Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Κρυφό τσόκ

Είχα μια παλιά μηχανή Yamaha. To 2017, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων έκανε φτερά μπροστά απ’ το «Ντορέ». Μου την έκλεψαν μετά τις δύο, πού κλείσαμε. Σιγά-σιγά την ξέχασα.

Αλλά, από τότε, όλα μου πηγαίνουνε στραβά. Έκλεισα το μαγαζί –ύστερα χώρισα με την Ιωάννα, χωρίς ποτέ να καταλάβω γιατί.

Τρία χρόνια μετά, το 2020, μού τηλεφωνούν από την Αστυνομία Αριδαίας. Πιάνω ένα ταξί, τρέχω με άγχος και βλέπω τη μηχανή μέσα στο Τμήμα, σ’ ένα άδειο δωμάτιο, πλαγιασμένη δίπλα σ’ άλλα, κλεμμένα κουφάρια. Τη σηκώνω απαλά, τη βγάζω με προσοχή και την κατεβάζω απ’ τις σκάλες, κάτω, στο δρόμο. Την ακουμπώ στο πεζοδρόμιο. Στέκομαι και τη βλέπω λυπημένος.

Την ξαναβλέπω: μπα! Τρία χρόνια σε αχρησία.

Όλα τα κινητά μέρη συλημένα, πουλημένα. Μέχρι και η σέλα. Ο κινητήρας κατάμαυρος από τα ξεραμένα λάδια, χοιρινή τηγανιά.

Ανεβαίνω ξανά στο Τμήμα, ζητώ από τον αξιωματικό υπηρεσίας ένα πατσαβούρι. Ξανακατεβαίνω, αρχίζω να την ξεσκονίζω προσεκτικά. Δοκιμάζω να τη βάλω μπρος ηλεκτρονικά, κανονικά. Mπα, τίποτα. Ούτε και μέσα μου πιστεύω ότι θα πάρει.  

Αρχίζω να πατάω τη μανιβέλα με την ελπίδα μήπως γίνει κάτι. Σπάζω το πόδι μου (που λεν οι μηχανόβιοι) πατώντας επίμονα, ξανά και ξανά τη μανιβέλα. Τίποτα.

Ξαφνικά, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και γρυλισμούς του κινητήρα, τον νιώθω να κινείται. Γκαζώνω απαλά, ύστερα πιο δυνατά, πάλι απαλά. Τον ακούω να ζωντανεύει, να μουγκρίζει. Ύστερα να βρυχιέται. Να ανασταίνεται, να χτυπάει η μηχανική του καρδιά. Με παίρνουνε κάτι δάκρυα.

Κι ενώ ο κινητήρας δουλεύει ακανόνιστα, με διαταραγμένο ρελαντί και με μικρές διακοπές, ξαναπιάνω το πατσαβούρι. Φέρνω και λίγο νεράκι κι αρχίζω να ξεσκονίζω τη μηχανή αργά, συστηματικά. Την τρίβω γλυκά, με το πανί. Σιγά-σιγά, με το τρίψιμο, κάτω απ’ την κοιλιά, αποκαλύπτονται τα γράμματα:

 «YAMAHA ENDURO 350 – XT»

Φωνάζω ένα τρίκυκλο, τη φορτώνω και την κατεβάζω στη Θεσσαλονίκη. Τι ντροπή γι’ αυτήν. Την ανεβάζω στο διαμέρισμα, στον τρίτο, κρατώντας την όρθια μέσα στο ασανσέρ, σαν σε σιωπηλή, παρατεταμένη, ακίνητη σούζα προς τον ουρανό.

Έτσι, μισοπεθαμένη, τη βγάζω και την ακουμπώ πλαγιαστά στο μπαλκόνι. Στα κάγκελα. Κάθομαι κοντά της και πίνω έναν καφέ, αγναντεύοντας κάτω, την κίνηση στο δρόμο. Είχαμε πάει μ’ αυτήν στη Μυτιλήνη.

Για την ακρίβεια: πήγαμε με τη μηχανή και με την Ιωάννα. Πρώτες μέρες της γνωριμίας μας. Ιούνιος 2017. Είχαμε φτάσει μέχρι και στο απολιθωμένο δάσος.

Την έχω τώρα εδώ, στο μπαλκόνι. Κάθομαι δίπλα της. Σκέφτομαι να της αγοράσω καινούργια ανταλλακτικά. Υπολογίζω, όμως, ότι, τελικά, τα κομμάτια αυτά θα έχουν τριπλάσια τιμή από μια καινούργια μηχανή –ειδικά η εξάτμιση, είναι πανάκριβη.

Ίσως, λέω, και να μην υπάρχουν, πλέον, τα ίδια.

Απλώνω το χέρι, χαϊδεύω τα μισοξεφούσκωτα λάστιχα. Τα σκουριασμένα της φτερά. Κάποια στιγμή, όπως κάθομαι και τη χαϊδεύω, νιώθω στο χέρι κάτι περίεργο. Σκύβω και, για πρώτη φορά, βλέπω ότι δεξιά, κάτω απ’ το τιμόνι έχει κρυφό τσοκ.

Μπα, κρυφό τσοκ. Δυο χρόνια την οδηγούσα και δεν το είχα δει ποτέ. Σηκώνομαι. Κρυφό τσοκ. Έπρεπε να τη χάσω για να το βρω. Και, σκέφτομαι, αίφνης, ξανά, την Ιωάννα.

Βάζω πάλι το χέρι μου κάτω απ’ το τιμόνι. Το ξαναχαϊδεύω: ένα ανέγγιχτο, κρυφό τσοκ. Τόσα χρόνια και δεν το ʼχα δει, δεν το ʼχα αγγίξει ποτέ. Δεν το ʼχε δει ούτε η Ιωάννα.

Μπα. Θα την πουλήσω με συνοπτικές διαδικασίες.

Κοιτάζω πάλι, κάτω, την κίνηση.       

Κρυφό τσοκ.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή