…»Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ο Κ. ένιωθε να κουβαλά ένα βάρος. Μωρό ακόμα, κουτρουβαλούσε τον δυσανάλογο στρογγυλό κορμό του από τη μια άκρη του δωματίου ως την άλλη κι όταν τύχαινε να βρει ένα εμπόδιο και μπουρδουκλωνόταν, παρέμενε ακίνητος μέχρι να τον βρει κάποιος και να τον επαναφέρει στη θέση του, ενώ τα μικροσκοπικά άκρα του έχασκαν ψηλά σε στάση δέησης, σάμπως ο Κ. από μωρό να ήλπιζε σε κάποιο θαύμα.»
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι μια ιστορία αναξιότητας. Αλίμονο! Καθώς τη διαβάζετε, έχετε το ελεύθερο να αλλάξετε τα σημεία στίξης, να πατάξετε τις αστοχίες, τις όποιες ασυνέπειές μου, θα ήταν δε, ευχής έργον να ξαναγράψετε το τέλος της.
…»Καθώς η μαθητική σάκα τον έκανε να μοιάζει με σαλιγκάρι που πάσχιζε να κουβαλήσει το καβούκι του, οι συμμαθητές του τον περιγελούσαν. Και παρά τις επίπονες και πολυδάπανες θεραπείες για την παραμόρφωση της σπονδυλικής του στήλης, στην πίσω όψη του Κ. σμιλευόταν ένα συμπαγές, ανθεκτικό και στη σπάνια περίπτωση φθοράς, πλήρως επαναδομούμενο σπίτι.»
Μπήκαμε στο σπίτι αμέσως μόλις πήραμε την απόφαση να μείνουμε μαζί. Ήταν ένα όμορφο διαμέρισμα, φωτεινό, ό,τι έπρεπε για το νέο μας ξεκίνημα. Εγώ, εκείνο το διάστημα έγραφα, μάλλον προσπαθούσα να γράψω μια νουβέλα, ενώ η Σ. δοκίμαζε την τύχη της ως δημιουργός περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκτός από κάποια βασικά έπιπλα, ο νέος μας χώρος γέμισε γρήγορα με ψάθινα καλάθια, φυτά και αρωματικά κεριά. Συχνά πυκνά, η Σ. έστηνε φωτογραφήσεις τοποθετώντας με μοναδική μαεστρία, χρηστικά και μη αντικείμενα διαφορετικής καταγωγής. Προϊόντα ομορφιάς και βίγκαν διατροφής, είδη σπιτιού, ρούχα και πανάκριβα διακοσμητικά, έβρισκαν μια εφήμερη θέση στον χώρο σκηνογραφώντας, κατά έναν περίεργο τρόπο, το εφήμερο της δικής μας σχέσης. Ήταν ένα σκηνικό υψηλής αισθητικής και δαιμονικής ακρίβειας κι όμως, με τόση έλλειψη βάθους, ώστε αρκούσε ένα πουλόβερ ριγμένο στην καρέκλα, μια ξέμπαρκη παντόφλα, ένα βιβλίο μου στο πάτωμα και σταδιακά, ακόμα και η παρουσία μου στον χώρο, για να αρχίζει να καταρρέει.
Μια μέρα η Σ., αφού πήρε μερικές βαθιές εισπνοές πάνω από τον καυστήρα που έκαιγε ένα έλαιο με άρωμα «Πρωινό στη Βιβλιοθήκη», μου ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος λίγων εβδομάδων. Το επόμενο διάστημα έβαψε το σπίτι μπεζ ανοιχτό, ενώ παράλληλα αποστείρωνε ό,τι έβρισκε μπροστά της, προκειμένου να δημιουργήσει –όπως έλεγε– μια φωλιά για το μωρό που θα ερχόταν. Η στιγμή που θα απαιτούσε να ξεφορτωθώ προσωπικά αντικείμενα και βιβλία από το γραφείο που συνήθιζα να γράφω για να μετασχηματιστεί ο χώρος σε παιδικό δωμάτιο είχε πλέον δρομολογηθεί, όπως άλλωστε και η μεταμόρφωση της Σ. στο πιο ξένο πλάσμα του κόσμου.
…»Με τον καιρό ο Κ. κατάφερε να εγκαταλείπει, έστω, προσωρινά το κέλυφός του. Απαλλαγμένος από το βαρίδι, σερνόταν οπουδήποτε ήθελε, διείσδυε ακόμα και στις πιο μικροσκοπικές εγκοπές, ενώ τα μάτια του φεγγοβολούσαν στο σκοτάδι με την ένταση που τώρα φεγγοβολούν και με καρφώνουν τα μάτια της Σ., καθώς της λέω πως δεν μπορώ να είμαι πατέρας κανενός παιδιού, είμαι μόνο ένας συγγραφέας που ζορίζεται, ασφυκτιεί στο τακτοποιημένο διαμέρισμα με τα αρωματικά κεριά και τις άλλες μπούρδες στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, μέσα σε ένα θολό κατασκεύασμα που δεν τον γεμίζει και δεν του δίνει καμία ανυπομονησία, πέρα από αυτήν που δείχνει κανείς όταν περιμένει τον νεκροθάφτη του.»
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πόσος καιρός πέρασε από τότε που η Σ. με εγκατέλειψε μόνο να γράφω και να σβήνω αδιάκοπα το τέλος μιας ιστορίας που έχει ειπωθεί καλύτερα από τη δική μου.Κάποτε, σπάω την ησυχία, αναφωνώ λέξεις ευρηματικές, δικαιολογίες για την έλλειψη προσαρμογής μου στην αγάπη, την αδιανόητη ακαμψία και τη σκληρότητα που έδειξα στη Σ. και το πλάσμα που αν ερχόταν στη ζωή θα ήταν καταδικασμένο, αργά ή γρήγορα, να κληρονομήσει τη δυσμορφία μου, την παραμόρφωση και τη μοναξιά που είμαι αναγκασμένος να κουβαλώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μόνος μου έκλεισα τη μοναδική χαραμάδα σωτηρίας∙ με αυταπάρνηση και καταστροφική μανία.
Είμαι ολότελα παραδομένος στη μοίρα μου, στις μικρές μέρες που έρχονται. Το βάρος πέφτει μονάχα στη δική μου πλάτη.