Δύσκολα θα μπορούσε κανείς, νομίζω, να διαφωνήσει με τη σκέψη ότι μερικά από τα σημαντικότερα κριτικά δοκίμια ή μελέτες στην ιστορία της νεοελληνικής κριτικής της λογοτεχνίας έχουν γραφτεί από λογοτέχνες. Ο Πολυλάς, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Άγρας, ο Τερζάκης, ο Σεφέρης, ο Τσίρκας, ο Αλεξανδρόπουλος, ο Λεοντάρης, μεταξύ άλλων, και πλάι τους ο Λορεντζάτος ή ο Λυκιαρδόπουλος, μοναχικές περιπτώσεις μέσα στην ιδιοπροσωπία τους, υπογράφουν μερικά από τα πλέον επιδραστικά δοκίμια λογοτεχνικής κριτικής. Το είδος του κριτικού λόγου μάλιστα που αρθρώνουν, όλοι τους, υπερβαίνει το στενά νοούμενο πλαίσιο της λογοτεχνίας και αποκτά τη δυναμική της κάθετης δημόσιας παρέμβασης. Η αυτόνομη κριτικογραφία, όπως τη γνωρίζουμε τα τελευταία εκατό χρόνια τουλάχιστον, σπάνια έφτασε στο ύψος των έργων των προαναφερθέντων. Εξαιρέσεις, προφανώς, υπήρχαν και υπάρχουν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των τελευταίων εκατό –ή και πλέον– χρόνων. Δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθει κανείς σε μια στείρα ονοματολογία.
Αυτή η παρατήρηση, από μόνη της, οδηγεί σε τρία ίσης σημασίας, κατά τη γνώμη μου, συμπεράσματα: πρώτον, ότι δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα μία σχολή, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, αυτόνομης λογοτεχνικής κριτικής. Όσοι και όσες κριτικοί έγραψαν σημαντικές κριτικές και επηρέασαν με κάποιον τρόπο την πρόσληψη των σύγχρονών τους αλλά και των νεότερων, το έκαναν κατά μόνας (εξαίρεση, ίσως, αποτελεί στα πρόσφατα χρόνια ο κύκλος των Σημειώσεων). Και οι περιπτώσεις αυτές είναι λίγες. Μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών άνθρωποι σε κάθε γενιά. Άνθρωποι που δεν κατόρθωσαν ή δεν τους επετράπη να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη συλλογική κρίση και αποτίμηση της ελληνικής λογοτεχνίας και του θεωρητικού της πλαισίου, για την πρόσληψη δηλαδή του ίδιου του λογοτεχνικού φαινομένου και της ερμηνείας του. Έτσι, η λογοτεχνική κριτική στην Ελλάδα έμεινε, εν πολλοίς, διαχρονικά δέσμια μιας λογικής συντεχνιακής εξυπηρέτησης, διαπροσωπικών σχέσεων και σχέσεων εξουσίας –παραγόντων, δηλαδή, εξωλογοτεχνικών, που σε καμιά περίπτωση δεν αφορούν την ίδια τη λογοτεχνία. Το φαινόμενο αυτό, μέσα στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών, μάλλον επιδεινώθηκε από τη δεκαετία του 1990 και εξής με αποτέλεσμα, σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των γραφόμενων «κριτικών» να μην είναι τίποτα περισσότερο από άνευ σημασίας και άνευ λόγου ύπαρξης βιβλιοπαρουσιάσεων.
Δεύτερον, η σύγχρονη ελληνική φιλολογία δεν κατόρθωσε να επηρεάσει τη σύγχρονη ελληνική κριτική. Η φιλολογία και η κριτική παραμένουν, σήμερα περισσότερο από ποτέ, δύο διαφορετικές και διακριτές γραμμές στο σώμα του νεοελληνικού κριτικού λόγου, δύο διαφορετικά και κάποτε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η φιλολογία παρέμεινε ως επί το πλείστον μία επιστήμη περιχαρακωμένη στο κλειστό περιβάλλον των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων αφορούσα έναν στενό κύκλο ειδικών κατ’ αποκλειστικότητα και κατ’ επάγγελμα. Ελάχιστοι φιλόλογοι κατόρθωσαν να σπάσουν αυτό το φράγμα παραδίδοντας έργα καίριας και ευρύτερης σημασίας για την κατανόηση και την ερμηνεία του λογοτεχνικού φαινομένου στην Ελλάδα, συμβάλλοντας έτσι στην πρόσληψή του. Ελάχιστοι φιλόλογοι κατόρθωσαν να σπάσουν την εργαλειακή αντιμετώπιση της λογοτεχνίας σε όλες τις βαθμίδες της κρατικής εκπαίδευσης και να μας διδάξουν πώς να ερμηνεύουμε τη λογοτεχνία ή γιατί αυτή η τελευταία είναι σημαντική, για εμάς, σήμερα. Αναθυμούμαστε με σεβασμό τον λόγο και την πράξη αυτών των φωτεινών παραδειγμάτων ακριβώς ως τέτοιο: ως φωτεινών παραδειγμάτων, δηλαδή εξαιρέσεων στον γενικό κανόνα.
