Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης

Γιώργος Κεντρωτής

Μαγειρική και μετάφραση

Για τη μαγειρική (την οψοποιϊκή τέχνη) ως τέχνη καθαυτήν, αλλά και στη σχέση της με τις άλλες τέχνες και τον εν γένει φιλοσοφικό στοχασμό έχει κάνει πολλές φορές λόγο ο Πλάτων. Ιδίως στον Γοργία του υποστηρίζει ότι η ρητορική και η οψοποιία εντάσσονται στο πρόγραμμα της κολακείας και αποσκοπούν στην ικανοποίηση και στην ευχαρίστηση: Η ρητορική κολακεύει το ακροατήριο, η οψοποιία τον άνθρωπο που τρώει. Με τον τρόπο που ο οψοποιός παρασκευάζει εδέσματα και αρτύματα ευχάριστα και κολακευτικά στη γεύση, πλην όμως συχνά βλαβερά στην υγεία, έτσι και η ρητορική παρέχει στα ακροατήρια ευχαρίστηση και τέρψη με αποτελέσματα βλαπτικά στην υγεία της ψυχής.

Για τη σχέση της μετάφρασης με τη ρητορική (και ιδίως με τον κικερώνειο πενταμερή διαχωρισμό της σε εύρεση, τάξη, λέξη, μνήμη και υπόκριση) έχει κατά καιρούς γίνει εκ μέρους μου λόγος και στις έντυπες και στις ηλεκτρονικές σελίδες του Φρέατος[1]. Ενημερώνοντας τον αναγνώστη ότι θα παρακάμψουμε την πλατωνική μομφή της «κολακείας» ως κακίας του λόγου, στο τρέχον σύντομο σημείωμά μας θα ανιχνεύσουμε αδρομερώς τη σχέση της μετάφρασης με τη μαγειρική τέχνη.

Μια τυπωμένη συνταγή μαγειρικής κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ως «πρωτότυπο» που καλεί τον μάγειρα να το «μεταφράσει». Πώς; Μα δια της εκτελέσεως των οδηγιών! Στις συνταγές φαγητών και γλυκών αναγράφονται πολλά –το ελάχιστο περιεχόμενό τους όμως αναφέρεται στα υλικά και στον τρόπο παρασκευής. Οποιοδήποτε άλλο στοιχείο (συνήθως ιστορικού ή πολιτιστικού χαρακτήρα) συντρέχει στο να κατανοηθεί το τι των υλικών και το πώς της παρασκευής.

Ο μάγειρος, αφού συγκεντρώσει τα υλικά, καλείται να αποκωδικεύσει την ξενότητά τους (μιας και η συνταγή δεν συντάχθηκε από τον ίδιον, αλλά από άλλον) και τις εξ αυτής εντολές. Καλείται να εκτελέσει τη συνταγή, να μαγειρέψει. Αν είναι Έλληνας και δεν μπορεί να βρει κάποιο από τα υλικά μιας περσικής συνταγής, στη θέση της θεωρητικής ισοδυναμίας θα παρεισαγάγει την αναλογία: δεν διαθέτουμε στην Ελλάδα τόσα ρύζια, όσα μπορούμε να βρούμε στο Ιράν, ούτε τόσα μυριστικά ή καρυκεύματα. Αναγκαστικά εκ των ενόντων, λοιπόν, θα μεταφράσει/μαγειρέψει. Μήπως αυτό, όμως, δεν γίνεται συνήθως και στις μεταφράσεις; Μήπως οι παροιμίες, φέρ’ ειπείν, τα λογοπαίγνια και οι βρισιές δεν προσαρμόζονται αναλογικά στα κρατούντα στη γλώσσα αφίξεως; Το ίδιο δεν συμβαίνει, άλλωστε, και με την επιλογή και την ακολουθία των χρόνων, όταν ο γερμανικός παρατατικός, αίφνης, εμφανίζεται μεταφραζόμενος ως επί το πλείστον ως ελληνικός αόριστος; Για δε τη σύνταξη ούτε λόγος!

