Κολάζ: Michael Augustin

Εύη Γεροκώστα

Μεταφράζοντας… τα πάντα

Ήμουν γύρω στα δεκατέσσερα. Προχωρούσα τα γαλλικά μου στο Γαλλικό Ινστιτούτο – παράρτημα Κουκακίου, στην οδό Φαλήρου, πίσω από τα γραφεία της Ολυμπιακής. Ήταν απόγευμα και χειμώνας. Σ’ ένα διάλειμμα, όπου όλοι στεκόμασταν στους στενούς διαδρόμους έξω από τις τάξεις, άκουσα τη διευθύντρια του παραρτήματος να μιλάει σε κάποιον για το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης που λειτουργούσε στο κεντρικό κτήριο του Ινστιτούτου, στην οδό Σίνα. «Όλοι οι μαθητές κάθονται γύρω από ένα τραπέζι μαζί με τον δάσκαλο και μεταφράζουν κείμενα», είπε. Και τότε, μέσα σ’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που κράτησαν οι λέξεις αυτής της φράσης, το είχα κιόλας αποφασίσει. Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Αυτό. Δεν είχα ιδέα τι σήμαινε μετάφραση, πώς ξεκινούσε κανείς, πού εργαζόταν, με τι ωράριο, πώς αμειβόταν, αν διάλεγε ο ίδιος τις δουλειές που θα έκανε. Όμως όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία.

Πρωτοετής στο τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν επιθυμία, έγινε ματαίωση. Έχοντας αποφασίσει ότι τις σπουδές θα τις ολοκλήρωνα σχεδόν εξ αποστάσεως, άρχισα ν’ ασχολούμαι με πολλά και διαφορετικά. Θαλάσσιες χελώνες, κρουστά, τραγούδι, θεατρικό παιχνίδι, εθελοντισμός. Κάπου εκεί θυμήθηκα ξανά εκείνη τη φράση του διαδρόμου του Ινστιτούτου. Ανηφόρισα την οδό Σίνα, χτύπησα την πόρτα του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης και ζήτησα πληροφορίες. Έμαθα ότι οι σπουδαστές γίνονταν δεκτοί μόνο με εξετάσεις. Κανένα πρόβλημα. Έμαθα κι ότι εξετάσεις μπορούσαν να δώσουν μόνο όσοι βρίσκονταν ήδη στο δεύτερο έτος σπουδών τους. Πρόβλημα μεγάλο. Άλλος ένας χρόνος αναμονής.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα των εξετάσεων. Στο αμφιθέατρο ήμασταν πάνω από ογδόντα και θα γίνονταν δεκτοί μόλις δεκατρείς. Έβλεπα τους συνυποψήφιους σαν φωστήρες, σαν φτασμένους μεταφραστές. Ειδικά εκείνον τον ψηλό, καλοντυμένο και όμορφο νεαρό με τα λεξικά στα χέρια και την επαγγελματική τσάντα στον ώμο. Θυμάμαι ότι ένιωσα έντονη την επιθυμία να τον εξαφανίσω γιατί ήμουν βέβαιη ότι θα μου έπαιρνε τη θέση στην ομάδα των δεκατριών. Όταν άρχισε η δοκιμασία δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτα. Χάθηκα στις λέξεις και τις φράσεις και πάλεψα μαζί τους μέχρι τέλους. Παρέδωσα τις μεταφράσεις στον Πέτρο Παπαδόπουλο, ψυχή του Κέντρου. «Θαυμάσιος ο γραφικός σας χαρακτήρας, δεσποινίς». Πήρα τα πράγματά μου και βγήκα. Ο καλοντυμένος και όμορφος νεαρός είχε ήδη αποχωρήσει. Ήταν σίγουρο ότι είχε πάρει μία από τις θέσεις.

