Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Νίκος Ιατρού

Ο ήχος των χαλικιών

Ο κορυδαλλός έκανε δυο κύκλους πάνω από το παλιό πέτρινο κτήριο πριν προσγειωθεί στο περβάζι του σιδερόφραχτου παράθυρου.

Πίσω από τα κάγκελα, ένα ζευγάρι παιδικά μάτια ακολουθούσαν την πορεία του. Το πουλί πλησίασε επιφυλακτικά το απλωμένο χέρι. Δεν ήταν η πείνα που το ωθούσε να ξεπεράσει τον φόβο του. Ήταν το βλέμμα του παιδιού.

Τσίμπησε το πρώτο σπυρί. Τίναξε το κεφάλι του αριστερά δεξιά για να ελέγξει τον χώρο και τσίμπησε το δεύτερο. Πριν προλάβει να το καταπιεί, μια φωνή ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο και το πρόσωπο του παιδιού συσπάστηκε:

 «Какво правиш;»*

 Ο Κορυδαλλός πέταξε μακριά.  

«Какво правиш;» δυνάμωνε η φωνή.

Το αγόρι δεν απάντησε, κατέβηκε γρήγορα από το παράθυρο πατώντας στην άκρη της κουκέτας και μ’ ένα άλμα προσγειώθηκε μπροστά στη γυναίκα που φώναζε. Σήκωσε αργά το κεφάλι του, όχι όμως και τα μάτια του, έτσι δεν πρόλαβε να δει την παλάμη της να κατεβαίνει στο πρόσωπό του και να το βρίσκει λίγο πιο δεξιά από το αχνό αποτύπωμα που είχαν αφήσει τα κάγκελα στο απαλό δέρμα.

Η γυναίκα πλησίασε το παράθυρο, τίναξε τους σπόρους που είχαν μείνει στο περβάζι, έκλεισε τα παντζούρια και τράβηξε με δύναμη τις βαριές κουρτίνες.

Το σκοτάδι χτύπησε το παιδί πιο δυνατά από το χέρι της.

Το παράθυρο τετραγώνιζε το φως της ημέρας πριν το αφήσει να περάσει στο μακρύ θάλαμο. Το αγόρι τέντωσε το σώμα του προσπαθώντας να μπει στο φωτεινό κάδρο. Ο ήλιος ζέσταινε μόνο τα κρεβάτια της πρώτης σειράς, εκεί που, πριν τον τιμωρήσουν, βρισκόταν το δικό του κρεβάτι. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Κατέβηκε αθόρυβα και ακολούθησε τον διάδρομο που οδηγούσε στο παράθυρο περνώντας ανάμεσα σε παιδικά κεφάλια. Πριν φτάσει στο τέλος του διαδρόμου, μια σκιά μπήκε ανάμεσα σε εκείνο και το παράθυρο. Το αγόρι σήκωσε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό. Αυτή τη φορά όμως η γυναίκα είχε έρθει για άλλο λόγο. Τον οδήγησε στο γραφείο του Διευθυντή. Μόλις χτύπησε την πόρτα, κρύφτηκε πίσω από το ογκώδες σώμα της. Όταν εκείνη έκανε στο πλάι για να περάσει, η πόρτα του γραφείου ήταν ανοιχτή. Μια γυναίκα κι ένας άντρας που δεν είχε ξαναδεί σηκώθηκαν από τις καρέκλες και στάθηκαν μπροστά στο γραφείο. Ένιωσε το χέρι της γυναίκας που τον συνόδευε να τον σπρώχνει στην πλάτη κι ύστερα άκουσε την πόρτα να κλείνει πίσω του. Ο διευθυντής ξεκίνησε αμέσως να μιλά επαναλαμβάνοντας μια ιστορία που ο μικρός είχε ακούσει πολλές φορές. Για την ανήλικη μητέρα του που δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει, για τον καλό χαρακτήρα και την εκπαίδευσή του, για την οποία το ίδρυμα είχε φροντίσει. Ο τόνος της φωνής του ήταν αυτός ο οποίος επέλεγε μόνο όταν βρισκόταν μπροστά σε ξένους. Όταν ολοκληρώθηκε η διήγηση, η γυναίκα πλησίασε το παιδί. Δεν γονάτισε μπροστά του όπως έκαναν άλλες γυναίκες. Τέντωσε το χέρι και με τα δάχτυλα της σήκωσε το πηγούνι του προς τα πάνω. Μόλις είδε το πρόσωπό του, η έκφραση της άλλαξε. Τράβηξε το χέρι της και γύρισε προς τον άντρα της. Πριν κλείσει την πόρτα, το παιδί την άκουσε να σχολιάζει τον λεκέ που είχε γύρω από το μάτι του. Χαμογέλασε και έτρεξε προς το δωμάτιο. Ο κορυδαλλός μπορεί να είχε επιστρέψει.

