στον Δημήτρη Ελευθεράκη
1.
Η κριτική σιωπά. Σιωπά σημαίνει ότι καταλαμβάνει, βρίσκει, εφευρίσκει, κατασκευάζει και εγκαθίσταται σε έναν χώρο τέτοιο, ο οποίος, ως αδύνατος, εκθέτει το έργο τέχνης. Το εκθέτει απ’ τη μεριά ενός άφατου κέντρου του. Το καταστρέφει. Δηλαδή το κάνει κατανοητό.
2.
Δρα δηλαδή εκρηκτικά ‒αλλά όπως το σπήλαιο του Πλάτωνα ή η στάμνα του Lacan. Ομιλώντας ασταμάτητα γύρω από ένα κενό. Ή ένα όνειρο.
3.
Ο Νικόλας Κάλας, τα κριτικά ‒τα εκρηκτικά‒ του κείμενα.
Tο εύρος, το ήθος και το ύφος τους ‒της πυρκαγιάς δηλαδή [1]Νικόλαος Κάλας, Foyers d’incendie / Εστίες πυρκαγιάς (1938/1997). ή του πραγματικού‒ υπήρξε για μένα ένα λαμπερό παράδειγμα του πώς ένας δημιουργός μιλά για την τέχνη, δηλαδή για το αδύνατο. Κυκλώνοντάς το και χωρίς να το ακουμπήσει ποτέ.
4.
Θα μείνω εκτός θέματος. Θα μείνω προσκολλημένος στο παράδειγμα του Κάλα. Λόγω του αναθέματος, του εξοστρακισμού του επίσης. Σε μία στάση εκκρεμή λοιπόν. Σε μία στάση αποσυνάγωγου. Άφωνης μάλλον αιώρησης (Autodafé;). Πατέρα, δεν βλέπεις ότι καίγομαι; [2]Το όνειρο του φλεγόμενου παιδιού, αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο της Ερμηνείας των ονείρων (1900)του Freud. Η επιθυμία, ο πατέρας, το πένθος, η απόλαυση, ο θάνατος, καθώς και οι διαπλοκές τους, τόσο στη φροϋδική όσο και στη λακανική εκδοχή τους, είναι εκτενείς, περίπλοκες και ακόμη θα έλεγα ανοικτές. Εν εξελίξει…
Γύρω του θα έβαζα σε τροχιά και άλλα ονόματα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αιρετικά: τα γραπτά του Δ.Ν. Μαρωνίτη για τον Γιώργο Χειμωνά (και του Βέλτσου;), τα κείμενα του Σάββα Μιχαήλ περί τέχνης, του Νάνου Βαλαωρίτη για την ποίηση, του Κωστή Παπαγιώργη για τη ζωή [3]Αναφέρω εδώ και το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού (2007), το οποίο έχει μία τέτοια λοξή ή υπερβολική ‒αλλά απαραίτητη‒ ματιά, όχι μόνο στη λογοτεχνία ή στο παρελθόν της, αλλά και στην υψικάμινο της δικής μας ζωής: η σήμερον ως αύριον και ως χθες.. Και καταχρηστικά, χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά: του Daniel Arasse για τη ζωγραφική, του Allen Badiou για τον έρωτα, του Maurice Blanchot για τη γραφή.
5.
Ο κριτικός πρέπει να μπορεί να πεθάνει. Δηλαδή να ζει, να ονειρεύεται, να δημιουργεί. Όπως και ο δημιουργός. Νομίζω ότι ο κριτικός είναι ένας δημιουργός ο οποίος διαστρέφεται. Δηλαδή εκθέτει σαν έργο τη διαδρομή που κάνει ένας δημιουργός –συνειδητά ή ασυνείδητα‒ και την εκθέτει ρητώς. Τη διαστρέφει και την εκτρέπει ρητώς. Και επειδή το έργο του ‒όπως και η τέχνη‒ εμπεριέχει, εφορμά και απευθύνεται στο ιερό ουσιαστικά και στον θάνατο, αυτά τα δύο πρόσωπα δεν ταυτίζονται ποτέ. Αλλά έρχονται ενίοτε κοντά. Συναντιούνται. Αλληλοσπαράσσονται.
6.
