Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Αθηνά Βογιατζόγλου

Μια πρωτότυπη συμβολή στη μελέτη της γλώσσας του 1821: Νίκος Σαραντάκος, Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2020.

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι ένας ανήσυχος διανοούμενος, με αδιάλειπτη παρουσία στην πνευματική μας ζωή τόσο μέσα από το δημοφιλές, βραβευμένο ιστολόγιό του –Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία–, που διατηρεί από το 2009, όσο και με την αρθρογραφία του στην Αυγή της Κυριακής και βέβαια με τα πολυάριθμα βιβλία του. Ξεκίνησε τη συγγραφική του διαδρομή ως πεζογράφος, δημοσιεύοντας δυο συλλογές διηγημάτων (Για μια πορεία, 1984, και Μετά την αποψίλωση, 1987). Έκτοτε δεν δημοσίευσε άλλη λογοτεχνική δουλειά, αλλά η γοητεία που του ασκεί η γραφή και οι επιδόσεις του σε αυτήν διατηρήθηκαν αναλλοίωτες στο υπόλοιπο συγγραφικό έργο του. Το 1997 έγραψε το πρώτο βιβλίο του για τη γλώσσα, με τίτλο Αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων. Το 2002 και το 2004 δημοσίευσε δυο βιβλία για το μπριτζ, την τρίτη μεγάλη αγάπη του, όπως εικάζω, μετά τη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Την τελευταία δεκαπενταετία μελετά τη γλώσσα από φρασεολογική, λεξικογραφική και ετυμολογική άποψη, συνδυάζοντας το πάθος του ερασιτέχνη με την επιστημονική σοβαρότητα και τη μεθοδικότητα του ειδικού, καθώς είναι στέρεος γνώστης της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της νεοελληνικής γραμματείας, και ιδιαίτερα της λογοτεχνικής μας παράδοσης. Τα βιβλία Γλώσσα μετ’ εμποδίων (2007), Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (2009), Λέξεις που χάνονται (2011), Οπωροφόρες λέξεις (2013), Λόγια του αέρα (2013), Η γλώσσα έχει κέφια (2018), Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα (2019) και τέλος το Ζορμπαλίκι των ραγιάδων (2020) είναι η εντυπωσιακή συγκομιδή της ώς τώρα εργασίας του στον τομέα αυτό. Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, το μεράκι του για τη λογοτεχνική μας παράδοση και οι συναφείς ερευνητικές επιδόσεις του αναδείχτηκαν, μεταξύ άλλων, μέσα από τη φιλολογική επιμέλεια άγνωστων ή αγνοημένων πεζογραφικών έργων του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη (Κάπου περνούσε μια φωνή, 2011, Τα μαραμένα μάτια και άλλες ιστορίες, 2012, Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες, 2013, Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες, 2015) και κειμένων του Κώστα Βάρναλη, του οποίου ο Σαραντάκος έχει επιμεληθεί τα Γράμματα από το Παρίσι (2013), τις ανταποκρίσεις τού Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ (2014), καθώς και τα χρονογραφήματά του, που αλίευσε από τον ημερήσιο Τύπο και χώρισε θεματικά σε τέσσερα μέχρι τώρα βιβλία: Αττικά (2016), Αστυνομικά (2017), Συμποσιακά (2019) και Πολεμικά (2020). Μεταξύ πολλών άλλων βιβλίων που ετοιμάζει, έχει επιμεληθεί τα ημερολόγια του Γιώργου Κοτζιούλα, που αναμένεται να εκδοθούν φέτος από το Ροδακιό.