Διέσχιζαν το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του διευθυντή. Ο ήχος των βημάτων του συντονιζόταν με την ηχώ της δικής της βαριάς περπατησιάς. Παγωμένα δάχτυλά έσφιγγαν τον καρπό του. Πίσω από την πόρτα, στο τέλος του διαδρόμου παιζόταν, με διαφορετικούς κάθε φορά πρωταγωνιστές, η ίδια σκηνή. Ένα ζευγάρι, καθισμένο στις ξεφτισμένες δερμάτινες πολυθρόνες μπροστά στο γραφείο του διευθυντή, άκουγε τα επαινετικά σχόλια για τη διαγωγή και τον χαρακτήρα του. Ο ενθουσιασμός των υποψήφιων γονέων κρατούσε μέχρι τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα και η πρώτη ματιά, συνήθως της γυναίκας, έπεφτε στη βαθυκόκκινη κηλίδα γύρω από το μάτι του. Λίγη ώρα μετά ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στην ασφάλεια του κρεβατιού του, κι αυτό το όφειλε στο σημάδι. Τη θέση του στο γραφείο θα έπαιρνε κάποιο άλλο παιδί με πρόσωπο αλέκιαστο.

Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, ο κόσμος του τελείωνε στον πέτρινο φράχτη του Ιδρύματος και όλες οι διαδρομές άρχιζαν και τελείωναν στον μοναδικό χώρο που θεωρούσε δικό του, το κρεβάτι του. Έξω από τον φράχτη απλωνόταν ένας κόσμος άγνωστος, ένας κόσμος που δεν ήξερε αν ήθελε να εξερευνήσει. Γι’ αυτό προτιμούσε να στρέφει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Εκεί κατοικούσαν οι ιπτάμενοι φίλοι του. Οι μοναδικοί του φίλοι. Τον υπόλοιπο κόσμο τον μάθαινε από τις εικόνες των βιβλίων και τις διηγήσεις άλλων παιδιών που είχαν προλάβει να ζήσουν πριν βρεθούν στο Ίδρυμα.

Όταν έφτασαν μπροστά στο γραφείο, η υπάλληλος που τον είχε φέρει χτύπησε ελαφρά την πόρτα και περίμενε μέχρι να ακούσει το «εμπρός» του διευθυντή. Αυτή τη φορά η μία πολυθρόνα ήταν άδεια. Η γυναίκα στεκόταν όρθια και γύρισε προς το μέρος του ταυτόχρονα με το άνοιγμα της πόρτας. Χρόνια μετά, δεν είχε ξεχάσει το βλέμμα της, ούτε το κάψιμο στο στήθος όταν τον κοίταξε. Ο άντρας έμεινε καθισμένος στην δερμάτινη πολυθρόνα μελετώντας τα χαρτιά που του είχε δώσει ο δικηγόρος του Ιδρύματος. Κάπνιζε ένα από τα λεπτά πουράκια που περιλαμβανόταν στα κεράσματα του Διευθυντή.

