Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

Χρήστος Τσιάμης

Κυνηγετική Λέσχη Αστοχούντων

Ι.

Τώρα που το φθινόπωρο είχε αρχίσει να βάζει μια τάξη στον ακατάστατο καιρό τού χειρότερου, ίσως, καλοκαιριού στη μνήμη, η μικρή παρέα είχε συναχτεί στο παραθαλάσσιο καφέ, το βραδάκι, να δροσιστεί με αύρες γλυκές και παγωμένες μπύρες. Η κουβέντα τους ήταν αραιή. Δεν υπήρχε ειρμός συζήτησης. Κάποιες διαπιστώσεις, εδώ κι εκεί, για τον περίγυρο (τον ανθρώπινο και τον φυσικό), και μακριές παύσεις προσωπικής ρέμβης προς τον ορίζοντα. Ώσπου τινάχτηκε ο Ντέμης σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Πάλι σκατά τα έκανε ο Παντελής! Είναι αδύνατο να τον εμπιστευθείς. Αυτός ο άνθρωπος σε τίποτα δεν στεριώνει…». Και τα κεφάλια των άλλων τριών στράφηκαν σαν αναζητούντες προβολείς προς το μέρος του.

– Τι έγινε πάλι; ρώτησε κάπως αδιάφορα η Αντιγόνη.

Ο Ντέμης γέμισε το ποτήρι του με αφρό, κατέβασε μια γεμάτη ρουφηξιά, σαν για να καθαρίσει το λαρύγγι του, και άρχισε:

– Να, ο μαλάκας, πάλι τα παράτησε. Είχαμε πει, μιας και πάμε για κυνήγι τελευταία όλο και πιο συχνά, να οργανώσουμε, οι τρείς μας, μια κυνηγετική λέσχη και να μαζέψουμε κι άλλους σιγά σιγά. Κι ενώ είχε συμφωνήσει, με πήρε σήμερα να μου πει να μην τον υπολογίζω, ούτε για τη λέσχη ούτε για κυνήγια από εδώ και στο εξής, γιατί «έχει μπλέξει»…

– Την έχει άσχημα ο Παντελής, τσόνταρε ο Ισίδωρος. 

– Πώς δηλαδή;

– Για άκουσε, ρε Ντέμη. Ο άνθρωπος έχει να θρέψει οικογένεια. Από τότε που τον εξαπέστειλαν από την εταιρεία έχει γίνει πολυτεχνίτης για να επιβιώσει. Από περιστασιακός λογιστής, μέχρι πωλητής ασφαλειών, ως και φορτοεκφορτωτής έχει κάνει… Άσε που έμαθα ότι αναγκάστηκε να πουλήσει και το παλιό δίκαννο, κειμήλιο απ’ τον πατέρα του.

Ο Ντέμης απάντησε με μια απαξιωτική έκφραση που προκάλεσε άμεση αντίδραση από την Αντιγόνη.

– Καλά, κι εσύ γιατί ζορίζεσαι για κυνηγητική λέσχη;

– Είπαμε να οργανωθούμε σαν σύλλογος μήπως έρθει κατά το μέρος μας και κανένα κονδύλι… από εκείνα τα Ευρωπαϊκά για περιβάλλον και οικολογία… θα βρίσκαμε έναν τρόπο, με τις κατάλληλες δραστηριότητες στο καταστατικό και με την απαιτούμενη φρασεολογία… άσε που, στο μέλλον, με καινούργια μέλη, θα μπορούσαμε να κάνουμε και γνωριμίες… πράγματα δηλαδή που στο τέλος θα βοηθούσαν και τον ίδιο τον Παντελή να ξεφύγει απ’ την κατάντια του.

– Σιγά, ρε συ, ο άνθρωπος το παλεύει, δεν είναι επαίτης…

– Επί πλέον, συνέχισε ο Ντέμης, πρόσθετε και μια τρίτη διάσταση στην εκδρομή, μια άλλη φωνή…Τώρα, το Σάββατο, δεν ξέρω πόσο θα αντέξω το μονότονο πινγκ-πονγκ της κουβέντας μου με τον Ισίδωρο…

Το συνοφρυωμένο βλέμμα του Ισίδωρου προς το μέρος του έκανε τον Ντέμη να βάλει τα γέλια, καθώς η Αντιγόνη εφόρμησε αμέσως με την ιδέα

– Να πάρετε τον Χρήστο μαζί σας αυτό το Σάββατο, και λύθηκε το πρόβλημα!

Ο Χρήστος που, με τα πόδια τεντωμένα είχε βυθίσει τις σκέψεις του στη σκοτεινή θάλασσα λίγο παραπέρα, ξαφνιάστηκε στο άκουσμα του ονόματός του και στρίβοντας προς την Αντιγόνη αποκρίθηκε ξερά

– Εγώ δεν είμαι κυνηγός.