Τη μέρα των αποτελεσμάτων ανηφόριζα την οδό Σίνα κλαίγοντας ασταμάτητα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είχα πάρει τόσο σοβαρά αυτή την υπόθεση. Μας είχαν ενημερώσει ότι η λίστα με τα ονόματα των επιτυχόντων θα ήταν κολλημένη στην ξύλινη πόρτα του Κέντρου. Μπήκα στο Ινστιτούτο αφού φρόντισα να σκουπίσω τα μάτια μου. Κι όταν έφτασα κοντά στην ξύλινη πόρτα είδα ότι ο «εχθρός» ήταν εκεί. Ο νεαρός με την επαγγελματική τσάντα στον ώμο. Χαμογελούσε ολόκληρος. Ήταν ένας από τους δεκατρείς. Πλησίασα σέρνοντας τα πόδια μου. Δεν ήθελα να σηκώσω το βλέμμα στη λίστα. Η αποτυχία ήταν βέβαιη. «Ποιο είναι το επώνυμό σου;», με ρώτησε ο εχθρός. Το είπα μέσα απ’ τα δόντια μου. «Θα είμαστε συμμαθητές λοιπόν! Με λένε Λευτέρη και χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω.» Ο «εχθρός» (ο οποίος, όπως μου αποκάλυψε αργότερα, έτρεμε περισσότερο απ’ όλους την ημέρα των εξετάσεων) έμελλε να γίνει ο πιο αγαπημένος αρσενικός φίλος της ζωής μου.

Όσα έζησα στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης δεν μπορούν να ειπωθούν με μερικές φράσεις. Πέτρος Παπαδόπουλος, Ανδρέας Στάικος, Τίτος Πατρίκιος, Λευκή Μολφέση, Στρατής Πασχάλης, Βαγγέλης Μπιτσώρης και άλλοι πολλοί. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Καθόμασταν όλοι γύρω από ένα τραπέζι και καταπιανόμασταν με κάθε είδους λογοτεχνικά κείμενα. Συγκρίναμε και σχολιάζαμε τις μεταφράσεις μας. Ακούγαμε τις ιστορίες όλων αυτών των ανθρώπων και μαγευόμασταν. Στο μάθημα του Ανδρέα Στάικου, όπου μεταφράζαμε θέατρο, τρώγαμε, πίναμε και γελούσαμε ασταμάτητα. Ο Πέτρος Παπαδόπουλος μάς μιλούσε για τα βιβλιογραφικά συρταράκια του, έναν ασύλληπτο όγκο χειρόγραφης δουλειάς. Ο Τίτος Πατρίκιος μας μιλούσε για ταξίδια και έρωτες. Η Λευκή Μολφέση ήταν κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και νεράιδα. Ο Στρατής Πασχάλης μας άφηνε άφωνους με τις μεταφραστικές λύσεις του. Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης πάσχιζε να μας κάνει να κατανοήσουμε φιλοσοφικές έννοιες. Είχαμε και καλεσμένους εκλεκτούς (στους οποίους ωστόσο ποτέ δεν παραδοθήκαμε με τον τρόπο που είχαμε παραδοθεί στους δασκάλους μας).

Δύο χρόνια μετά, η δική μου διπλωματική εργασία ήταν ένα μυθιστόρημα του Ταχάρ Μπεν Ζελλούν. Από τη μια το όνειρό μου να πάω στο Μαρόκο, από την άλλη το συγκεκριμένο κείμενο που με γοήτευσε από την πρώτη κιόλας φράση. La reclusion solitaire. Πέρασα από την επιτροπή του Τίτου Πατρίκιου και του Φίλιππου Δρακονταειδή. Ο πρώτος εγκωμίασε τη μετάφρασή μου. Διαφωνήσαμε μόνο σε ένα πράγμα: εγώ είχα μεταφράσει «λάμπα» και εκείνος επέμεινε ότι η λέξη «γλόμπος» ήταν καλύτερη επιλογή. Είχε δίκιο. Ο δεύτερος με ζόρισε αρκετά, τελικά όμως κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο τρόπος του. Μου ευχήθηκαν και οι δύο καλή σταδιοδρομία και κουράγιο.

