνθρωποι σαν τον Γιώργο Π. ευθύνονται για όλα όσα συμβαίνουν σήμερα», γράφει. «Άνθρωποι σαν τον Γιώργο Π. δεν πρέπει να ανήκουν στην κοινωνία μας». Οι διαδικτυακοί του φίλοι αλλά και οι αληθινοί, από τη δουλειά, το γυμναστήριο, την ομάδα, παίρνουν τη σκυτάλη: ναι, η μάχη είναι δίκαιη, ας προστατεύσουμε επιτέλους την κοινωνία μας.

Κι ευτυχώς, είναι και μάχη εύκολη. Πληκτρολογείς, ανεβάζεις, τέλειωσες.

Και η Μαρία το πήρε είδηση, από το φέισμπουκ. «Το πήρε είδηση» σημαίνει ότι διάβασε σε ανάρτηση φίλου πως ο Γιώργος Π. (φωτο) είναι ένα επικίνδυνο σκουπίδι του οποίου τώρα, ευτυχώς, αποκαλύφθηκε η σαπίλα που έκρυβε τόσα χρόνια μέσα του. Αν τη ρωτούσε κάποιος, η Μαρία ίσως παραδεχόταν πως δεν είναι απόλυτα σίγουρη για το τι είπε ακριβώς ο Γιώργος· δεν το είδε, δεν το διάβασε verbatim, αλλά το νόημα το έπιασε. Αυτό έχει σημασία. Και το ότι έχει εμπιστοσύνη στους φίλους της του φέισμπουκ φυσικά –γιατί να μην τους πιστέψει; Ναι, η Μαρία είναι ευαίσθητη και κάποτε το ποτήρι της ευαισθησίας όλων μας ξεχειλίζει. Εξοργισμένη ανεβάζει κι εκείνη μια φωτογραφία του Γιώργου και από κάτω γράφει «να πάθεις καρκίνο, σου αξίζει». Σύμφωνοι, κάτι τέτοιο δεν την χαρακτηρίζει, δεν συνηθίζει να εκφράζεται έτσι, αλλά όλοι κάποτε ξεσπάμε όταν μας πνίγει η αγανάκτηση. Οι πολλοί φίλοι της (που κι εκείνοι δεν ξέρουν τι ακριβώς είπε ο Γιώργος αλλά της έχουν εμπιστοσύνη, τόσους κοινούς φίλους έχουν, αποκλείεται να κάνουν όλοι λάθος) βάζουν αμέσως λάικ και σχολιάζουν έξαλλοι. Κι έπειτα θυμούνται κι άλλα: μα δεν είναι αυτός, ο Γιώργος Π., για τον οποίο είχαν βγει κάποτε εκείνες οι φήμες; Για τότε που είχε πάει στη Ν. Υόρκη, ή για τότε που τον είχαν πιάσει να κάνει κάτι στη Μύκονο, τότε που κάποιος είχε γράψει κάτι –γι’ αυτόν δεν ήταν; Σίγουρα, γι’ αυτόν ήταν. Φτου. Ναι, να πάθει καρκίνο. Να πεθάνει το σίχαμα. Ιερή οργή.

Το θηρίο βγήκε από το κλουβί. Τέρμα οι θηριοδαμαστές, τώρα μιλάει αυτό.

Το όνομα του Γιώργου γίνεται μέσα σε λίγα 24ωρα συνώνυμο της ντροπής κι αγανάκτησης των ενάρετων. Όση φήμη δεν απέκτησε στα 78 του χρόνια με τη δουλειά του, την αποκτά σήμερα. Φήμη που απλώνεται σαν ανεξίτηλο μελάνι. Κι ο Παναγιώτης και η Μαρία και πολλοί-πολλοί άλλοι αισθάνονται δικαιωμένοι μαχητές μιας κοινωνίας πολιτών που δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω: αν κάποιος τους έλεγε ότι «λιντσάρισμα ονομάζεται η συνοπτική διαδικασία με την οποία ο όχλος προχωρά αμέσως και χωρίς καμία νομική παρέμβαση στην εκδίκαση ύποπτου και την άμεση και επί τόπου εκτέλεσή του», θα κουνούσαν το κεφάλι τους αδιάφορα: Ναι και λοιπόν; Τι σχέση έχει τώρα αυτό;

Κι έτσι ο Γιώργος δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.

