© Harry Benson

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Μύθος, όνειρο και λογοτεχνικό παιχνίδι:
Χριστόφορος Λιοντάκης, Νάσος Βαγενάς και Δημήτρης Καλοκύρης

Οι ποιητές της ευάλωτης νεανικής αμφισβήτησης, όπως εμφανιζόταν στην αυγή της δεκαετίας του 1970, θα βαδίσουν προς την ωρίμανσή τους, από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα μέχρι και σήμερα, εγγράφοντας στην τροχιά της εσωτερικής περιπλάνησης, που έχει πλέον αποβάλει οργανικά από τον κορμό της τα μεγέθη της πολιτικής και της Ιστορίας, τις πιο διαφορετικές διαδρομές: η πολιτική δυσανεξία μεταμορφωμένη σε κοινωνική διάψευση της καθημερινής ύπαρξης, η εξορία της μεγαλούπολης και η ανακουφιστική διέξοδος της γενέθλιας γης, η ποιητική του ψυχοσωματικού ακρωτηριασμού, ο τρόμος του εν ζωή θανάτου, η λατρεία της απουσίας και του κενού, η σύμπλεξη του αρχαϊκού με τη μυθολογία της φύσης ή με το γυναικείο φύλο και την καθημερινότητα, η πάλη με το άδηλο και τις ανεκδήλωτες σημασίες της γλώσσας, η φιλοσοφική ενατένιση σε συνδυασμό με μιαν αρχετυπική εικονοποιϊα, ο αισθησιακός ή ο πνευματικός ερωτισμός, η λατρεία του αισθητισμού, η αισθητοποίηση ή ο παραλογισμός της εκκένωσης του πραγματικού, αλλά και ο λυρισμός, ο μύθος και το όνειρο σε σχέση με την ιστορία και την εκφραστική μιας σειράς ποιητικών ειδών και ποιητικών ρευμάτων. Αυτή την τελευταία τάση και ομάδα, στην οποία εντάσσω τον Χριστόφορο Λιοντάκη, τον Νάσο Βαγενά και τον Δημήτρη Καλοκύρη, παρά τις πολύ μεγάλες αποστάσεις οι οποίες εμφανώς τους χωρίζουν, θέλω να συζητήσω με την ευκαιρία του ανά χείρας αφιερώματος, εξετάζοντας τα έργα της ωριμότητας των τριών και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε μετά από παρέλευση πολλών ετών καλλιτεχνικής θητείας η ποίηση και η ποιητική τους.

Αναβαθμοί του λυρισμού: Από τον Λαβύρινθο και τον Μινώταυρο στον Μαλακάση και τον Καρυωτάκη