Και η Αντιγόνη ενθουσιωδώς ξεκίνησε να ρίξει περισσότερο φως στη φαεινή της ιδέα.

– Ποιος είπε για κυνήγι; Εσύ θα προσθέσεις μια άλλη «διάσταση» στο ταξίδι, όπως είπε προηγουμένως ο Ντέμης. Με το ταλέντο σου, θα μπορούσες να κάνεις ένα ωραιότατο βίντεο… για την οικολογία του κυνηγιού!

– Δεν είναι άσχημη ιδέα, είπε ο Ισίδωρος που, καθώς είχε στρέψει την προσοχή του στο μπολ με τα φυστίκια, δεν είδε την κοφτή ματιά του Ντέμη κατά πάνω του.

ΙΙ.

Όταν πέρασαν να πάρουν τον Χρήστο δεν είχε ακόμα χαράξει. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Όχι όμως ήρεμοι. Ο συνωστισμός των αυτοκινήτων, που τα είχαν παρκάρει ασφυχτικά στα δρομάκια της γειτονιάς, πρόσδιδε στην ατμόσφαιρα μια αγριάδα. Η επιθετικότητα των μηχανών κρεμόταν εκεί σαν ένα σύννεφο έτοιμο να ξεσπάσει. Ο Χρήστος εμφανίστηκε στην εξώπορτα αναμαλλιασμένος, και με το ένα χέρι προτεταμένο με ένα τσαντάκι, με βήμα μηχανικό σαν υπνοβάτης, διέσχισε το πεζοδρόμιο ντουγρού για την πίσω πόρτα του μεγάλου SUV που την είχε ήδη ανοίξει ο Ισίδωρος. «Καλημέρα», του είπαν οι άλλοι δυο. «Δεν έκανα καλό ύπνο», απάντησε αυτός, «γι’ αυτό θα την ξαπλώσω λιγάκι εδώ πίσω. Ξυπνήστε με όταν φτάσουμε στο τοπίο…».

Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο μπήκε ένα αεράκι δροσερό, ανάμειχτο με τη μυρουδιά σβουνιών και σήμανε για τον Χρήστο εγερτήριο. «Πόσο κοιμήθηκα;» ρώτησε. «Κανά δυο ώρες», απάντησε ο Ντέμης. Τρίβοντας τα μάτια του κοίταξε απέξω και είδε πως διέσχιζαν έναν δρόμο αγροτικό, με τα τελευταία χωράφια καλλιέργειας εκατέρωθεν πριν αρχίσουν το ανέβασμα στο βουνό. Έβγαλε τη βιντεοκάμερα από το τσαντάκι και άρχισε το «έργο» του. «Μη χαραμίσεις όλο το φιλμ εδώ κάτω», ακούστηκε ο Ισίδωρος. «Έχει ωραιότατες θέες και πολύ πράγμα επάνω στο βουνό». Και τα λόγια του δεν άργησαν να επαληθευτούν. Κι ενώ οι άλλοι δυο αντάλλαζαν σχόλια εδώ κι εκεί με βάση ό,τι άκουγαν στο ραδιόφωνο, ο Χρήστος «κατέγραφε» ανελλιπώς το τοπίο γλιστρώντας στο πίσω κάθισμα από το ένα στο άλλο παράθυρο. Είχαν μπει για τα καλά στα ορεινά, δενδροφυτείες δεξιά και αριστερά και πουθενά πιά κανένα άνοιγμα. «Παιδιά, να κάνουμε μια στάση για κατούρημα;», πρότεινε ο Χρήστος χωρίς να σταματήσει το «τράβηγμα». Και σχεδόν στιγμιαία ο Ντέμης έφερε στην άκρη του δρόμου το αυτοκίνητο και είπε στον Χρήστο «Να, εκεί απέναντι. Μπες μέσα δυο τρία δέντρα βάθος. Όχι ότι έχει πολλή κίνηση εδώ πέρα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Να μη μείνεις εκτεθειμένος…» κατέληξε με έναν περιπαιχτικό χρωματισμό στα τελευταία λόγια του.

Καθώς ο φίλος τους διέσχιζε τον δρόμο για την απέναντι πλευρά, γυρίζει ο Ντέμης και λέει στον Ισίδωρο «Χρήστος, ξε-Χρήστος, υπάρχει πάντα σχέδιο!». «Σε ακούω», του λέει ο άλλος.