Ο Γιώργος, που φυσικά δεν είναι μόνο δημόσιο πρόσωπο. Τι άλλο είναι; Μόνον εκείνοι που τον ξέρουν καλά θα μπορούσαν να απαντήσουν. Ίσως να μας έλεγαν ότι είναι κάποιος που δεν θα πείραζε ούτε θα πλήγωνε ούτε θα προσέβαλε εσκεμμένα ποτέ κανέναν, άνθρωπο ή ζώο. Έχει σημασία όμως; Την νοιάζει τη Μαρία και τον Παναγιώτη και όλους εμάς ποιος είναι πραγματικά ο Γιώργος; Αυτός ο για πάντα άγνωστος θα συνεχίσει να είναι αυτός που ήταν, οι άνθρωποι έτσι πορεύονται, από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής τους, με τα βασικά συστατικά τους· οι αρρώστιες, οι φθορές, οι ήττες, τα λάθη και οι πληγές χαράζουν σημάδια πάνω τους, αλλά ο πυρήνας δεν αλλάζει. Αλλά δεν μας αφορά πια ο Γιώργος που δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτίει τώρα την ποινή του στο κελί όπου τον βάλαμε. Αυτό που μας αφορά είναι η κοινωνία που θέλει να προστατέψει ο Παναγιώτης και η Μαρία, ο τρόπος της δηλαδή να πιστεύει ότι θωρακίζεται και αμύνεται. Ο τρόπος της αέναα να λοξοδρομεί.

Γιατί από κάπου αλλού ξεκίνησε. Το 458 π.Χ., για παράδειγμα, η θεά Αθηνά ίδρυε ένα δικαστήριο που θα υπηρετούσε «ούτε την αναρχία ούτε την τυραννία. Ανέγγιχτο από κάθε είδους επιθυμία για κέρδος, δικαιούται να παρακολουθεί και να προσέχει εκείνους που κοιμούνται, άγρυπνος φρουρός της χώρας» (Αισχύλου, Ευμενίδες). Ένα ανθρώπινο δικαστήριο που θα αντικαθιστούσε τον νόμο της εκδίκησης, θα επούλωνε τραύματα και έτσι θα εγκαθίδρυε τον ανθρώπινο πολιτισμό. Το περίφημο (δυσμετάφραστο) «Rule of Law». Τον 21ο αιώνα πάλι, στήθηκε ένα άλλο δικαστήριο: που ασκεί την εξουσία του με ανυπόγραφες συνοπτικές ετυμηγορίες και ποινές ακαριαίες κι αμετάκλητες, και με μοναδικά ένδικα μέσα το αλλοπρόσαλλο της μνήμης μας που πότε θυμάται και πότε όχι, αλλά κυρίως νομίζει ότι θυμάται. Και κυρίως τη λάσπη.

Κι έτσι εγκαθιδρύσαμε τη βία του πληκτρολογίου και του διασυρμού.

Η Μαρία κι ο Παναγιώτης συνεχίζουν να ζουν ενάρετα και πολιτισμένα. Κάνουν ό,τι μπορούν για να προστατεύουν άγρυπνα τις αξίες στις οποίες πιστεύουν, αξίες άξιες υπεράσπισης. Κι αν τους κατηγορούσε κάποιος για άσκηση βίας, η απορία τους θα ήταν γνήσια: βία, αυτοί; Αυτοί που την καταδικάζουν, απ’ όπου κι αν προέρχεται;

Και τα πρωινάδικα, τα μεσημεριανά και βραδινά νέα, οι ειδήσεις και οι δημοσιογράφοι συνεχίζουν τη δουλειά τους. Κάποιοι με προτεταμένα μικρόφωνα και μάτια κλειστά, άλλοι όχι. Κάποιοι για την είδηση κι άλλοι για την αλήθεια. Που δεν είναι πάντα το ίδιο, ούτε πάντα διαφορετικές.

Κι αν περισώζεται κάτι από «τον σεβασμό και το δέος για την ανθρώπινη αλλά και τη θεία δικαιοσύνη» που επικαλείτο τόσους αιώνες πριν η γλαυκώπις Αθηναία θεά του Αισχύλου, θα το βρούμε στο ήρεμο βλέμμα του Αχιλλέα. Που δεν σταμάτησε, κι ούτε θα σταματήσει ποτέ, να έχει στον νου του μήπως χρειάζεται κάτι ο Γιώργος εκεί όπου κάθεται μόνος του πια, με τους περισσότερους γύρω του να κάνουν ότι δεν τον βλέπουν. Συνεχίζει να του φέρνει τον καφέ του μαζί με ένα πείραγμα, ένα καλαμπούρι, σαν να μην έγινε τίποτα.

Μα ναι, δεν έγινε και τίποτα.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή