Κολάζ: Michael Augustin

Τιτίκα Δημητρούλια

Κριτική υπεράσπιση της λογοτεχνίας

Η συζήτηση για το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνικής κριτικής δεν διεξάγεται σήμερα μόνο στην Ελλάδα. Ανάλογος προβληματισμός υπάρχει σε πολλές χώρες, στον αγγλόφωνο και γαλλόφωνο κόσμο λόγου χάρη, με παρόμοιους αλλά και διαφορετικούς όρους, καθώς διαφέρουν τα κοινωνικο-πολιτισμικά συμφραζόμενα. Μιλάμε πάντα για τη λεγόμενη δημοσιογραφική και όχι για τη φιλολογική κριτική και το γενικό συμπέρασμα της συζήτησης είναι η διαφοροποίηση της λειτουργίας και του αντικτύπου της, σε συνάρτηση με την επικράτηση της βιβλιοκρισίας που λειτουργεί διαφημιστικά, συντονισμένη με τον λόγο των «influencers» των νέων μέσων. Θα ήθελα πάντως προκαταρκτικά να επισημάνω ότι ανέκαθεν υπήρχαν μορφές της δημοσιογραφικής κριτικής με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που προκαλούσαν ενστάσεις. Ο Γάλλος μεγαλοεκδότης του Τύπου Félix Juven κατέκρινε, λόγου χάρη, το 1903, τα ανούσια, όπως τα χαρακτήριζε, κριτικά κείμενα που αναδεικνύουν πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς ως καλύτερους από τον Μπαλζάκ, τον Μεριμέ και τον Φλωμπέρ, τονίζοντας παράλληλα ότι δεν κοροϊδεύουν κανέναν με τις φανφάρες τους. Αυτό δεν αναιρεί φυσικά το γεγονός ότι η οικολογία της κριτικής σήμερα αλλάζει, για λόγους που έχουν να κάνουν με την τεχνολογία αλλά και την πολιτική οικονομία των μέσων. Η σύνδεση όμως της κριτικής με τα μέσα είναι διαχρονική και οργανική και καθορίζει και τη δική της εξέλιξη –ας μην ξεχνάμε τη συνολική κρίση του δημοσιογραφικού λόγου.

Στις μέρες μας λοιπόν όντως πληθαίνουν οι βιβλιοπαρουσιάσεις με όρους προώθησης σε βάρος της κριτικής και ο διαδικτυακός σχολιασμός των like και των «βαθμολογήσεων» κερδίζει επίσης διαρκώς έδαφος όσον αφορά τις επιλογές των αναγνωστών. Τα νέα μέσα προβάλλουν συχνά μεγεθυμένα τα –υπαρκτά εντούτοις– κακά της έντυπης λογοτεχνικής κριτικής: υποκειμενισμός, ποικίλες εξαρτήσεις, κλίκες, για να αναδείξουν με τρόπο γενικό και απλουστευτικό την –υποτιθέμενη– αυθεντικότητα και ανεξαρτησία των διαδικτυακών κοινοτήτων, συγκαλύπτοντας τη δική τους πολιτική οικονομία: το Goodreads λόγου χάρη αγοράστηκε από την εισηγμένη στο χρηματιστήριο και ραγδαία αναπτυσσόμενη Amazon. Την ίδια στιγμή υπάρχει στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό μείωση των σελίδων του βιβλίου στις μεγάλες εφημερίδες και υποβάθμιση της ποιότητάς τους –αν όχι σε απόλυτες τιμές, τουλάχιστον σε σχέση με συγκεκριμένες περιόδους του παρελθόντος. Η εξέλιξη αυτή συναρτάται και προς τη σταδιακή εξάλειψη της επαγγελματικής κριτικής στις εφημερίδες, οι οποίες προσφεύγουν πλέον όλο και πιο συστηματικά όσον αφορά την κριτική σε άμισθους συνεργάτες. Στη συμβολή των εντεινόμενων αδυναμιών της κριτικής στις εφημερίδες, του πολιτισμικού φαινομένου της παρακμής των έντυπων περιοδικών και της μυθοποίησης της ανεξαρτησίας του διαδικτύου εντοπίζεται η υποχώρηση της σοβαρής λογοτεχνικής κριτικής. Θα άξιζε όμως ίσως να επανέλθουμε και στο ζήτημα που έθετε παλιότερα ο Νίκος Φωκάς, όταν έλεγε ότι δεν υπάρχουν κριτικοί γιατί δεν τους θέλουν οι δημιουργοί, καθώς σε μια κοινωνία χωρίς συγκεκριμένες πνευματικές και μορφωτικές προϋποθέσεις η κριτική δεν αντέχεται. Η εξέλιξη της κριτικής δεν είναι ανεξάρτητη από την εξέλιξη της λογοτεχνίας, της κουλτούρας και της κοινωνίας εν γένει σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Αυτό είναι τα γενικότερο πλαίσιο νομίζω και από τη σκοπιά αυτή το διαδίκτυο αποτελεί, υπό όρους, έναν νέο τόπο όπου μπορεί να αρθρωθεί ένας ελεύθερος, συγκροτημένος, ερμηνευτικός και αξιολογικός λόγος για τη λογοτεχνία, ο οποίος δεν βρίσκει τη θέση του στα έντυπα. Το σημαντικό δεν είναι ο τόπος, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτής της κριτικής, η οποία είναι πάντα υποκειμενική όσο και ιστορικά διαμορφωμένη ή, όπως ωραία το διατυπώνει ο σπουδαίος κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος «υποκειμενικώς αντικειμενική και αντικειμενικώς υποκειμενική». Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι, νομίζω, γνωστά σε όλους μας και παίρνουν ιδιαίτερη μορφή σε κάθε κριτικό και στον λόγο του. Τα συνοψίζω: ανεξαρτησία του κριτικού απέναντι σε όλα τα κέντρα εξουσίας και κριτική εστίαση στο κείμενο καθαυτό, όπως ζητούσε ο Δημήτρης Μαρωνίτης –ο Τέλλος Άγρας, τον οποίο εκτιμώ απεριόριστα ως κριτικό, έλεγε ότι η κριτική που δεν είναι ένα «απλό κριτικό χαμόγελο» πρέπει ν’ αρχίζει από το έργο κι όχι από το έντυπο· σφαιρική –αλλά όχι αναγκαστικά ακαδημαϊκή– παιδεία, που επιτρέπει στον κριτικό να τοποθετεί το έργο σε πολλαπλά συμφραζόμενα προκειμένου να το ερμηνεύσει· απλή γλώσσα, ώστε το κείμενό του να γίνεται κατανοητό από όλους τους αναγνώστες της καλής λογοτεχνίας –αλλά χωρίς η απλή γλώσσα να σημαίνει απουσία ύφους και ξύλινο λόγο· αυτοκριτική.

Ο κριτικός –πρέπει να– επιλέγει βασιζόμενος στη διαίσθησή του, να βαδίζει με την «εμπειρική μέθοδο της ιχνηλασίας» για την οποία έκανε λόγο η Νόρα Αναγνωστάκη, να ψάχνει πέρα από τα προφανή και προβεβλημένα για να εντοπίσει το σημαντικό, το καίριο, το υποσχόμενο, το διαφορετικό. Φυσικά, η κρίση του είναι επισφαλής και μπορεί να αλλάξει. Ένας αδέσμευτος κριτικός επανέρχεται στις ίδιες του τις κρίσεις, εάν και όποτε το κρίνει αυτό απαραίτητο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αδέσμευτος κριτικός δεν σημαίνει ότι αυτός δεν καθορίζεται από τις «προσωπικές αντιλήψεις και ευαισθησίες, το ‘γούστο’, εκλεκτικές συγγένειες», την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» αλλά και τις «απρόοπτες και μη νομοτελειακές στροφές της ανθρώπινης συνθήκης», για να θυμηθούμε και πάλι τον Ραυτόπουλο στην Κριτική της κριτικής.

Για μένα ένα βιβλίο, είτε πεζό είτε ποιητικό, είναι πάντα φόρμα και η φόρμα περικλείει το θέμα –στο οποίο τόσο στηρίζεται σήμερα η μιντιακή κατασκευή του «λογοτεχνικού γεγονότος»– και τη διαχείρισή του. Είναι επίσης προϊόν μιας ιδιοπροσωπίας αλλά και μιας συλλογικής οργάνωσης λόγου, ακόμη κι όταν διαρρηγνύει όλους τους ισχύοντες κώδικες και προσανατολίζεται προς το μέλλον. Δεν είναι μια μποτίλια στο πέλαγος. Ωστόσο, με δεδομένη την υπερπροβολή του προσώπου του συγγραφέα στις μέρες μας, θα συμφωνήσω με τον Philippe Lejeune ότι, για την κριτική τουλάχιστον, ο συγγραφέας –πρέπει να– είναι εξ ορισμού απών. Διότι στην καρδιά της κριτικής βρίσκεται η ουσιαστική, εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του έργου, η ανίχνευση των τρόπων πραγμάτωσής του και της λειτουργίας του.