 Το Ζορμπαλίκι των ραγιάδων είναι ένα βιβλίο με τριακόσιες λέξεις της εποχής του 1821. Η ανάγνωσή του, όπως και εκείνη όλων των βιβλίων του Σαραντάκου για τη γλώσσα, είναι μια σύνθετη και ευχάριστη εμπειρία γνώσης, ενημέρωσης και προβληματισμού. Ηρωίδες των βιβλίων του για τη γλώσσα είναι οι λέξεις, στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως σκιαγραφείται ένας διπλός ηρωισμός, των λέξεων και των αγωνιστών του 1821, που τις χρησιμοποίησαν. Κάθε λήμμα μάς μιλά καταρχάς για την καταγωγή της λέξης –τις ρίζες της– και για τους κυριότερους εναλλακτικούς τύπους τους· παρατίθενται δύο, τρία ή και περισσότερα αποσπάσματα από κείμενα στα οποία εμφανίζεται και, τέλος, στην περίπτωση των λέξεων που χρησιμοποιούνται ακόμη στις μέρες μας, επισημαίνεται η αλλαγή που συνήθως έχει υποστεί η σημασία τους. Οι τριακόσιες αυτές λέξεις αντλήθηκαν από ένα τεράστιο υλικό (απομνημονεύματα και ημερολόγια αγωνιστών, επίσημη και ιδιωτική αλληλογραφία, συλλογές εγγράφων και ντοκουμέντων, τα Αρχεία της Παλιγγενεσίας, δημοτικά τραγούδια, εφημερίδες της εποχής και, σε μικρότερο βαθμό, μεταγενέστερη ιστοριογραφία και λογοτεχνία). Οι χίλιες περίπου φράσεις που σταχυολογούνται για να ζωντανέψει κάθε μια τους μπροστά μας, μάς κάνουν μέτοχους ενός κλίματος και μιας εποχής. Ξαναζούμε με αυτόν τον ιδιότυπο τρόπο, που μοιάζει θραυσματικός αλλά τελικά συγκροτεί μια γοητευτική ενότητα, την επανάσταση του ’21, μέσα από τον λόγο των επώνυμων και των ανώνυμων που πολέμησαν δυο αιώνες πριν: τις μικρές και μεγάλες νίκες, τις μικρές και μεγάλες ήττες, τα στρατηγικά λάθη και τους στρατηγικούς θριάμβους, τις προσωρινές ανακωχές, τις πολιορκίες, τις σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων, τους εμφύλιους των αγωνιστών, τις διαμάχες μεταξύ Τούρκων αξιωματούχων στα ελληνικά εδάφη, την καθημερινότητα και τις σημαντικές στιγμές ηρώων όπως ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Μαυροκορδάτος, ο Κασομούλης κ.λπ., τη ζωή κλεφτών και αρματωλών – μαθαίνουμε, όσοι από μας δεν είναι ιστορικοί, τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα είδη νομισμάτων και τις κάθε είδους οικονομικές συναλλαγές, όπως ήταν η μισθοδοσία των αγωνιστών, τα είδη όπλων, καραβιών, οχυρωμάτων, τον τρόπο ενδυμασίας κ.ά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποσπασματική αφήγηση του βιβλίου παίζουν τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όχι μόνο λόγω της συχνά επιγραμματικής σοφίας, του ανεπανάληπτου ύφους και του ενδιαφέροντος περιεχομένου τους, αλλά και γιατί αποτελούν, όπως γράφει ο Σαραντάκος στην κατατοπιστική εισαγωγή του, μια «λαμπρή εξαίρεση» ανάμεσα στα κείμενα εκείνης της εποχής, καθώς είναι γραμμένα στη λαϊκή γλώσσα – ως γνωστόν, ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα για να αφηγηθεί ο ίδιος τις εμπειρίες του από τον αγώνα. Αντίθετα, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κείμενα της εποχής που έχουν φτάσει ως εμάς, είναι γραμμένα σε λόγια γλώσσα είτε από τον ίδιο τον αγωνιστή είτε από τον γραμματικό του, που συχνά ευπρεπίζει τις αφηγήσεις που του υπαγορεύονται (όπως για παράδειγμα ο Γεώργιος Τερτσέτης τις αφηγήσεις του Κολοκοτρώνη). Λαϊκότερος είναι, ευτυχώς, ο λόγος σε πολλές επιστολές και αναφορές οπλαρχηγών, οι οποίες επίσης αξιοποιούνται εδώ. Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο Σαραντάκος, στα κείμενα του ’21

το λεξιλόγιο δεν έχει την καταθλιπτική ομοιογένεια των κειμένων μετά τη συγκρότηση του κράτους. Οι λαϊκές λέξεις αποδεικνύονται επίμονες και αξιοθαύμαστα ανθεκτικές και καταφέρνουν να τρυπώνουν στα λόγια κείμενα, ακόμα και στα θεσμικά.