– Πρώτα από όλα, φρόντισα να τηλεφωνήσω στον Χρήστο χθες βράδυ και να του πω ότι θα ήταν επικίνδυνο να βγει κυνήγι μαζί μας στο βουνό, λόγω της απειρίας του και του φόβου κάποιων ερασιτεχνών που αποκαλούν τους εαυτούς τους κυνηγούς και κυκλοφορούν με όπλα. Τον συμβούλεψα, λοιπόν, να πάρει κάποιο μεγάλο βιβλίο μαζί του, για παρέα όσο θα μας περιμένει στο αυτοκίνητο.

– Καλή η αρχή. Για να ακούσω και τη συνέχεια…

– Είπα στον κυρ Απόστολο ότι θα πέρναγες εσύ από εκεί να πάρεις τους λαγούς γιατί εγώ έχω αναλάβει να ξεναγήσω στο βουνό έναν τουρίστα φίλο. Δεν θα βγούμε για κυνήγι σήμερα κι έτσι δεν θα χρειαστούμε το σκυλί.

– Εντάξει όλα αυτά. Για προχώρα όμως στα ζουμερά…

– Η μικρή θα κρατάει καρτέρι. Με το έτσι που βγεις στο ξέφωτο και σε δει, το σκάει από την πίσω πόρτα. Κι ενώ εσύ θα αγκομαχάς στον ανήφορο μέχρι το σπίτι –με το πάσο σου, ε;– αυτή θα έχει κατρακυλήσει στη δική μου αγκαλιά…

– Καλά, ρε συ, όλη αυτή η πλεκτάνη για να πηδηχτείτε σαν τα κουνέλια, μιας κι έξω!

– Γιατί βιάζεσαι; Στο σακίδιο έχω βάλει μια μπουκάλα ουίσκυ. Θα την φέρεις δώρο στον κυρ Απόστολο και θα του πεις να κάτσετε και να τα πιείτε μαζί, με κανένα μεζεδάκι, πριν πάρεις τον δρόμο της επιστροφής. Εξαρτάται από σένα λοιπόν πόσο χρόνο θα έχουμε στη διάθεσή μας. Εδώ που τα λέμε, με μια δεκαεξάρα σε κάψα και με το ελιξίριο τριγύρω της φύσης, η εκσπερμάτωση έρχεται από το πουθενά, ξαφνικά, σαν κομήτης…

– Θα σ’ το πω και πάλι. Από του χρόνου, γιατί δεν της βρίσκεις μια δουλειά ώστε να την έχεις δίπλα σου στην πόλη, αντί να τραβιόμαστε κάθε τόσο και λιγάκι στα βουνά…

– Α, φίλε…Εγώ πιστεύω ακράδαντα στον διαχωρισμό… πώς το λένε αυτό… μεταξύ θρησκείας και πολιτείας. Και ο έρωτας είναι το θρήσκευμά μου. Κι έρχομαι εδώ, στο ιερό της φύσης, για να δοξάσω τον θεό Διόνυσο και τη Σεμέλη τη μάνα του…

– Κάπου τα έχεις μπερδέψει, μου φαίνεται, στη μυθολογία…

– Δηλαδή;

– Ο Διόνυσος και η Σεμέλη δεν ήταν θεότητες του έρωτα.

– Μαζί δεν είχαμε δει εκείνο το έργο του Ευριπίδη… πώς το έλεγαν;

– Βάκχες.

– Ναι, ακριβώς, με όλα εκείνα τα όργια στα δάση…

– Κι έτσι έβγαλες το συμπέρασμα ότι αυτές ήταν οι θεότητες του έρωτα;

Τότε, είδαν τον Χρήστο να επιστρέφει απ’ το κατούρημα και άλλαξαν αμέσως κουβέντα. «Σκέψου ένα καλό μέρος να αφήσουμε το αυτοκίνητο και τον Χρήστο», είπε ο Ισίδωρος.

Ξαναμπήκαν στον δρόμο και συνέχισαν την ανηφόρα. «Ξαλάφρωσες ωραία ανάμεσα στα δέντρα;», απευθύνθηκε στον Χρήστο ο Ντέμης. «Μια μαγεία», απάντησε με λίγο τόνο ειρωνείας εκείνος καθώς απ’ το παράθυρό του κοίταγε μια ρεματιά που μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της στα δεξιά τους. «Αν το ήξερα όμως ότι υπήρχε ετούτη η ρεματιά θα προτιμούσα ένα κατούρημα μεγαλείο από ψηλά… όπως σε εκείνο το έργο του Φερνάντο Αραμπάλ, αν θυμάστε, όπου ο σκηνοθέτης φαντάζεται τον εαυτό του πιτσιρικά να κατουράει από έναν φάρο ψηλά τη μικρή του πόλη, και να μη σταματά, και το κάτουρο να γίνεται μια θάλασσα που πλημμυρίζει την πόλη σιγά σιγά και η στάθμη της ανεβαίνει απειλητικά, και ο μικρός να συνεχίζει απολαυστικά να κατουράει…»

– Θα υπάρχει κάποιο μεταφορικό νόημα, φαντάζομαι, είπε ο Ισίδωρος.