Εκείνοι οι δεκατρείς –δυνατή ομάδα– ήμασταν ουσιαστικά η τελευταία φουρνιά του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης με την τότε μορφή του. Η πλειοψηφία των ανθρώπων του Κέντρου έγιναν μέρος του ΕΚΕΜΕΛ, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου. Οπότε δεν ζήσαμε την κλασική «αποφοίτηση». Κάποια στιγμή παρ’ όλα αυτά πήραμε το δίπλωμά μας. Και όπως όλες οι δυνατές ομάδες, κάποια στιγμή σκορπίσαμε. Εκτός από λίγους, που τυπώσαμε βιογραφικά και αποφασίσαμε να τα δώσουμε χέρι με χέρι σε εκδοτικούς οίκους. Το θράσος του πρωτάρη; Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν πέρασα το κατώφλι της φωλιάς των εκδόσεων Ύψιλον. Ο Θανάσης Χαρμάνης πήρε το βιογραφικό μου και μου είπε: «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να κάνεις αυτή τη δουλειά;» «Φυσικά», απάντησα εγώ. «Για να δούμε τι θα λες σε μερικά χρόνια», κατέληξε και μου χαμογέλασε πλατιά.

Για τις πρώτες μεταφράσεις μου δεν πληρώθηκα ποτέ, όμως τις χάρηκα και τις θυμάμαι. Ήταν λογοτεχνικά κείμενα κι αυτό ήταν αρκετό. Εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν αμαρτία να μεταφράζει κανείς κάτι άλλο πέρα από λογοτεχνία.

Στη συνέχεια μετέφρασα μια σειρά παιδικών βιβλίων γνώσεων. Ο εκδοτικός οίκος έκλεισε. Πρόλαβα να πληρωθώ, όμως για μερικές στιγμές αναρωτιόμουν μήπως έφταιγαν οι μεταφράσεις μου για την κατάρρευση του εκδοτικού οίκου.

Κι εκεί που εργαζόμουν ακόμα στον χώρο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, βρέθηκα να εργάζομαι στο ΕΚΕΜΕΛ ως γραμματέας. Μεγάλο σχολείο –από κάθε άποψη. Ασχολήθηκα με τη σχολή, με τις εκδηλώσεις, με τα λογιστικά, με την οργάνωση του γραφείου. Υπήρξε μια μεγάλη περίοδος που ήμουν μία υπάλληλος με έξι διευθυντές! Κάθε μέρα έβλεπα μπροστά μου σπουδαίους μεταφραστές που δίδασκαν στη σχολή και ήθελα να τρυπώσω κι εγώ στις αίθουσες. Δεν έχω παράπονο, τρύπωσα. Πήγαινα καφέ στους δασκάλους, τους θύμιζα τα χάπια τους και έβγαζα φωτοτυπίες. Καθόλου άσχημα.

Ένα μεσημέρι, ενώ ήμουν χαμένη μέσα σε χαρτιά και απαντούσα σε τηλεφωνήματα, ο Ανδρέας Στάικος ήρθε στο γραφείο μου και μου είπε: «Λοιπόν, θα μεταφράσεις ένα βιβλίο για τις εκδόσεις Ύψιλον». «Τι βιβλίο;», ρώτησα. «Ένα βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Θα δουλέψεις τη μετάφραση μ’ έναν φίλο και συνεργάτη του Καστοριάδη, τον Κώστα τον Σπαντιδάκη. Όλα θα πάνε καλά. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις.» Αρνήθηκα αμέσως. Τελικά με έπεισε. Θα του χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη. Ήταν το δυσκολότερο και το συναρπαστικότερο ξεκίνημα. Ένας υπέροχος Κώστας Σπαντιδάκης και η μουσούδα του σκύλου του στα γόνατά μου. Κι όταν οι Διάλογοι κυκλοφόρησαν, η χαρά μου ήταν τεράστια. Κατάλαβα παρ’ όλα αυτά ότι τέτοιου είδους κείμενα δεν θα γίνονταν ποτέ το δυνατό μου σημείο.