Υπάρχει μια «μητρική», συνδετική διάσταση της κριτικής, στην οποία παράγει, αποκαθιστά, διατυπώνει συνδέσεις. Μία διάσταση συμβολική, θα μπορούσα να την πω. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο επίπεδο όπου έχουμε το παράδοξο, το παράλογο, το αλλόκοτο. Έχουμε τον αλλόκοτο κριτικό. Ένα επίπεδο στο οποίο παράγει τομές. Αυτόν τον ρόλο ο κριτικός τον δανείζεται από τον δημιουργό, βεβαίως. Και ίσως αυτή να είναι τελικώς και η διαφορά τους. Η δημιουργία είναι μία ανάφλεξη. Μία ανώφελη ανάφλεξη. Ένας αποχωρισμός. Η κριτική μόνο κατά μίμηση, καθότι παραμένει πάντα ένας κοινός, ένας ωφέλιμος λόγος. Μιλά την κοινή. Την κοινή γλώσσα. Ενώ η δημιουργία σιωπά. Τέμνει. Φλέγεται. Αποσπά. Απέρχεται. Αποσιωπά.
7.
Μια υστέρηση της τέχνης ή του κριτικού λόγου γύρω απ’ αυτήν, μέσα σ’ αυτήν, πριν απ’ αυτήν, μετά απ’ αυτήν, είναι η διάνοιξη του υλικού μέχρι να φτάσει κανείς στο κυρίως θέμα της τέχνης. Και να προσπαθήσει να το θίξει, να μιλήσει γύρω απ’ αυτό. Όπως κάθε φορά η συνθήκη, το ύφος, το πρόσωπο ή ο ιδιαίτερος πόνος του επιβάλει. Όμως μία υστέρηση ‒ένα αμάρτημα θα μπορούσα επίσης να το ονομάσω‒ της τέχνης, όταν δεν καταφέρνει να βρει το κουράγιο να γίνει μεγάλη, είναι αυτή η διακοπή μιας τέτοιας πορείας στο φαντασιακό. Η τέχνη θίγει μερικά μεγάλα, μείζονα θέματα του ανθρώπου και του λόγου του. Του κόσμου επίσης. Εάν αυτό δεν το πράξει, δεν το παραγάγει ‒διότι αυτό παράγεται, δεν μπορεί να συμβεί απ’ ευθείας, ούτε ασύνδετα, αλλά παράγεται ως ένα προϊόν δουλειάς, διαδρομής, απόφασης‒ τότε έχουμε μία ελάσσονα προσπάθεια. Σήμερα η κριτική και η δημιουργία συχνά αρέσκονται να προστατεύονται, να πορεύονται, να τυλίγονται εντός του φαντασιακού. Είτε για να λείψουν, είτε για να λάμψουν, είτε για να ξεγελάσουν τον θάνατο.
Το φως όμως έχει μνήμη και διαπερνά τον κόσμο, διατρυπά τη γλώσσα καθέτως. Διέρχεται δε και ταξιδεύει πάνω απ’ τον άνθρωπο σαν τα αποδημητικά. Ή σαν την ιερή κουκουβάγια της Αθηνάς ‒που ίπταται αθόρυβα‒ διασχίζοντας τον ουρανό ενός άγνωστου κόσμου: τη νύχτα.
8.
Η νύχτα. Υπάρχει σε ένα επίπεδο μία δομική αορατότητα. Αδυναμία του βλέπειν. Η οποία είναι πολύ σημαντική. Παράγει μία ασυγχρονία, η οποία στην τέχνη είναι απαραίτητη. Διότι διακλείει το πρόσωπο απ’ τα λοιπά υλικά. Διότι εμφανίζει το αλλότριο.
Ο θάνατος είναι εκείνος ο οποίος έχει πάντα τον λόγο. Η ύπτια γλώσσα του. Κριτικός, δημιουργός, όμως, είναι εκείνος που παίρνει τον λόγο εν ζωή και ομιλεί εντός του θανάτου. Φτιάχνει ένα λεπτό βραχυκύκλωμα περί θανάτου.
Σιωπώ: oμιλώ χωρίς καμία εγγύηση, συνεχώς. Δηλαδή γράφω.
9.
Να μία έλλειψη. Μια έλλειψη κριτικής ως παράδειγμα μετουσίωσης. Μία έλλειψη, την οποία ο καθένας διαχειρίζεται εφευρίσκοντας έναν δικό του τρόπο. Άλλοι παρανοϊκό, άλλοι σχιζοφρενικό, άλλοι νευρωτικό. Και βεβαίως, πολλοί δημιουργικό.