– Ναι, απάντησε, ο Χρήστος. Να πώς το εξέλαβα. Έχετε ακούσει την αμερικάνικη φράση «Pissed off», από το piss, το κατουράω; Δηλαδή, οι συμπολίτες του τον είχαν θυμώσει για κάποιον λόγο για τα καλά, κοινώς τού τα είχαν πρήξει, και έτσι κυριολεκτικά άνοιξε την κάνουλα του πούτσου του να τους πνίξει!

«Εδώ!», είπε ο Ντέμης, καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα μικρό πλάτωμα δίπλα στον δρόμο που έβλεπε προς τη ρεματιά. «Έχει και δάσος», είπε δείχνοντας τα δέντρα απ’ την απέναντι μεριά του δρόμου, «και θέα. Ελπίζω να έφερες κανένα βιβλίο για να περάσει η ώρα σου».

– Ναι, έφερα, απάντησε ο Χρήστος.

– Τι διαβάζεις;

Έγκλημα και τιμωρία.

– Αμάν! Και είσαι με τους εγκληματίες ή με τους τιμωρούς, για πες μας.

– Δεν ξέρω ακόμα. Θα σας πω όταν το τελειώσω.

Κατέβηκαν και οι τρεις τους απ’ το αυτοκίνητο, ξεφόρτωσαν σακίδια και όπλα οι δυο και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την πλαγιά. Τους ακολούθησε με τα μάτια ο Χρήστος, μέχρι που ένα κύμα κούρασης τον έστειλε πίσω στο αυτοκίνητο «για έναν συμπληρωματικό υπνάκο». Καθώς έγειρε στο πίσω κάθισμα, άκουσε ένα ελαφρύ γουργουρητό μηχανής.

Κι όμως, το ράδιο και η μηχανή του αυτοκινήτου ήταν σβησμένα. «Η βιντεομηχανή!», ξεφώνισε. «Την ξέχασα αναμμένη ο μαλάκας…ελπίζω να έχει μείνει λίγο φιλμ για να τους απαθανατίσω στην επιστροφή, με τα λάφυρα…».

ΙΙΙ.

Έχασε την «κάθοδό» τους απ’ την πλαγιά γιατί είχε απορροφηθεί στον βαθύ κόσμο του Ντοστογιέβσκι. Όταν τους άκουσε βρίσκονταν μόλις λίγα βήματα από το αυτοκίνητο. «Καλά, εσύ κούρνιασες στο αμάξι; Δεν επωφελήθηκες να κάνεις καμιά βόλτα, να αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα;», τον επέπληξε ο Ντέμης, καθώς του έδειχνε τα πτώματα των λαγών στο σακίδιο με τα μάτια τους γουρλωμένα. Από κυνήγι μπορεί να μην έκοβε γρι, αλλά είχε μάθει, από τον κυρ Απόστολο, πώς να γδέρνει τον λαγό για στιφάδο. Μια μέρα που ο σκύλος είχε βγάλει έναν λαγό και τον είχε πάρει από πίσω εν σπουδή στον κατήφορο, ο Ντέμης σημάδεψε με το όπλο εκεί που ένα σωρό πέτρες κατεβατός προηγήθηκαν του αγώνα δρόμου των δυο ζωντανών και πέτυχε… τον σκύλο, στα καπούλια του ευτυχώς. «Άσε», του είχε πει τότε ο κυρ Απόστολος. «Θα σου φέρνω εγώ λαγό. Και θα σου δείξω πώς να τον ετοιμάζεις για φαγητό».

Ήταν μεσημέρι όταν κατέβαιναν το βουνό, και ο Ντέμης πρότεινε να πάνε σε μια παραλία εκεί κοντά, να τσιμπήσουν κάτι και να πιούν κι ένα τσίπουρο. «Θαυμάσια ιδέα!», είπε ο Ισίδωρος. Λόγω εποχής, η παραλία ήταν σχεδόν άδεια και σ’ ένα τραπέζι εκεί δίπλα στη θάλασσα ο Ισίδωρος έκανε την πρόποση, «πάντα έτσι παρέα, με τα ωραία μας!» Μες στο καταμεσήμερο πήραν το δρόμο της επιστροφής. Ο Χρήστος παρατήρησε ότι η πινακίδα μπροστά τους έδειχνε ότι απαγορευόταν η είσοδος στον δρόμο εκείνο, μονής κατεύθυνσης. Και όμως ο Ντέμης συνέχισε.