Ακολούθησε η περίοδος που ονομάζω «δοκιμαστική». Μετέφρασα βιβλία γνώσεων για παιδιά, αστυνομικά μυθιστορήματα, δοκίμια. Κατάλαβα νωρίς τι μου πήγαινε και τι όχι, ήμουν όμως πεισματάρα. Κάποιες δουλειές ήταν αδιάφορες, κάποιες δεν πήγαν τόσο καλά και άλλες ήταν συναρπαστικές. Από αυτή την περίοδο θυμάμαι μια καλή κριτική για τη μετάφραση που έκανα στις Λύκαινες των Μπουαλώ-Ναρσεζάκ αλλά και ότι μια μετάφρασή μου ενός τεράστιου μυθιστορήματος δεν εκδόθηκε ποτέ –χωρίς ποτέ να πειστώ για τα επιχειρήματα που μου παρουσίασε ο εκδοτικός οίκος. Μέχρι τότε η μετάφραση ήταν μια παράλληλη ασχολία για μένα. Είχα τη δουλειά μου, τον μισθό μου, τα παραμύθια έμπαιναν δυναμικά στη ζωή μου. Ίσως τελικά η μετάφραση να μην ήταν η δουλειά των ονείρων μου. Είχα κάνει τόσο μεγάλο λάθος;

Ο χρόνος άρχισε να κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Άλλαζαν τα πάντα. Οι άλλοι. Τα δεδομένα. Οι συνθήκες. Τα όνειρα. Και φυσικά εγώ. Από το ΕΚΕΜΕΛ βρέθηκα να εργάζομαι στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (σχεδόν κανείς δεν ξέρει ότι αυτό δεν ήταν ακριβώς επιλογή μου αλλά ένας υπέρκομψος εκβιασμός). Καταπιάστηκα με διαφορετικά αντικείμενα. Οι συγγραφείς και οι εικονογράφοι πήραν τη θέση των μεταφραστών και τα εκπαιδευτικά προγράμματα τη θέση της μετάφρασης. Αυτό όμως που τα ξεπέρασε όλα αυτά ήταν τα παραμύθια και η αφήγηση. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά γεμάτη, όμορφη, έτοιμη για όλα.

Φωτεινές εξαιρέσεις υπήρξαν εκείνη την περίοδο, όπως η συνεργασία μου με τις εκδόσεις Κόκκινο, που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα. Τα πρώτα βιβλία-διαμαντάκια που μετάφρασα, το Ένα λιοντάρι στο Παρίσι και τα Νανουρίσματα, μ’ έκαναν να καταλάβω ότι για μένα μετάφραση πλέον δεν μπορούσε να υπάρξει σε κάτι που ήταν εκτός των ενδιαφερόντων μου. Τέτοια κείμενα ήθελα να μεταφράζω. Για πάντα. Το είχα αποφασίσει ότι δεν θα έκανα καμία παραχώρηση ούτε για τα χρήματα ούτε για κανέναν άλλο λόγο.

Κάποιος γελούσε όσο εγώ αποφάσιζα, όμως τότε μάλλον ήμουν κουφή.

Οι ταχύτητες όλο και μεγάλωναν. Παραστάσεις, φεστιβάλ, κείμενα, βιβλία. Όλα για τα παραμύθια. Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω και τις δικές μου ιστορίες. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άρχισαν να γίνονται βιβλία. Ήταν ξεκάθαρο. Ο δρόμος μου ήταν άλλος. Η μετάφραση δεν χωρούσε πουθενά μέσα σε όλα αυτά.