Προσωπικά, αυτή η παρατεταμένη έκθεση στη σιωπή ‒και σε μία σιωπή κριτικής‒ με έχει οδηγήσει σε ένα είδος προσωπικής αδυναμίας ή στυλ. Να ενσωματώσω σε αρκετά βιβλία μου σημειώσεις. [Άλλες φορές πάλι αυτό το υλικό απορροφάται και στο ίδιο το ποίημα. Το ποίημα διχάζεται, συστρέφεται, αναιρείται: γίνεται και ο χώρος της πρόσληψής του.] Σημειώσεις λοιπόν, οι οποίες στην ποίηση και αχρείαστες είναι και αστείες. Σε αυτό ακριβώς το επίπεδο μιλώντας ‒επειδή η τέχνη ήταν και είναι πάντα αχρείαστη και αστεία‒ αυτές οι σημειώσεις είχαν και έχουν μία χροιά κωμικού, που δεν τις καθιστά βεβαίως καθόλου ελαφρότερες. Παίζουν για εμένα ακριβώς αυτόν τον ρόλο: διαχειρίζονται μια σχέση με αυτήν την έλλειψη. Η οποία δεν είναι μόνο των κριτικών αλλά είναι και της κριτικής. Δηλαδή είναι γενεσιουργός έλλειψη, η οποία πρέπει να προσεγγιστεί. Όχι να απωθηθεί. Όχι πάντα να μιληθεί, ίσως ούτε πάντα να γραφεί. Αλλά και όλα αυτά μαζί. Βλέπε τα ημερολόγια του Κάφκα.
Οι σημειώσεις αυτές παίζουν για εμένα αυτόν τον ρόλο της ανοικείωσης. Εντάσσουν τα ποιήματα μέσα στον ανοίκειο χώρο ο οποίος τα γέννησε. Φτιάχνουν ένα ελάχιστο, υπαινικτικό κενό, ένα ενδεχόμενο. Το οποίο ούτε επεξηγεί, ούτε εκλαϊκεύει. Αλλά συντροφεύει, αποκαθιστά, ανέχεται. Ανέρχεται προς εκείνο το ελάχιστο φως, που όπως οι πυγολαμπίδες (lucciola, το μικρό φως δηλαδή του Pier Paolo Pasolini), φέγγει, κάνοντας το απόλυτο σκοτάδι ομιλητικότερο.
10.
Η νεύρωση ή ο Leonardo [4]Πεζό ποίημά μου από την ανέκδοτη συλλογή Το Βέλος ή Η νέα ζωή.
Ο Giorgio Vasari, στο βιβλίο του για την Αναγέννηση και τους μεγάλους δημιουργούς της, αναφέρει πως ο Μιχαήλ Άγγελος, με επιμονή και λεπτότητα εντομολόγου, διάλεγε τα μάρμαρα, χάιδευε τις πέτρες στα βουβά λατομεία της Καράρα, πριν τα χρησιμοποιήσει για τη δουλειά του. Τις συντρόφευε, τις συνόδευε και τις ακολουθούσε σε όλα τα επόμενα ‒δύσκολα και πολύπλοκα‒ στάδια, μέχρι να φτάσουν ασφαλείς στο εργαστήριό του.
Ο Freud, αντιθέτως, τόνισε πως η πρώτη ύλη του ανθρώπου είναι ο σκοτεινός λίθος των ονείρων του. Η άυλη άβυσσος των περίπλοκων τοπίων του άγνωστου ύπνου του.
Εάν όχι ο βράχος του σημείου, όπου και το όνειρο βουβαίνεται, σταματά και πετρώνει σαν πέτρα. Σαν κόρυμβος περήφανος του άγνωστου, στα κυματιστά και ωραία μαλλιά της.
Ο Leonardo ‒εκτινασσόμενος στην αχανή και δύσβατη επικράτεια της ψυχής του‒ εκδραμάτισε τον διχασμό αυτόν. Δηλαδή δεν τον ζωγράφισε ποτέ.
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | Νικόλαος Κάλας, Foyers d’incendie / Εστίες πυρκαγιάς (1938/1997). |
---|---|
↥2 | Το όνειρο του φλεγόμενου παιδιού, αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο της Ερμηνείας των ονείρων (1900)του Freud. Η επιθυμία, ο πατέρας, το πένθος, η απόλαυση, ο θάνατος, καθώς και οι διαπλοκές τους, τόσο στη φροϋδική όσο και στη λακανική εκδοχή τους, είναι εκτενείς, περίπλοκες και ακόμη θα έλεγα ανοικτές. Εν εξελίξει… |
↥3 | Αναφέρω εδώ και το βιβλίο του Άκη Γαβριηλίδη Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού (2007), το οποίο έχει μία τέτοια λοξή ή υπερβολική ‒αλλά απαραίτητη‒ ματιά, όχι μόνο στη λογοτεχνία ή στο παρελθόν της, αλλά και στην υψικάμινο της δικής μας ζωής: η σήμερον ως αύριον και ως χθες. |
↥4 | Πεζό ποίημά μου από την ανέκδοτη συλλογή Το Βέλος ή Η νέα ζωή. |