– Ρε συ Ντέμη, είσαι παράνομος…

– Και ποιος θα εφαρμόσει τον νόμο εδώ; Κοίταξε γύρω και πες μου… Άσε που ο ισχυρός βασιλεύει… Θα τολμήσει κανείς να τα βάλει με αυτό εδώ το μεγαθήριο αυτοκίνητο;

– Το ζήτημα είναι άμα κάνει ο καθένας το χαβά του και κοιτάει να κοροϊδέψει το κράτος, τότε δεν θα έχουμε κράτος.

– Για ποιο κράτος μιλάς, ρε φίλε. Ποιος κοροϊδεύει ποιόν δηλαδή; Θα σου δείξω.

Και πάτησε γκάζι και σε λίγο έκανε μια απότομη στροφή, έξω από την άσφαλτο, σε έναν στενό χωματόδρομο που πήγαινε μέσα σε βάθος σε μια μεγάλη απλωσιά με χωράφια δεξιά κι αριστερά. Σταμάτησε σ’ ένα σημείο όπου ο δρόμος συναντούσε κάθετα έναν άλλον παρόμοιο αγροτόδρομο που επίσης δεν φαινόταν να έχει τέλος.

– Ρίξε μια ματιά και πες μου τι βλέπεις.

– Βλέπω ό,τι βλέπεις κι εσύ, χωράφια καλλιέργειας.

– Για ξανακοίταξε καλά, φίλε μου. Είμαστε στο σταυροδρόμι δυο άγαρμπων τομών που τους είπαν δρόμους. Που ορίζονται από τσιμεντένια αυλάκια καθ’ όλο τους το μήκος. Κάνε τον κόπο να τεντωθείς έξω απ’ το παράθυρο και να μου πεις αν βλέπεις στ’ αυλάκια νερό.

– Όχι, είναι άδεια, είπε αφού κοίταξε ο Χρήστος.

– Ακριβώς! Να σου πω λοιπόν τι έγινε. Πριν είκοσι χρόνια έδινε η ΕΟΚ κάτι αγροτικά κονδύλια. Κάποιος ντόπιος, όχι αγρότης, είδε την ευκαιρία για μάσα, είχε το μέσο με την κυβέρνηση τότε και πρότεινε έργα στην πεδιάδα που «θα βελτίωναν τη γεωργική παραγωγή κατά πολύ». Τα έργα θα απαιτούσαν αναδασμό. Δηλαδή, σου έπαιρναν τα χωράφια, «προσωρινώς», απ’ όπου ήθελαν να περάσουν δρόμους και αυλάκια, και στο νέο μοίρασμα σου έδιναν κάποιου άλλου τη γη μείον ένα δέκα τοις εκατό που ήταν η συνεισφορά σου στο έργο. Το περίεργο όμως ήταν ότι ο τόπος δεν έπασχε από παραγωγή. Είχαν άφθονο σιτάρι, καλαμπόκι και τριφύλλι. Κι έτσι αντιστάθηκαν οι χωρικοί. Έκαναν μπλόκα να σταματήσουν τα μηχανήματα, μη φτάσουν στα χωράφια τους και τους κατακερματίσουν τη γη. Και το κράτος έστειλε την αστυνομία. Ένα άλλο Κιλελέρ στην εποχή μας!

– Πότε έγινε αυτό; ρώτησε ο Ισίδωρος.

– Σας είπα, πριν είκοσι χρόνια. Και από τότε, σε ό,τι έμεινε ακέριο, παράγουν κάτι λίγα τριφύλλια. Γιατί όσο νερό είδατε εσείς σήμερα στα αυλάκια έχουν δει κι αυτοί. Γιατί ετούτα τα αυλάκια τα έχουν φτιάξει βλάκες. Τσιμεντένια και τόσο βαθιά, πώς να φέρουν νερό στα δίπλα χωράφια; Όσο για τα χιλιόμετρα τούτων των δήθεν δρόμων που άνοιξαν, αν ήταν να τους διασχίσεις από άκρη σε άκρη, θα ήταν το πιο μοναχικό ταξίδι στη γη… Κανείς δεν τους χρησιμοποιεί!

– Επί ποιας κυβέρνησης έγιναν όλα αυτά; ρώτησε πάλι ο Ισίδωρος.