Δεν θα σταθώ στην έκταση της κριτικής. Και σε 700 λέξεις μπορεί κανείς, με την κατάλληλη μέθοδο προσέγγισης, να μιλήσει απλά για την ουσία του έργου, που δεν είναι απλώς τι λέει, αλλά πώς το λέει, οι αφηγηματικές τεχνικές, η στιχουργική, τα σημασιολογικά δίκτυα, οι εκφραστικοί τρόποι, οι συνδηλώσεις, η μουσικότητα, οι εικόνες, η διακειμενικότητα και η διαλογικότητα, η συνομιλία του με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνίας και με τον κόσμο. Ή μπορεί και να μην πει τίποτα απολύτως, πέρα από ιμπρεσιονιστικές κοινοτοπίες και αφηρημένες γενικολογίες –στα πεζά, το αναδιατυπωμένο οπισθόφυλλο έχει την τιμητική του, στην ποίηση δυσκολεύει το πράγμα. Ο Νίκος Ξυδάκης, ως αρχισυντάκτη της Καθημερινής, μου δίδαξε πολλά για την απλή πραγμάτευση της πολυπλοκότητας και του οφείλω απεριόριστη ευγνωμοσύνη.

Η κριτική είναι όμως επίσης ζήτημα της κατά Άγρα και πάλι «κριτικής εμπνεύσεως» που γεννά το ίδιο το βιβλίο και η έμπνευση αυτή φυσικά και μπορεί να οδηγήσει και σε αρνητική κριτική, ειδικά όταν ο κριτικός διαπιστώνει την απόλυτη δυσαναλογία ανάμεσα στην ποιότητα ενός έργου και τη διθυραμβική υποδοχή του, όταν δηλαδή ένα έργο προβάλλεται παρ’ αξία ως αριστούργημα. Για τα απλώς περιττά βιβλία, συνήθως περιττεύει κι ο λόγος.

Δεν ξέρω για ποιον γράφει κριτικός, για τον εαυτό του, για τους αναγνώστες, για τους συγγραφείς. Μάλλον για όλους μαζί αλλά σίγουρα όχι για τους εκδότες, αφού δουλειά του δεν είναι να προωθεί κάποια καινούργια βιβλία, αλλά να υποστηρίζει τη λογοτεχνία καθαυτή, η οποία ειδικά σήμερα καλείται να καταλύσει την απλούστευση που εισάγει η πανταχού παρούσα «πληροφορία» και διαχρονικά μας επανασυνδέει βιωματικά με την πολυπλοκότητα του κόσμου και των ανθρωπίνων. Ο κριτικός λόγος, πάντως, αρθρώνεται πάντα μέσα σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό πεδίο, με τις αντιπαλότητες και τις συγκρούσεις του, τοποθετείται σε σχέση μ’ αυτές και συμβάλλει ιδεωδώς στην ενίσχυση της αυτονομίας του. Προσωπικά, θα ήθελα πολύ η κριτική να διανοίγει έναν χώρο ουσιαστικού διαλόγου, αλλά αυτό δεν είναι πάντα εύκολο.

Αυτά τα χαρακτηριστικά διαχωρίζουν πλήρως την κριτική από κάθε πρακτική βιβλιοπαρουσίασης που σχετίζεται με εξωλογοτεχνικά προτάγματα και οπωσδήποτε από το σχόλιο του διαδικτύου, με ή χωρίς βαθμολόγηση με αστεράκια. Η δε κρίση που διατυπώνει ένας κριτικός, τεκμηριωμένη όπως είναι από την ανάλυσή του, δεν έχει ανάγκη να εκφράζεται με υπερβολικούς επαίνους ή ψόγους. Κρίνεται δε πάντα και η ίδια, από τους αναγνώστες και τον χρόνο. Αυτή ακριβώς η επίγνωση υπαγορεύει στον κριτικό την ταπεινότητα στη δουλειά του, μια δουλειά που υπηρετεί την ανάγνωση της λογοτεχνίας και όχι την κατανάλωσή της. Αυτή τη δουλειά την έκαναν με αφοσίωση πολλοί άξιοι Έλληνες κριτικοί στο παρελθόν, την κάνουν εξίσου άξια κάποιοι άλλοι σήμερα, θα την κάνουν, ασχέτως συνθηκών, κάποιοι και αύριο και πάντα –ή εν πάση περιπτώσει για όσον καιρό θα υπάρχει και η λογοτεχνία. Είτε στο προσκήνιο είτε στις περιφερειακές ζώνες της κουλτούρας, που όμως επειδή ακριβώς είναι λιγότερο αυστηρά οργανωμένες, όπως έλεγε ο Γιούρι Λότμαν, γι’ αυτό είναι και οι πιο δυναμικές.

Κύλιση στην κορυφή