Τα δύο τελευταία βιβλία του Χριστόφορου Λιοντάκη (1945-2019) τιτλοφορούνται Εικόνες που επιμένουν (2012) και Στο τέρμα της πλάνης (2010). Με το πρώτο, ο ποιητής αποφάσισε να επανέλθει στις τρεις συλλογές με τις οποίες ξεκίνησε την πορεία του στα γράμματα: Το τέλος του τοπίου (1973), Μετάθεση (1976) και Υπόγειο γκαράζ (1978). Ο κεντρικός ήρωας και των τριών συλλογών, που δεν είναι άλλος από το ποιητικό του εγώ, κινείται ανάμεσα στην καθημερινή διάψευση ή απόγνωση και στο ακατάλυτο πάθος για ζωή, που θα καταφέρει να φρενάρει έστω και την τελευταία στιγμή την τάση του για ελεύθερη περιδίνηση στο κενό. Η σύγκρουση του ποιητικού εγώ με την ενδιάθετη λυρική ροπή του είναι η γραμμή την οποία θα χαράξει από τη δεκαετία του 1970 για την ποίησή του ο Λιοντάκης, εξιστορώντας ένα διηνεκές τραύμα: το πώς η λατρεία για την ομορφιά της φύσης, αλλά και η σωματική αίσθηση του κόσμου (μια αίσθηση με μονίμως ανεβασμένη θερμοκρασία), θα προσκρούσουν κάποια στιγμή, με έναν σχεδόν μοιραίο τρόπο, στις συνθήκες αφόρητης υπαρξιακής στέρησης τις οποίες επιβάλλει η πραγματικότητα, για να προκαλέσουν μια κατάσταση μόνιμης εκκρεμότητας και αιώρησης. Το κρισιμότερο για τη συζήτησή μας είναι πως ο ποιητής θα κρύψει αυτό το τραύμα πίσω από τον Καρυωτάκη και τα μοιρολόγια του Μιλτιάδη Μαλακάση[1][1] Για τη σχέση με τον Καρυωτάκη και τον Μαλακάση, βλ. Παντελής Μπουκάλας, «Για τον ποιητή Χριστόφορο Λιοντάκη», εφημερίδα Η Καθημερινή, 1 Σεπτεμβρίου 2019: «Σε προ τριετίας συνέντευξή του στον Χρήστο Αγγελάκο (Εφημερίδα των Συντακτών, 18 Δεκεμβρίου 2016) είχε κατονομάσει τον Κώστα Καρυωτάκη σαν έναν από τους αγαπημένους του ποιητές. Κι ωστόσο, κάποιο από τα κρίσιμα μονοπάτια της ζωής του διασταυρώθηκε με το μονοπάτι ενός περιστασιακά ‘’αντίδικου’’ του Καρυωτάκη: του Μιλτιάδη Μαλακάση. Εννοώ … Συνέχεια..., αλλά και πίσω από τις μυθολογικές μάσκες της αρχαίας Κρήτης (με πρωταγωνιστές τον Λαβύρινθο και τον Μινώταυρο), που θα συνδυαστούν με ποικίλες συμβολικές αφαιρέσεις, όπως και με διάφορα αντιθετικά δίδυμα, προκειμένου να σημάνουν τον μοιραίο διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο ποιητικές εποχές: από τη μια είναι η εποχή της ελευθερίας, της εμπιστοσύνης και της ψυχικής ρώμης και από την άλλη η εποχή του περιορισμού, της σύγχυσης, της ακατανοησίας, αλλά και της ολοφάνερης εσωτερικής φθοράς και κάμψης.

Τι ακριβώς θα συμβεί όταν θα δημοσιευτεί η συλλογή Στο τέρμα της πλάνης; Ο Λιοντάκης θα συνταιριάξει τη σωματοποιημένη γλώσσα της αφαίρεσης και του συμβόλου με μιαν εμπύρετη καθημερινή ύλη, την οποία θα παραλάβει από τις ενδιάμεσες συλλογές του: Ο μινώταυρος μετακομίζει (1982), Ο ροδώνας με τους χωροφύλακες (1988) και Με το φως (1999). Εκείνο, ωστόσο, το οποίο θα κάνει τη διαφορά με το παρελθόν και με το σύμπαν το οποίο κατακρατούν οι Εικόνες που επιμένουν είναι κάτι άλλο. Ο έρωτας, που αποτελούσε πάντοτε μόνο ένα εν δυνάμει στοιχείο, μια δυνατότητα σε αναστολή, υποταγμένη στο κυνήγι του ωραίου, θα ανέβει τώρα με πρωτόγνωρη ορμή στην επιφάνεια, για να συνταράξει το ποιητικό εγώ, να διαμελίσει όλες τις κοπιωδώς σφυρηλατημένες μέχρι πρότινος θωρακίσεις του και το ρίξει με μιαν εξαιρετικά τολμηρή σπρωξιά στο άγνωστο. Ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, οι αρχαίοι λυρικοί, αλλά και τα βιβλικά κείμενα ή οι στωικοί των ελληνιστικών χρόνων, που θα συμπλέξουν το αρχαιόμυθο με αρχαιόθεμο σε μιαν αρραγή ενότητα, όλα με άλλα λόγια τα μέσα τα οποία θα επιστρατεύσει ο Λιοντάκης για να συγκαλύψει τον ρεαλισμό του κοινωνικού περιθωρίου και τη σπασμένη εικονοποιϊα μιας ανώνυμης και εκ των προτέρων ματαιωμένης περιπλάνησης (ιδού τι προσεκτικά θα αντιτείνουν οι ενδιάμεσες συλλογές στις Εικόνες που επιμένουν), θα αποσυρθούν από το προσκήνιο με έναν και μοναδικό σκοπό: να ανοίξουν το κανάλι για τη διάπλευση του αγνώστου. Το συμπέρασμα δεν είναι δύσκολο: ο λυρισμός του Λιοντάκη θα εξακολουθήσει την επουράνια πτήση του, τότε αλλά και εν συνεχεία, χωρίς να χάσει ούτε μία φορά το έδαφος κάτω από τα πόδια του.