– Δεν έχει σημασία, φίλε μου. Γιατί είκοσι χρόνια τώρα, και με διαφορετικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των δικών σου φίλων, αυτοί οι άνθρωποι εδώ έχουν δει το κράτος να τους παίρνει την περιουσία τους, με την υπόσχεση της ανακατανομής (μείον αυτά που τους κόστισε η μάσα των επιτήδειων), και ακόμη δεν έχουν λάβει κανέναν τίτλο για τα χωράφια που τους έχουν υποσχεθεί. Για πες μου λοιπόν, φίλε Χρήστο, ποιος κοροϊδεύει ποιον, εμείς το κράτος ή το κράτος εμάς;

Ο Χρήστος δεν έβγαλε λέξη όλη αυτή την ώρα. Ούτε και απάντησε στην ερώτηση. Μόνο συνέχεια μπαινοέβγαινε στο νου του μια αγγλική φράση, από τα λίγα πασαλείμματα που είχε από τα έργα του Σαίξπηρ, «something is rotten in the state of Denmark»… Η επιστροφή ήταν γενικώς σιωπηλή. Μόνο το ραδιόφωνο ακουγόταν. Σαν άφησαν τον Χρήστο στο σπίτι του, ο Ντέμης του ξεφώνισε, «αύριο έχει στιφάδο, εντάξει; Και μην ξεχάσεις να φέρεις για την Αντιγόνη της εκδρομής τη βιντεοκασέτα».

IV.

Χτύπησε το κουδούνι, και όταν άνοιξε η πόρτα τον υποδέχτηκε το πλατύ χαμόγελο της Αντιγόνης και η μυρουδιά μαγειρεμένου φαγητού. Άκουσε κουβέντα στο βάθος του διαμερίσματος και συμπέρανε πως είχε έρθει ήδη ο Ισίδωρος, ο οποίος τώρα εμφανίστηκε περπατώντας προς το μέρος του, προσφέροντάς του ένα ποτήρι τσίπουρο. «Έλα», του λέει, «να κάνουμε σπονδές στον θεό του κυνηγιού». Κάθισε μαζί τους στο λίβινγκρουμ, ενώ η Αντιγόνη κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Δεν άργησε όμως να ξαναεμφανιστεί κεφάτη και με το ερώτημα «Λοιπόν, θα δούμε το σκηνικό της χθεσινής σας περιπέτειας;» «Ναι, βεβαίως», είπε ο Χρήστος, και από μια πλαστική σακούλα που είχε αφήσει στο πόδι της πολυθρόνας του έβγαλε την κασέτα και μια μπουκάλα κρασί και της τα προσέφερε.

Στη μεγάλη οθόνη της τηλεόρασης άρχισε να ξετυλίγεται του βουνού το τοπίο με την ακαθόριστη υπόκρουση του ραδιοφώνου του αυτοκινήτου, συνοδευόμενη από κάποια επιφωνήματα της Αντιγόνης εδώ κι εκεί και από «ζωντανά» σχόλια-χαριτολογήματα για τη «σκηνοθεσία» από τους δυο του φίλους. Απ’ τη μεριά του, ο Χρήστος διαπίστωνε ότι θα ήταν ζήτημα χρόνου πριν το πράγμα αρχίσει να γίνεται βαρετό λόγω της επανάληψης του τοπίου. Και όντως, πρώτη η Αντιγόνη είπε ότι θα έπρεπε να αποσυρθεί στην κουζίνα για «τις τελευταίες πινελιές» στο φαγητό που ετοίμαζε, ενώ οι άλλοι είδαν ευκαιρία να βγουν στη μπαλκονοβεράντα για ένα τσιγάρο. Βγήκε και ο Χρήστος μαζί τους, ενώ στην οθόνη εξακολουθούσαν να εναλλάσσονται οι εικόνες που είχε καταγράψει η μηχανή του.

Εκεί που πέταγαν τις γόπες στις γλάστρες, ακούστηκε η φωνή της Αντιγόνης από μέσα «Κάντε άλλο ένα τσιγάρο. Θα μου πάρει λίγο ακόμα». Όταν τελικά ήρθαν μέσα, το φαγητό ήταν ήδη στο τραπέζι, η οθόνη ήταν σβηστή, και το ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλά κάτι ελαφρολαϊκά. Σταυροκοπήθηκε ο Ντέμης, λέγοντας «πάντα έτσι με αφθονία στα κυνήγια!». Οι άλλοι δυο φίλοι, με την πρώτη μπουκιά, είπαν «νοστιμότατο!», «τρέλα, Αντιγόνη!» και αυτή απάντησε «γεια στα χέρια σας». Τότε είπε ο Χρήστος, «τα εγκώμια ανήκουν στους δυο κυνηγούς», και η Αντιγόνη απάντησε «κι εσύ, Χρήστο, έκανες πολύ καλά τη δουλειά σου», «τα ψευτο-καλλιτεχνήματα;», σχολίασε αυτός κι εκεί έκλεισε η κουβέντα και το γεύμα συνεχίστηκε μεταξύ διαστημάτων σιωπής και κάποιων ανταλλαγών ανάμεσα στον Ντέμη και τον Ισίδωρο. Όταν σε κάποια στιγμή εξαφανίστηκε η Αντιγόνη για κάμποση ώρα, ο Χρήστος το εξέλαβε ότι είχε ίσως παρατεντωθεί η επίσκεψη και θα έπρεπε να «του δίνει» σύντομα. Φεύγοντας, ξαναεμφανίστηκε η Αντιγόνη και του έσκασε ένα αποχαιρετιστήριο φιλί με τρόπο που τον ξάφνιασε. Η εντύπωση κράτησε μέχρι που διαπίστωσε ότι δεν δούλευε το ασανσέρ και χρειάστηκε να κατέβει πέντε ορόφους με τα πόδια.