Πουθενά; Κάποιος φώναζε το αντίθετο όσο εγώ τα έλεγα αυτά, όμως μάλλον η κώφωσή μου ήταν προχωρημένη.

Η πιο σημαντική μεταφραστική στιγμή για μένα ήταν τότε που διαπίστωσα ότι αυτό που ήθελα να μεταφράζω ήταν ιστορίες για να τις αφηγηθώ. Όχι για να τις δείξω σε κάποιον, όχι για να γίνουν βιβλίο. Για να τις αφηγηθώ. Άρχισα λοιπόν να μεταφράζω μανιωδώς. Αποκλειστικά για μένα. Άλλωστε είχα τη δουλειά μου, τον μισθό μου, τις παραστάσεις μου, τις ιστορίες μου, τα βιβλία μου. Δεν υπήρχε χώρος για οτιδήποτε άλλο.

Και ξαφνικά, ο χρόνος άρχισε να περισσεύει. Να περισσεύει επικίνδυνα. Το ΕΚΕΒΙ κλείνει. Χάνουμε όλοι τη δουλειά μας. Και τη γη κάτω από τα πόδια μας. Τα παραμύθια και τα βιβλία μού έφερναν έσοδα, όχι όμως αρκετά για να μπορώ να ζήσω. Το πάλευα όσο και όπως μπορούσα. Έκανα σενάρια ασταμάτητα. Να δουλέψω σ’ έναν εντελώς διαφορετικό τομέα; Να αφοσιωθώ στην αφήγηση; Να φύγω; Και να πάω πού; Να συμμετέχω στη δικαστική διαμάχη με το ανύπαρκτο πλέον ΕΚΕΒΙ; Τι θα πει συγχώνευση με άλλον φορέα; Και τι σημαίνει αυτό για όλους εμάς; Να μην ασχοληθώ ξανά; Να κλείσω τα βιβλία μου στην εφορία; (Ακόμα και σήμερα πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι το προσωπικό του ΕΚΕΒΙ αποτελούνταν από δημόσιους υπαλλήλους, στην πραγματικότητα όμως ήμασταν όλοι συμβασιούχοι έργου, μια ιδιαίτερη κατηγορία αυτής της κατηγορίας). Είχα μάθει να δουλεύω σκληρά από μικρή. Ανάμεσα στις διαφορετικές δουλειές που είχα κάνει στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει ούτε μια μέρα κενή. Όμως ξαφνικά το κενό έγινε απέραντο και με ρουφούσε.

Μετά το πρώτο, δεύτερο, τρίτο σοκ, κατάλαβα ότι έπρεπε να στηρίξω αυτό που έγραφαν τα λογιστικά βιβλία μου. Ελεύθερος επαγγελματίας. Δηλαδή ο πιο σκλάβος απ’ όλους.

Άρχισα να σκαρφίζομαι δράσεις γύρω από την αφήγηση που μπορούσαν να μου φέρουν επιπλέον έσοδα. Άρχισα να εμψυχώνω εργαστήρια δημιουργικής απασχόλησης για παιδιά. Μελετούσα, έκανα παραστάσεις, έγραφα. Και μετέφραζα ιστορίες αποκλειστικά για μένα. Τίποτα δεν ήταν εύκολο, όμως σιγά-σιγά το απέραντο κενό μ’ έβγαζε ξανά στην επιφάνεια.

Ένα τηλεφώνημα. «Θέλουμε μια μετάφραση μερικών σελίδων για ένα διαφημιστικό έντυπο. Συνταγές με ελαιόλαδο. Έχεις χρόνο;». Ο χρόνος περίσσευε, είπαμε. Ακόμα και οι συνταγές με ελαιόλαδο ήταν συναρπαστικές. Και το εννοώ. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο πίστευα. Πού να φανταστώ όσα θ’ ακολουθούσαν…