Βιογραφία και αυτοβιογραφία ή ο μύθος και το όνειρο

Με την Πανωραία (2016), που αποτελείται από 59 ποιήματα κι έναν πολύ σύντομο πεζό πρόλογο αλλά λειτουργεί σαν ένα ενιαίο αφήγημα, ο Νάσος Βαγενάς (γεν. 1945) θα βάλει στο λογοτεχνικό του παιχνίδι, μετά από πλήθος μεταμορφώσεων αντλημένων από ποικίλα ιστορικά στρώματα της ελληνικής και ξένης ποίησης, δύο παραμέτρους: τη βιογραφία και την αυτοβιογραφία. Η Πανωραία του τίτλου είναι θεία του ποιητή, αδελφή της γιαγιάς του από την πλευρά του πατέρα του, και αποτελεί πρόσωπο των παιδικών του χρόνων. Ξετυλίγοντας την ιστορία της θείας, ο Βαγενάς ξεδιπλώνει κι ένα μέρος από τη δική του ιστορία στην επαρχία, όπου θεία και ανιψιός θα ζήσουν σ’ έναν μυθικό και ονειρικό χρόνο: σε έναν χρόνο ο οποίος θα παρασύρει στο κύλισμά του και κάποια κομμάτια από τον ιστορικό ιστό της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Τι ακριβώς, όμως, μας λέει η βιογραφία της Πανωραίας; Το μεγάλο μέγεθος, τα βαριά πέλματα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και της Μάχης της Κορυτσάς στέκουν δίπλα στα μικρομεγέθη της καθημερινότητας –την πρακτική ανάγκη για ψωμί και φαγητό ή τη συμβολική πράξη του πλυσίματος της στολής του νεκρού στρατιώτη, μια κατεξοχήν μνημονική τελετουργία. Τίποτε από αυτά, ωστόσο, δεν δίνει τον κυρίαρχο τόνο στην ποιητική αφήγηση του Βαγενά –όσο κι αν επιμένει η Ιστορία με τους απόηχους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή με τη μοίρα της Αριστεράς και του Εμφυλίου, όσες φορές κι αν επανέλθει η καθημερινότητα, με τον χορό των γυναικών που περιστοιχίζουν την Πανωραία. Το βιβλίο τρέφεται πρωτίστως από κάτι άλλο: από μιαν υπερβατική πηγή, που είναι, όπως το έλεγα και πρωτύτερα, η άπατη δεξαμενή του μύθου και του ονείρου. Το υπερβατικό, εντούτοις, εδώ δεν σημαίνει ούτε μεταφυσικό ούτε υπερφυσικό. Το βλέμμα της Πανωραίας ανήκει μάλλον στην τάξη του μαγικού: ένας προθρησκευτικός τρόπος όρασης του κόσμου, που θα συναντηθεί, για να γίνει ένα μαζί του, με το βλέμμα του παιδιού το οποίο εκπροσωπεί ο ποιητικός αφηγητής, αλλά και με το ύστερο, απολογιστικό βλέμμα του Βαγενά όταν ετοιμάζεται να μας μυήσει στα μυστικά της θείας, η οποία είναι εγκατεστημένη στον πυρήνα της παιδικής ηλικίας. Σε μια τέτοια προοπτική, οι μαγικές εικόνες και οι μαγικές καταστάσεις ή οντότητες που στοιχειώνουν τον βίο της θείας και του ανιψιού μετασχηματίζονται σε μαγικές εικόνες της ποίησης. Έτσι, όμως, η τέχνη, διεκδικεί και κερδίζει εξ ολοκλήρου την ικανότητά της να μεταμορφώνει (πάλι το ζήτημα των μεταμορφώσεων) την πραγματικότητα: όχι παίζοντας, όπως στις οβιδιακές Μεταμορφώσεις, με τους μύθους της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, αλλά ξεκουκίζοντας παραμύθια υφασμένα στην καρδιά της δεκαετίας του 1950 στη Δράμα: από τη μαρμελάδα την καμωμένη από άγουρα δαμάσκηνα του κήπου, το φεγγάρι που χαμηλώνει για να σπάσει τα κεραμίδια, τα καντήλια που παραλείπει να ανάψει η Πανωραία, τα κλαδιά που κόπηκαν για να σκεπάσουν τους εκτελεσμένους και τον γάτο που τον λέγαν Αλαντίν μέχρι τις κάργες που κατεβαίνουν από τα ψηλά όταν σκοτεινιάζει, το παχύ χαλί με τον ελέφαντα που τρομάζει, το τιτίβισμα της άνοιξης μέσα στην καρδιά του χειμώνα, τις ζωγραφιές και τα καράβια που πλέουν στ’ ανοιχτά, τον φόβο να μην ξυπνήσουν τα πουλιά και τα πούπουλα που πέφτουν ξαφνικά από τον ουρανό[2]Για τον λαϊκό και παροιμιακό λόγο της Πανωραίας, βλ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Δραματικά αποσταγμένη ποιητική εκφορά», Η Εφημερίδα των Συντακτών, ένθετο «Ανοιχτό βιβλίο», 28 Ιανουαρίου 2017: «Ο Βαγενάς, σύμφωνα με σαφείς εσωτερικές κειμενικές ενδείξεις, ανακαλεί θησαυρισμένες μνήμες γύρω από μικρά, φαινομενικώς ασήμαντα γεγονότα που συνέβησαν πριν από πενήντα τόσα χρόνια, όταν ο ίδιος βρισκόταν στην παιδική ηλικία. Η Πανωραία, όπως περιγράφεται με σύντομες αλλά καίριες πινελιές, διέθετε … Συνέχεια....

Εγκυκλοπαιδισμός χωρίς γνωστικό αντικείμενο

Τι κι αν γράφει άλλοτε στίχους θέλοντας συνήθως να τους ενώσει σε μεγάλες ποιητικές συνθέσεις κι άλλοτε πεζά ή δοκίμια που έχουν πάντοτε έναν πιο μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα; Όποια φόρμα ή όποιο είδος κι αν διαλέξει για τη γραφή του, ο Δημήτρης Καλοκύρης (γεν. 1948) πιάνει κάθε φορά το ίδιο νήμα: νήμα τραβηγμένο από ένα περίτεχνα μπερδεμένο εγκυκλοπαιδικό κουβάρι όπου ονόματα τόπων και ανθρώπων αλλά και καλλιτεχνικών, επιστημονικών ή φιλοσοφικών έργων μετατρέπονται σε έναν αχανή λογοτεχνικό κατάλογο, σε ένα απέραντο δίκτυο παιγνιωδώς συνταιριασμένων λέξεων και φραστικών σχημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και στις Παρασάγγες (2016), ένα βιβλίο-επιτομή του έργου του. Οι άπειροι αυτοί συνδυασμοί δεν έχουν βέβαια, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησαν να γίνονται, την παραμικρή σχέση με την οργανωμένη, ορθολογική τάξη της εγκυκλοπαίδειας, δεν διαπνέονται από καμιά γνωστική φιλοδοξία και δεν εμφορούνται από κανέναν παιδαγωγικό σκοπό. Μοναδική έγνοια των κειμενικών αναδιφήσεων του Καλοκύρη, είτε μιλάει για τον Μπόρχες, τον Πάβιτς και τον Καλβίνο είτε μεταφράζει τον Όμηρο και τον Ροΐδη, είναι η αναμέτρηση με τη φαντασία της γλώσσας, η διερεύνηση των δυνατοτήτων της λογοτεχνίας να γεννήσει εκ του μηδενός και εξυπαρχής τον κόσμο. Γιατί η λογοτεχνία εν προκειμένω θα αρνηθεί εκ πεποιθήσεως το εξωτερικό της βλέμμα, μένοντας μακριά τόσο από την κοινωνία όσο και από την Ιστορία, ή μάλλον θα μεταμορφώσει τις κοινωνικές και τις ιστορικές αναφορές της σε λήμματα ενός πολυδύναμου και πολύχρηστου λεξικού, στο εσωτερικό του οποίου ο συγγραφέας θα δεξιωθεί τους πιο διαφορετικούς συνδαιτυμόνες: αρχίζοντας από τις Αμαζόνες, τις Σειρήνες, τον Οβίδιο, τον Βιργίλιο, τον Λουκιανό και τον Δάντη, περνώντας στους Δουμάδες, τον Ρίλκε, τον Πόου, τον Βερν, τον Λόρκα, τη Γουλφ, τον Κορτάσαρ, τον Πρεβέρ, τον Μπέκετ, τον Μάρκες και τον Κούντερα και φτάνοντας μέχρι τον Διγενή, τον Μακρυγιάννη, τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό. Στα λήμματα του ίδιου λεξικού θα φιλοξενηθούν αίφνης και άλλοι, εντελώς απρόσμενοι επισκέπτες: θεοί, προφήτες, κινηματογραφιστές, ζωγράφοι, συνθέτες αλλά και φωτογραφικά μοντέλα, ροκ σταρ, όπως και εξερευνητές και θαλασσοπόροι.