V.

«Έχω γίνει κοσμοκαλόγερος», μονολόγησε ο Χρήστος, καθώς σηκώθηκε απ’ το κομπιούτερ και τεντώθηκε. Είχαν περάσει κοντά δυο μήνες από την τελευταία φορά, σ’ εκείνο το τραπέζι, που είχε δει τους φίλους του και είχε μπει σε αυτή την περιπέτεια των αναζητήσεων στο διαδίκτυο, και των επακόλουθων αιτήσεων και άλλων τακτοποιήσεων, για τα άμεσα μελλοντικά του σχέδια. «Αλλά και οι άλλοι δεν είναι καλύτεροι… Καλά ο Ντέμης έχει γυναίκα, αλλά εκείνος ο μαγκούφης ο Ισίδωρος… μάλλον θα τρέχει πίσω από καμιά γκόμενα», αποτελείωσε τη σκέψη του καθώς σήκωνε στο αυτί του το τηλέφωνο.

– Γειά σου, Ισίδωρε. Πού εξαφανίστηκες, ρε μαλάκα;

– Look who is talking, απάντησε ο άλλος.

– Δεν έγινες μόνο ξένος αλλά και ξενόφωνος…

– Τι γίνεσαι; Τι γίνεται ο Ντέμης;… γιατί και αυτός έγινε άφαντος.

– Δεν άκουσες;

– Όχι, τι;

– Τον χώρισε τον Ντέμη η Αντιγόνη… δηλαδή έχουν μπει σε νομική διαδικασία.

– Σοβαρά; Τι συνέβη; Τις προάλλες δεν ήμασταν μαζί τους;

– Ακριβώς! Αυτό που συνέβη τις προάλλες!

– Δεν κατάλαβα.

– Πρέπει να τρέξω γιατί έχω ένα ραντεβού κι έχω ήδη καθυστερήσει ένα εικοσάλεπτο. Πήγαινε ρίξε μια ματιά στο τέλος του έργου που γύρισες όταν σε πήραμε στο κυνήγι και θα καταλάβεις… δες το κομμάτι όπου το φιλμ γίνεται μαύρο. Άντε γειά.

Αμέσως ο Χρήστος πήγε να δει την κασέτα. Την έκανε fast forward προς το τέλος, μέχρι που η γρήγορη αλληλουχία χρωμάτων στην οθόνη έγινε ένα συνεχές μαύρο ή κάτι σκοτεινά ακαθόριστο. Με μια δυο προσπάθειες μπρος πίσω βρήκε την αρχή εκείνης της μαύρης συνέχειας και πάτησε play. Μια μαυρίλα στην οθόνη και ανθρώπινες φωνές μαζί της. Ανέβασε τον ήχο και για το επόμενο πεντάλεπτο άκουγε τον Ντέμη και τον Ισίδωρο να συζητούν της εκδρομής τους το σχέδιο με τον κυρ Απόστολο, τους λαγούς, και την κόρη του. Πάτησε το Stop στο μηχάνημα, ετοίμασε ένα τζιν-τόνικ και βγήκε να καθίσει στο μπαλκόνι του. Στο νου του μοντάριζε την ακολουθία των εξής γεγονότων: στη βιασύνη του να βγει να κατουρήσει ξεχνάει να σβήσει τη βιντεοκάμερα… που αφημένη στο κάθισμα βλέπει προς τη γκρίζα φόδρα της πόρτας και ακούει και καταγράφει όλη τη συνομιλία των δυο φίλων του εν τη απουσία του… αρχίζουν να παρακολουθούν το βίντεο πριν το φαγητό στο σπίτι του Ντέμη… κάπου στη μέση βγαίνουν στη βεράντα για τσιγάρο, ενώ η ταινία συνέχιζε να παίζει… κάποτε, φαίνεται, φτάνει εκεί που αρχίζει η κουβέντα των δυο φίλων του για λαγούς… «και πετραχήλια», μπήκε στη σκέψη του κοροϊδευτικά… και το πιάνει το αυτί της Αντιγόνης…και τους λέει τότε να κάνουν ακόμα ένα τσιγάρο έξω μέχρι να τελειώσει… τώρα είναι εμφανές ότι δεν αναφερόταν στο μαγείρεμα η Αντιγόνη… και κατόπιν ο έπαινος της στο τραπέζι, «κι εσύ, Χρήστο, έκανες πολύ καλά τη δουλειά σου»… και το περίεργο αποχαιρετιστήριο φίλημα.