(σ. 10)

Από εκεί τις ξετρυπώνει ο συγγραφέας, τις μελετά και τις αναδεικνύει στο βιβλίο του. Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του, εξάλλου, βρισκόμαστε σε μια εποχή που δεν υπάρχει ακόμη επίσημο ελληνικό κράτος και κατά συνέπεια επεξεργασμένη και εδραιωμένη θεσμική ορολογία, ούτε βέβαια τόσο έντονη ανάγκη, όπως από τη δεκαετία του 1930 και μετά, να αποδείξουμε ότι είμαστε οι ένδοξοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Συνεπώς η λόγια γλώσσα της εποχής απέχει πολύ από την αρχαΐζουσα που θα έρθει αργότερα –εύστοχα ο Σαραντάκος γενικεύει τον χαρακτηρισμό του Σπύρου Ασδραχά για το ημερολόγιο του Αντώνιου Κριεζή ως «επιφανειακά καθαρολόγο», για να χαρακτηρίσει πολλά έργα της εποχής.

Σε όλα τα βιβλία του για τη γλώσσα, ο Σαραντάκος μας υπενθυμίζει, μέσα από τις ετυμολογικές αναλύσεις του και τις αφηγήσεις του γλωσσικών δανεισμών ανά τους αιώνες, ότι δεν υπάρχει γλώσσα «καθαρή», αλλά ότι, αντιθέτως, η γλώσσα που μιλάμε είναι ένας από τους πιο αδιάψευστους μάρτυρες της δημιουργικής επαφής ανθρώπων και πολιτισμών. Όσον αφορά την ετυμολογία των λέξεων στο Ζορμπαλίκι των ραγιάδων, καταλαβαίνουμε ότι, για ευνόητους λόγους, οι περισσότερες (τα δύο τρίτα περίπου) είναι «ανατολικής» ετυμολογίας, τουρκικές κυρίως, με απώτερη, συχνά, αρχή περσική ή αραβική. Από τις υπόλοιπες, ο ίδιος μας λέει ότι οι εβδομήντα είναι ετυμολογίας «δυτικής», οι είκοσι έξι ελληνικές, τρεις από σλαβικές γλώσσες και τρεις από αλβανικά δάνεια. Και υπογραμμίζει με ελαφρώς περιπαικτική διάθεση, μια και κατά καιρούς τον έχουν απασχολήσει οι ποικίλοι ελληνοκεντρισμοί, όπως εκφράζονται στο πεδίο της γλώσσας:

Όσοι ανησυχούν ή ενοχλούνται για τη μεγάλη αναλογία τουρκικών δανείων, ας βεβαιωθούν ότι ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και οι άλλοι αγωνιστές μπορεί να χρησιμοποιούσαν τουρκικούς όρους στην ομιλία τους αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να ελευθερώσουν την Ελλάδα και –πολλοί από αυτούς– να πεθάνουν για την υπόθεση αυτή.

(σ. 13-14)

Θα αναφερθώ δειγματοληπτικά σε δυο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ετυμολογίας που επισημαίνονται στο βιβλίο. Η μια αφορά το «καριοφίλι», το γνωστό μακρύκανο τουφέκι της επανάστασης του 1821. Η λέξη ταλαιπώρησε, όπως πληροφορούμαστε, τους μελετητές τόσο με την ετυμολογία όσο και με την ορθογραφία της. Η άποψη του Κωνσταντίνου Σάθα ότι προέρχεται από το ιταλικό εργοστάσιο όπλων Carlo e figli (Κάρλο και υιός), που έφτιαχνε τέτοια όπλα γύρω στο 1800, έχει πλέον καταρριφθεί καθώς τέτοιο εργοστάσιο δεν φαίνεται να υπήρξε, κι έτσι η λέξη πιθανότατα προήλθε από το γαρύφαλλο, καθώς η αρχικά μεγαλόστομη κάνη του όπλου θύμιζε μπουμπούκι γαρύφαλλου, ενώ κάποιοι πρόσθεταν εγχάρακτα ή ένθετα μπρούτζινα γαρύφαλλα στον διάκοσμό του: το όπλο ήταν γνωστό από τον 16ο αιώνα στα τουρκικά ως karanfil, που ανάγεται στην ίδια ρίζα με το ελληνιστικό καρυόφυλλον, ή προέρχεται από αυτό μέσω των αραβικών (qaranful). Οπότε, συμπεραίνει ο Σαραντάκος, η ορθογραφία του Βαλαωρίτη στο γνωστό δημοτικοφανές ποίημά του «Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του», όπου γράφει τη λέξη με δυο υ και δυο λ, βρίσκει ετεροχρονισμένα τη δικαίωσή της (σ. 94-95).