Πολλές φορές συμβαίνει ο μάγειρος όχι μόνο να αλλάζει τη δοσολογία των υλικών, αλλά και τη σύσταση της συνταγής: να βάζει, λόγου χάριν λιγότερο αλάτι, να προσθέτει παραπάνω πιπέρι ή να αφαιρεί τα κρεμμύδια. Το προσωπικό του γούστο γίνεται εν προκειμένω οδηγός του –και όχι αδίκως, αν σκεφτούμε ότι η ιταλικής καταγωγής λέξη γούστο σημαίνει αυτό που εμείς οι Έλληνες αποκαλούμε γεύση. Πέραν όμως των προσωπικών επιλογών καθαυτές, που διευθύνονται από αισθητικά κριτήρια, η μαγειρική του δράση καθορίζεται πρωτίστως –το σημειώσαμε ήδη– από το είδος και την ποιότητα των διαθέσιμων υλικών. Συμβαίνει δηλαδή και εδώ ό,τι συμβαίνει και με τη μετάφραση: επειδή οι φυσικές γλώσσες εξελίσσονται ασυμμέτρως και επειδή, ως εκ τούτου, δεν είναι πάντοτε και παντού επιτευκτή η πλήρης συμβατότητα του πρωτοτύπου και του μεταφράσματος, ο μεταφραστής εστιάζει την επιτελεστική του δράση στην παραγωγή ενός παραδεκτού μεταφράσματος. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι τα μέχρι τώρα αναφερθέντα καλύπτουν ανάγκες περιεχομένου. Αν και όποτε χρειαστεί να περάσουμε και στη μεταφραστική διαχείριση των ποικίλων μορφικών στοιχείων, τότε οι σκοπούμενες αναλογίες μεταβάλλονται.

Εννοείται ότι το πρόσταγμα το έχει η γλώσσα αφίξεως, όπερ σημαίνει ότι η πρωτότυπη συνταγή (το κείμενο –θα λέγαμε– στη γλώσσα αφετηρίας) υποχωρεί έναντι των γευστικών προσαρμογών και επινοήσεων του εκτελεστή της. Όπως στους διαγωνισμούς μαγειρικής την ίδια συνταγή την εκτελούν (αναγκαστικά διαφοροτρόπως) πλείστοι όσοι συμμετέχοντες, έτσι και στη μετάφραση –ας πούμε– του Αμλέτου ή της Άννας Καρένινα συναμιλλώνται πολλοί μέσα στον χρόνο, κι ας μην υπάρχει τυπικά κάποιος διαγωνισμός· και ο κάθε συμμετέχων θα βασιστεί στο πώς κατανόησε και ερμήνευσε τη δοθείσα συνταγή και στο τι πρόσθεσε εξ ιδίων ή αφαίρεσε εκ των συσταθέντων. Το ζήτημα είναι το μαγείρευμα/μετάφρασμα να συμβάλλει κάθε φορά στην όρεξη, στην ικανοποίηση και στην από πάσης απόψεως ευχαρίστηση αυτού που του το τρώει. Αν αυτό όντως συμβαίνει, όλα τα άλλα είναι περιττά, αρκεί να μην καταλήξει η πουτίγκα σε στιφάδο! Και, αν όντως η πουτίγκα είναι πουτίγκα, ας μην ξεχνάμε αυτό που έγραψε ο Φρειδερίκος Ένγκελς: The proof of the pudding is in the eating.

Αν η πουτίγκα είναι όντως πουτίγκα, εκείνος που θα ζηλώνει δόξαν γευσιγνώστου και θα βγει να την κρίνει ελέγχοντας το αυστηρό γράμμα της συνταγής, θα είναι ένας κακός «φιλόλογος» που δεν θα έχει ανάψει ποτέ φωτιά να βράσει ούτε νερό.

Περί του τελευταίου θέματος στο επόμενο σημείωμά μας.


[1] Αντί άλλων βλ. Γιώργος Κεντρωτής, «Η μετάφραση ως επιτέλεσμα ρητορικό», στο: Γιώργος Κεντρωτής, Ποδήλατα και ποδηλάτες, Περί μεταφράσεως ο λόγος, Gutenberg, Αθήνα 2021, σσ. 125-154.

«Μόνο ένα τρομαγμένο ζώο
οδηγεί στην ομορφιά.
Γιατί καμιά ομορφιά
δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης».
Scroll to Top