Τα συλλογιζόταν όλα αυτά καθώς έπινε το τζιν του και αυτό που έβρισκε περίεργο ήταν η αντίδρασή του. Καμιά οργή, ή αηδία, ή κάποιο άλλο έντονο συναίσθημα αποτροπής στο στήθος του. Μόνο στο μυαλό του μπαινοέβγαινε πάλι εκείνη η φράση του Σαίξπηρ. Τι σαπίλα που υπάρχει σε ετούτο εδώ το κράτος της Δανίας! Και σκέφτηκε, με χιούμορ, πως υπάρχει ελπίδα, αν αναλογιστεί κανείς πόσο ψηλά έχει φτάσει η χώρα της Δανίας σήμερα! «Με προοπτική αιώνων», σκέφτηκε γελώντας μέσα του, «υπάρχει και για εμάς ελπίδα.»

VI.

Τον Ντέμη τον συνάντησε τυχαία. Κυριολεκτικά, έπεσε επάνω του. Έτρεξε στη διάβαση, καθώς το φανάρι της κυκλοφορίας είχε αλλάξει, και σκούντησε επάνω του στο πεζοδρόμιο, όπου εκείνος περίμενε να έρθει ταξί στην άδεια πιάτσα.

– Βρε, βρε, βρε… χρόνια και ζαμάνια…

– Τι γίνεσαι, ρε Ντέμη, χάθηκες!

– It takes two to tango, του απάντησε εκείνος, με χάρη.

– Έχεις δίκιο.

– Έμαθα όμως από τον Ισίδωρο ότι είσαι πολύ απασχολημένος… με κάτι αιτήσεις για το εξωτερικό. Είναι αλήθεια;

«Χμ! έχει μιλήσει ήδη στον Ισίδωρο», σκέφτηκε ο Χρήστος. «Να του έχει μεταφέρει άραγε εκείνος όλη μας την κουβέντα; Δεν θα του πω τίποτα για την Αντιγόνη. Ας το αναφέρει αυτός.»

– Ναι. Αποφάσισα, τώρα πίσω πίσω, να ξεκολλήσω από εδώ και να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό.

– Ποτέ δεν είναι αργά. Και σε ποιόν κλάδο ακριβώς;

– Στη Διοίκηση Επιχειρήσεων σύμφωνα με τις αρχές του sustainability. Είναι ένας καινούργιος κλάδος διοίκησης, αν έχεις ακούσει, με γνώμονα το περιβάλλον.

– Βεβαίως! Αυτό ακριβώς που χρειάζεται ετούτος εδώ ο τόπος!

Ο Χρήστος δεν κατάλαβε αν όντως το εννοούσε αυτό το τελευταίο ή αν το έλεγε ειρωνικά ο φίλος του, ο φίλος που η προσοχή του ήταν διασπασμένη ανάμεσα στη συνομιλία τους και στο καραούλι που φύλαγε για ένα ταξί, που μόλις αυτή τη στιγμή έκανε την εμφάνιση του.

– Χρήστο, τα ξαναλέμε σύντομα, είπε βεβιασμένα ο Ντέμης δείχνοντας προς το ταξί.

– Γειά χαρά, απάντησε εκείνος κι έστριψε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Πριν μπει στο ταξί, ο Ντέμης έκανε λίγο προς τα πίσω και εναπόθεσε το μισοάδειο κουτί της Κόκα Κόλας του στο μαρμαρένιο περβάζι του χαμηλού τοιχίου γύρω από το δέντρο που ήταν πλησίον. Μια δέσμη ήλιου τρύπωσε μέσα από τις φυλλωσιές και φώτισε τον κόκκινο αλουμινένιο κύλινδρο πάνω στο λευκό μάρμαρο δίνοντάς του κύρος. Στο πι και φι το κουτί της Κόκα Κόλας το σήκωσε το ισχνό, ηλιοκαμένο χέρι ενός ρακένδυτου, που συνέχισε να κατηφορίζει το πεζοδρόμιο πίνοντας γουλιές απ’ το ζεστό, πιά, αναψυκτικό. Λίγο παρακάτω ήταν ένας ανοιχτός κάδος σκουπιδιών και το εξαπέστειλε με δύναμη προς τα εκεί. Αστόχησε όμως. Και το άδειο κυλινδρικό κουτί άρχισε ένα κατρακύλημα αναρχικό και θορυβώδες μέσα στη δίνη τής λεωφόρου.

                                                                                       Άμστερνταμ, Σεπτέμβριος 2022

«Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω
πως είμαι παρείσακτος
και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα»
Κύλιση στην κορυφή