Τι ακριβώς θα κάνει με όλον αυτόν τον πληθυσμό ο Καλοκύρης; Παρακάμπτοντας την κριτική και τη γραμματολογία, στα όρια του να χλευάσει τη φιλολογική επιστήμη (όπως και τον ακαδημαϊσμό εν γένει[3]Μικέλα Χαρτουλάρη, «Απεχθάνομαι τους ‘’πνευματικούς ανθρώπους’’», Εφημερίδα των Συντακτών, 11 Νοεμβρίου 2016. Δηλώνει εν προκειμένω ο Καλοκύρης μετ’ εμφάσεως: «Δεν με ενδιαφέρουν οι “πνευματικοί άνθρωποι” που εμφανίζονται ότι ζουν σαν σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε έναν συρμάτινο πύργο απ’ όπου τάχα κινούν ιδεολογικά ρεύματα, και δεν έχουν σχέση με την καθημερινότητα και την πρακτική ζωή. Ο προβληματισμός και η στοχαστικότατα των βιβλίων τους ανοίγουν συνήθως διαδρόμους “βαρύτητας” … Συνέχεια...), έτοιμος να συμφύρει το υψηλό με το χαμηλό, αλλά και να δοκιμάσει ιλιγγιώδη άλματα μέσα στον χρόνο, ο λεξικογράφος θα συλλάβει τα πρόσωπά του έξω από κάθε κανονιστικό καλούπι: μια στιγμή του βίου ή του έργου τους, μια φαινομενικώς ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα πλάγιο τεκμήριο, ένα ψηφίο από τη μεγάλη εικόνα τού είναι αρκετά για να φωτίσει τις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες, για να δείξει πώς γκρέμισαν ή πώς λάτρεψαν τους προγόνους τους, για να αποκαλύψει τον εσώτερο, συχνά αδιόρατο πυρήνα από τον οποίο έχουν πηγάσει οι μύθοι και οι μορφές τους.

Λυρισμός, αρχαιογνωσία και δημοτική παράδοση για τον Λιοντάκη, βιογραφία, αυτοβιογραφία, μύθος, όνειρο και λαϊκός ή παροιμιακός λόγος για τον Βαγενά, γλωσσικές φαντασμαγορίες και λογοτεχνία που ξέρει πώς να επινοεί εξυπαρχής τον εαυτό της για τον Καλοκύρη. Να με ποιον τρόπο τρεις από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του 1970 ανεβαίνουν στη σκάλα της ωριμότητάς τους και καταλήγουν στην κορυφαία της βαθμίδα, αν και από πολύ νωρίς ξεκίνησαν να πορεύονται ο καθένας με τα δικά του όπλα.

Υποσημειώσεις[+]

«...είμαι η επίθεση της ελευθερίας στις σκληρές καρδιές
και το ποίημα που δύσκολα ακούγεται.…»
Τζακ Χίρσμαν
(Φρέαρ τεύχος 4 - Φθινόπωρο 2021)
Κύλιση στην κορυφή