Η δεύτερη περίπτωση ετυμολογίας στην οποία θα σταθώ, αφορά τη λέξη «άσπρο», που ήταν αργυρό νόμισμα μικρής αξίας, ενώ στον πληθυντικό αριθμό σήμαινε τα χρήματα γενικώς. Όπως μαθαίνουμε, τα νομίσματα δεν ονομάστηκαν «άσπρα» επειδή ήταν ασημένια και άρα λευκά, αλλά, ω της παραδοξότητας, το λευκό χρώμα ονομάστηκε άσπρο επειδή έμοιαζε με τα νομίσματα. Στα λατινικά asper σημαίνει τραχύς, κι έτσι το νεόκοπο ασημένιο νόμισμα, τραχύ και λαμπερό πριν λειανθεί από τη χρήση, ονομαζόταν nummus asper, τραχύ νόμισμα, που πέρασε στα βυζαντινά ελληνικά από τον πληθυντικό aspera, aspra και «άσπρα» ονομάστηκαν τα ασημένια νομίσματα μικρής αξίας. Επειδή το ασήμι είναι λευκό, η λέξη «άσπρο» έφτασε να εκφράζει τη λευκότητα και όχι μόνο έγινε συνώνυμο της λέξης «λευκός», αλλά και την υποκατέστησε στη λαϊκή γλώσσα (σ. 39-40).

«Έχεις άσπρα, έχεις άστρα», λέει μια παροιμία που αναφέρει στο ίδιο λήμμα ο Σαραντάκος, παροιμία ποιητική, θα έλεγα, που προσωπικά δεν γνώριζα. Και με το γρόσι (ασημένιο τούρκικο νόμισμα) υπάρχουν παρόμοιου πνεύματος παροιμίες που βρίσκουμε στο βιβλίο: «Έχεις γρόσι; Έχεις γνώση», «Έχεις γρόσια; Έχεις γλώσσα» (σ. 64), Συχνότερα από παροιμίες, βέβαια, ο μελετητής παραθέτει στίχους δημοτικών τραγουδιών (μέτρησα, πρόχειρα, περισσότερους από εβδομήντα στίχους διαφορετικών τραγουδιών), κυρίως κλέφτικων, από τις συλλογές του Νικόλαου Πολίτη, του Κλωντ Φωριέλ, του Άρνολντ Πασσάου και του Γεώργιου Χασιώτη. Αλλά και γενικότερα τα λήμματα διανθίζουν φράσεις από λογοτεχνικά κείμενα –με κάποια φειδώ, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, καθώς εκεί παρεμβαίνει η πένα ενός μεταγενέστερου. Έτσι, από ποίηση βρίσκουμε το μακρινό Χρονικό του Μορέως, και ασφαλώς Ρήγα Φερραίο, Χατζησεχρέτη, Σολωμό, Τσοπανάκο (=Παναγιώτη Κάλλα), αλλά και Παλαμά, Μαλακάση, Αθάνα, Σεφέρη, ακόμη και τον Γκάτσο ως στιχουργό· από πεζογραφία Στέφανο Ξένο, Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Κονδυλάκη, Βάρναλη, Καραγάτση, Πετσάλη-Διομήδη, από θέατρο κυρίως (τι άλλο;) τη Βαβυλωνία του Δημήτριου Βυζάντιου. Το ίδιο το βιβλίο, εξάλλου, παίρνει τον καίριο τίτλο του, «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» από μια φράση της δημοφιλούς μυθιστορηματικής βιογραφίας του Καραϊσκάκη δια χειρός Δημήτριου Φωτιάδη (η δέκατη τέταρτη έκδοση, βελτιωμένη και συμπληρωμένη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου το 1995).