Τρίτον, η γραμμή που οδηγεί, ας πούμε, από τον Πολυλά στον Λυκιαρδόπουλο, φαίνεται να σπάει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γράμματα μετά το 2000 δεν καταπιάνονται σχεδόν καθόλου με την ερμηνεία και την κριτική αποτίμηση της λογοτεχνίας εν γένει (ελληνικής, ξένης, παλαιότερης ή σύγχρονης). Αυτό δημιουργεί ένα υστέρημα θεωρητικού λόγου περί της λογοτεχνίας από εκείνους και εκείνες που την παράγουν. Τους άμεσα ενδιαφερόμενους δηλαδή. Το λογοτεχνικό δοκίμιο ως είδος έχει σχεδόν εκλείψει ολοσχερώς. Όμως, η εκφορά κριτικού λόγου, θετικού ή αρνητικού, συμβάλλει στη δημιουργία παραδείγματος, στο τι κάθε γενιά θεωρεί ότι είναι σημαντικό λογοτεχνικά και για ποιους λόγους. Η μη εκφορά κριτικού λόγου για τη λογοτεχνία από τους ίδιους τους λογοτέχνες δημιουργεί ένα κενό στη διαγενεϊκή πρόσληψη της λογοτεχνίας, στο τι είναι και στο τι δεν είναι καλή λογοτεχνία και γιατί. Οδηγεί στην ανυπαρξία κριτικού λόγου γύρω από τη λογοτεχνία, κριτικού λόγου ο οποίος είναι όμως ζωτικής σημασίας για την ανατροφοδότηση και τη νοηματοδότηση της ίδιας της λογοτεχνικής δημιουργίας. Οι κριτικοί και οι φιλόλογοι ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους, εφόσον τους ενδιαφέρει και εφόσον κρίνουν ότι κάτι τέτοιο έχει νόημα. Από τη σκοπιά του λογοτέχνη είναι, νομίζω, πολλαπλά προβληματικό το ότι όσοι και όσες εμφανιστήκαν στη λογοτεχνία μετά το 2000 δεν καταπιάνονται με την κριτική ερμηνεία της λογοτεχνίας μέσω του λογοτεχνικού δοκιμίου. Έχω φυσικά τη δική μου ερμηνεία για τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Αλλά ας μου επιτραπεί να μην τους αναφέρω. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει: πώς γίνεται να υπάρχει λογοτεχνία χωρίς να υπάρχει η ερμηνεία αυτής, χωρίς, δηλαδή, την απόπειρα συγκρότησης κριτικού λόγου γύρω από τη λογοτεχνία; Χωρίς την επιβαλλόμενη επαναξιολόγηση και επανανοηματοδότηση στα πλαίσια του κάθε φορά δοσμένου ιστορικού πλαισίου; Παρακολουθώ τις σχετικές συζητήσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ωστόσο, σπανίως η δημόσια –αλλά και η ιδιωτική– συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα προχωράει πέρα από τη διαπίστωση του γενικότερου προβλήματος: της πανθομολογούμενης ανυπαρξίας κριτικού λόγου αξιώσεων στην Ελλάδα. Η γκρίνια, όμως, κούρασε, τα ευχολόγια κούρασαν, η απουσία παραδείγματος κούρασε. Αν πράγματι θέλουμε ουσιαστική λογοτεχνική κριτική δεν έχουμε, ο καθένας και η καθεμιά από το μετερίζι τους, παρά να καθίσουμε και να τη γράψουμε.