Τι είναι ο Τζόνι, ρε πούστρες; Σαν κι εσάς; Γελάω, ρε! Που πήγατε και πέσατε ένας ένας σαν τα κοτόπουλα! Μπιγκ ντιλ, ρε μαλάκες, μπιγκ ντιλ, της μαγνητικής το κάγκελο, ενηλικιωθείτε, γαμώ τα πουστράκια σας, στρατό δεν πήγατε; Ο άλλος λέει «Πάρε, καλού κακού, μισό λεξοτανίλ προτού μπεις», τον πιάσαν, λέει, κάτι ταχυπαλμίες στο Θεό, «Σαν να μπαίνεις σε φέρετρο, από παντού κλειστά, η μύτη σου κολλάει στην οροφή, σου βάζουν τα χέρια σταυρωτά κι αγγελάκια μες στ’ αυτιά σου να τραγουδούν. Είδα την κηδεία μου, ρε μαλάκα, όλα τα είδα, δέκα φορές τους έκοψα, απ’ το παράθυρο θα με πέταγαν, “Καλύτερα να ’ρθείτε ξανά από βδομάδα, κύριε, οπωσδήποτε να περάσετε από ψυχίατρο πρώτα να σας γράψει κάποιο ηρεμιστικό”». Θα γυρίσουν, ρε, και θα πουν στον Τζόνι τέτοιο πράγμα; Εντάξει, όλοι αρρωσταίνουν, σ’ αυτό τι να πεις; Η πλάσις. Αλλά άλλο πλάσις κι άλλο κλάσεις, σωστός; «Έλα, έλα μια χαρά θα τα πας» πετιέται ο άλλος και με χτυπάει στην πλάτη. Σου είπα, ρε, ότι χρειάζομαι παρηγοριά; «Σε μια ωρίτσα θα ’χεις τελειώσει, καφέ θα πίνεις στην πλατεία!» Ε ρε, κάτι όντα, τον Τζόνι πας να παρηγορήσεις; Μια και το ’φερε η κουβέντα το ’παμε, κουβέντα κάναμε, ότι αύριο, παίδες, μπαίνω για μαγνητική, όχι ότι είχα καμιά πρεμούρα, άλλοι επέμεναν, ο γιατρός, η Γωγώ, η μάνα μου, «Μην κι είναι κάτι σοβαρό!» Για τις γυναίκες πάω, να μη μου ζαλίζουν τα ούμπαλα, συνεννοούμαι μια χαρά με το εντεράκι μου εγώ. Λοχίας με αρμοδιότητες επιλοχία, τυχαία τα δίνουν τα γαλόνια; Αραιά και πού μόνο με πιάνει, ε, κάθομαι στον θρόνο λιγάκι παραπάνω, τι έγινε; Σφίγγω τα δόντια για όσο χρειαστεί και περνάει, θέμα θα το κάνουμε;
Πάω, που λες, την άλλη μέρα, ξαπλαρώνω, τεντώνομαι, άραξα ωραία, γυρνάει τώρα αυτή, αφού μ’ έδεσε, «Κρατήστε κι αυτό το μπαλονάκι στην χούφτα σας, σ’ επείγουσα ανάγκη το πατάτε και τρέχω». Προτού με παραχώσει και φύγει, μου φοράει και τ’ ακουστικά στο κεφάλι, νάις λέω θ’ ακούσουμε και μούζικα, πατάει πλέι, βγαίνουν κάτι ύμνοι της καθολικής, δεν μου ’πεσε άσχημα, έκλεισα τα μάτια, χαλαρός σαν σε μασάζ, μου ερχόταν ένας ύπνος γλυκός γλυκός, ήμουν και ξενυχτισμένος, ώσπου ακούστηκε ο πρώτος γδούπος και τινάχτηκα, να σου γαμήσω, ντάπα ντούπα το κωλομηχάνημα μες στα μηνίγγια, πού να κοιμηθείς, το ξέγραψα, άρχισα να βαριέμαι, να ξύνομαι, κάτι ήχοι σαν μπουρμπουλήθρες, σαν εκρήξεις, σαν πυροβολισμοί, σαν ποδοβολητά αλόγων, πότε το πήγαινε έτσι πότε αλλιώς, ντι ντι ντι σαν δυο εξωγήινοι που τα βρίσκανε μεταξύ τους, σαν να έριχνε ο ένας τους χαστουκάκια στον κώλο του αλλουνού, γέλαγα μόνος μου, τους μαλάκες έλεγα, μ’ αυτό το λούνα παρκ τα ’παιξαν;
Κράταγα στη χούφτα μου το μπαλονάκι, πιεζόμουν μην και γελάσω τρανταχτά και φάω παρατήρηση, η άλλη είπε να είμαι ήσυχος, θα είχε τον νου της πίσω απ’ την τζαμαρία, «Ήρεμες ανασούλες θα παίρνετε», λείο σαν μικρό αχλάδι, σαν το βυζί της, το μπαλονάκι, το βυζάκι της κράταγα τώρα στη χούφτα μου, λείο, ίσα που να γλιστράει στο χέρι, «Ρηχές μόνο ανασούλες», μέλι η φωνούλα της απέξω, «Απαγορεύεται να κουνηθείτε!», ξαφνικά πήρε το αυστηρό της, αγρίεψε, ούτε εκατοστό δεν θα κουνηθώ κούκλα μου, ούτε χιλιοστό για χάρη σου, μανάρι μου, «Ακίνητος!», έβγαλε το μαστίγιο, ναι αφέντρα μου, «Μάλιστα θα λες», μάλιστα αφέντρα μου, ρηχές μόνο ανασούλες, ό,τι πεις, γκντουπ γκντουπ άρχισαν πάλι οι δονήσεις, μια ανατριχίλα μ’ ανέβαινε από χαμηλά, έπαιζαν οι Μπαχ και οι Μπετόβεν, δεμένος με ιμάντες στο έλεός της, τακ-τακ-τακ, τακ-τακ-τακ, καβάλα στ’ άλογό της ξέστηθη η Αμαζόνα με το βυζί-αχλάδι όρμησε στον ναό μέσα, «Ακίνητος είπα, ούτε εκατοστό!», χτύπαγε στον αέρα το μαστίγιο, «Ρηχές μόνο ανασούλες», γλύκαινε για λίγο το προσωπάκι της κι αμέσως πάλι «Αλτ! Αλτ!» διέταζε, στρατιωτάκι της παντελώς ακίνητο στην κάσα του οριζοντιωμένο, με τον ατίθασο μικρό Τζόνι μόνο στο καβάλο να πάλλεται σαν χοντρόφιδο, «Ούτε ένα εκατοστό! Μην τολμήσεις, μη τυχόν!», το χέρι μου στο βυζί της, «Αλτ! Αλτ!», τολμώ κι αγγίζω, ίσα που αγγίζω την ρόγα της, στην μπάντα όλα τα κομάντα, πούστηδες κότες, ο Τζόνι έρχεται-φτάνει, τρέξτε οι αγάμητες, ο Τζόνι σάς ζουλά τ’ αχλάδια, μπιπ μπιπ μπιπ, επείγουσα ανάγκη για εκτόξευση, κράουουου, σας γαμώ ολονών τα φέρετρα!
/ λαγνεία