Όσον αφορά τις σημασίες των λέξεων, υπάρχουν ανάμεσά τους κάποιες που ξέρουμε σήμερα, αλλά τότε σχημάτιζαν φράσεις των οποίων την έννοια αγνοούμε. Έτσι, το «γελέκι» ήταν και τότε το γνωστό ρούχο που φοριόταν κάτω από την κάπα, ωστόσο υπήρχε και η στερεότυπη φράση «στο γελέκι», που σήμαινε «χωρίς βαριά ρούχα και όπλα» και κατ’ επέκταση «έτοιμος για μάχη», και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσταγμα εφόδου (σ. 52). Το «βόλι» ήταν και τότε η σφαίρα, αλλά η ευχή «καλό βόλι» δεν σήμαινε μόνο «να είναι εύστοχες οι βολές», αλλά και να ευστοχήσει το βόλι που θα βρει τους αγωνιστές, να τους αφήσει στον τόπο και όχι ανάπηρους (σ. 48).

«Δεν μας τρομάζουν τον οχτρών τα βόλια», τραγούδησαν πάλι οι αντάρτες στην Εθνική Αντίσταση, μας θυμίζει ο Σαραντάκος, καθώς τον ενδιαφέρουν και οι επιβιώσεις πολλών από τις λέξεις του γλωσσαρίου του. Αναμενόμενες είναι οι επιβιώσεις κάποιων από αυτές στην Αντίσταση, όπως τα «βόλια», ο «καπετάνιος» και τα «άρματα» – «Τα άρματα στον ύμνο του ΕΛΑΣ («στ’ άρματα στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα») είναι τα ίδια που άστραψαν και στον ξεσηκωμό του Εικοσιένα», παρατηρείται (σ. 36). Άλλες λέξεις παρέμειναν ζωντανές χάρη στον Καραγκιόζη και στις ιστορίες του Ναστραντίν Χότζα. Αρκετές μετατράπηκαν σε επώνυμα. Πολλές παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεγόμενης «δείνωσης των δανείων», που όπως εξηγείται στην εισαγωγή του βιβλίου, είναι η συνήθης μετατόπιση προς το αρνητικό των δάνειων λέξεων όταν αντικατασταθούν από μια αυτόχθονη λέξη που έχει θεσμική υποστήριξη (σ. 14): ο «καταπατητής», ας πούμε, αντί για κατάσκοπος σημαίνει πλέον καταχραστής· ο «λουφές», από μισθός των παληκαριών του αγώνα σημαίνει τώρα απολαβή που αποκτάται αθέμιτα κ.λπ. Υπάρχουν, όπως είναι ευνόητο, και οι περιπτώσεις που μια λέξη συνυφασμένη με τον πόλεμο, τώρα χρησιμοποιείται για αντικείμενα της ειρηνικής ζωής: η «μπροστέλα», από εμπροσθοφυλακή έφτασε να σημαίνει ποδιά· το «γιατάκι», από κρησφύγετο κλεφτών σε δύσβατη περιοχή σημαίνει στρώμα, κρεβάτι· το «ταμπούρι» από οχύρωμα σημαίνει πλέον μεταφορικά, μεταξύ άλλων, την αμυντική τακτική στο ποδόσφαιρο κ.ά. Ιδιόρρυθμη υπήρξε η εξέλιξη της λέξης «πρέζα», που από θαλάσσια λεία σημαίνει στις μέρες μας μικρή ποσότητα ναρκωτικού που ρουφιέται από τη μύτη.

Άλλαξαν οι καιροί. Αλλά η γλώσσα κουβαλάει μνήμες, και δουλειές σαν αυτή του Νίκου Σαραντάκου μας βοηθάνε να επιστρέψουμε νοερά στην εποχή της επανάστασης. Όπως έχει πει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας, το τεράστιο υλικό από το οποίο άντλησε τις λέξεις του για να γράψει το βιβλίο αυτό ελπίζει ότι θα δώσει στο μέλλον μια εκτενή και μάλλον πολύτομη επισκόπηση του γλωσσικού τοπίου του ’21, έργο όχι ασφαλώς ενός μόνο ατόμου αλλά μιας ομάδας ερευνητών. Προς το παρόν, το Ζορμπαλίκι των ραγιάδων μάς δίνει το γλωσσικό άρωμα μιας εποχής για τη γλώσσα της οποίας λίγα έχουν μέχρι στιγμής γραφτεί, και αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η ευστοχία του στίχου του Ζήσιμου Λορεντζάτου: «τη φτώχεια της γραφής μαθαίνοντας, πλουταίνεις»[1].


[1]     Ζ. Λορεντζάτος, Ποιήματα, ΄Ικαρος, Αθήνα 2006, σ. 144.

Scroll to Top