Το ελαιόλαδο άνοιξε την πόρτα στο σκόρδο, το σκόρδο στο πλέξιμο με βελονάκι, το πλέξιμο με βελονάκι στην κηπουρική, η κηπουρική στη συντήρηση τροφίμων, η συντήρηση τροφίμων στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, οι ταξιδιωτικοί οδηγοί στις βιογραφίες πολιτικών, φιλοσόφων και ποδοσφαιριστών, οι βιογραφίες πολιτικών, φιλοσόφων και ποδοσφαιριστών στα γιατροσόφια της γιαγιάς, τα γιατροσόφια της γιαγιάς στη δίαιτα κέτο, η δίαιτα κέτο στις υπερτροφές, στα πρωινά, τα μεσημεριανά, τα βραδινά.

Σελίδες, αμέτρητες σελίδες με αυστηρότατες προθεσμίες παράδοσης. Για να επιβιώσω μέσα σε όλα αυτά αποδέχτηκα το γεγονός ότι δεν ήξερα τα πάντα. Είχα όμως τη διάθεση να μάθω. Κατάλαβα ότι το να μεταφράζει κανείς κείμενα άσχετα με τη λογοτεχνία όχι μόνο δεν είναι αμαρτία, αλλά είναι από τα δυσκολότερα πράγματα του κόσμου.

Ευτυχώς ο καλός θεούλης της μετάφρασης μού πρόσφερε και άλλα δώρα. Μαγικά βιβλία που έφερναν ισορροπία σε σχέση με τα άλλα, τα «δύσκολα». Παραμύθια, λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους, σελίδες, αμέτρητες σελίδες με πολύχρωμες εικόνες. Μια Κόκκινη Κλωστή Δεμένη που με εμπιστεύτηκε και με αγάπησε. Και μια ολόκληρη σειρά βιβλίων –Μια σειρά από ατυχή γεγονότα– όλη δική μου (ποτέ ξανά δεν έκλαψα στο τέλος μιας μετάφρασης, ήταν κάτι σαν χωρισμός από σχέση ζωής).

Έζησα τα μεγαλύτερα ξενύχτια της ζωής μου.
Άρχισα να πίνω δεύτερο και τρίτο καφέ μέσα στην ημέρα.
Έκλαψα αμέτρητες φορές πάνω από το πληκτρολόγιο.
Έτρεμα βλέποντας τις μέρες της προθεσμίας παράδοσης να περνούν.
Περίμενα με αγωνία αμοιβές.
Έκοψα αμέτρητα τιμολόγια λάθος.
Έπαθα τενοντίτιδα και επικονδυλίτιδα.
Έκανα αγαπημένους να θυμώσουν μαζί μου.
Έχασα βόλτες και ταξίδια.
Φόρεσα γυαλιά προστασίας από το μπλε φως.

Και, την ίδια στιγμή…

Γέμισα τα ράφια της βιβλιοθήκης μου με βιβλία κάθε είδους που γράφουν το όνομά μου.
Έμαθα να χαίρομαι τη δουλειά στο σπίτι.
Σκαρφίστηκα ιεροτελεστίες στο ξεκίνημα και στο τέλος κάθε δουλειάς.
Συνεργάστηκα με επιμελητές και κατάλαβα πόσο σπουδαία δουλειά κάνουν.
Πέρασα το κατώφλι πολλών και διαφορετικών εκδοτικών οίκων.
Κατάφερα να μη δείχνω πάντα το άγχος μου.
Πάλεψα να τα χωράω όλα μέσα στις μέρες για να μη μένει κανείς παραπονεμένος.

Κάπως έτσι έγινα μεταφράστρια.

Πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τελευταίας κατηγορίας…;
Για μένα δεν έχει καμία σημασία πια.

Σημασία έχει εκείνη η πρώτη σκέψη στον διάδρομο του κτηρίου στην οδό Φαλήρου.

Με μια μικρή προσθήκη πια:

Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Ή τουλάχιστον, και αυτό.

Κύλιση στην κορυφή