Μόλις το παιδί πήρε τη θέση του στο κέντρο του γραφείου, η γυναίκα γονάτισε μπροστά του και έφερε το βλέμμα της στο ίδιο επίπεδο με το δικό του.

Ο διευθυντής συνέχισε τον μονόλογό του αλλά δεν τον πρόσεχε κανείς. Το παιδί έκανε ένα βήμα πίσω όταν η γυναίκα σήκωσε το χέρι της για να αγγίξει με τα δάχτυλά της το σημάδι.

«Είσαι ένα όμορφο αγόρι» του είπε.

Την επόμενη μέρα το αγόρι περίμενε καθισμένο στον ξύλινο πάγκο έξω από το γραφείο του διευθυντή. Αυτή τη φορά δεν θα επέστρεφε στο κρεβάτι του. Τα λίγα πράγματα που του ανήκαν περίμεναν κι αυτά δίπλα του τυλιγμένα σε ένα σεντόνι. Όταν η πόρτα άνοιξε, ο διευθυντής χαιρέτισε δια χειραψίας το ζευγάρι. Ο άντρας που κρατούσε τα υπογραμμένα χαρτιά, έπιασε το σεντόνι με το ελεύθερο χέρι. Η γυναίκα έπιασε το χέρι του παιδιού. Περπάτησαν στον διάδρομο. Εκείνη στη μέση. Όταν κατέβηκαν τα σκαλιά και βγήκαν στην αυλή, το παιδί κοίταξε τριγύρω. Κανένας από το προσωπικό δεν ήταν εκεί. Λες και είχαν κρυφτεί επίτηδες για να μη μαρτυρήσουν την απόδρασή του. Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε με έναν υπόκωφο θόρυβο. Οι παλάμες του παιδιού χάιδευαν το δερμάτινο κάθισμα. Το όχημα ξεκίνησε, κι εκείνο έσφιξε το σώμα για να διατηρήσει την ισορροπία του. Όταν πλησίασαν στην πύλη, απέφυγε το βλέμμα του φύλακα που έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Δεν κοίταξε πίσω, παρά μόνο όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Το κτήριο του ιδρύματος έδειχνε για πρώτη φορά τόσο μικρό. Μια λακκούβα στο δρόμο τον έκανε να αναπηδήσει στο κάθισμα. Όταν προσγειώθηκε ξανά στη θέση του ένιωσε το χέρι της πάνω στο γόνατό του. Γύρισε και συνάντησε το βλέμμα της. Τον κοίταζε με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε συνηθίσει. Τα μάτια του έκλειναν από το βάρος των νέων εικόνων. Έγειρε στην αγκαλιά της σαν να το είχε κάνει πολλές φορές και έμεινε εκεί βυθισμένος μέχρι τη στιγμή που το αυτοκίνητο σταμάτησε. Σηκώθηκε απότομα και κόλλησε το πρόσωπό του στο τζάμι. Ξαφνιάστηκε στη θέα ενός οικήματος διαφορετικού από εκείνο που θεωρούσε σπίτι του. Δεν βγήκε έξω παρά μόνο όταν εκείνη έκανε τον κύκλο του αμαξιού, ήρθε από την πλευρά του, άνοιξε την πόρτα και έτεινε το χέρι της. Βρέθηκε να περπατά μαζί της στα χαλίκια της αυλής με κατεύθυνση την είσοδο του σπιτιού. Όλα του φαίνονταν παράξενα, ακόμη και τα χαλίκια έβγαζαν διαφορετικό ήχο σε κάθε τους βήμα. Μπήκαν στο σπίτι. Πρόσωπα περνούσαν δίπλα του σαν σκιές. Ανέβηκαν μια ξύλινη σκάλα, περπάτησαν σε έναν διάδρομο στρωμένο με μοκέτα και σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα. Εκείνη την άνοιξε και είπε

«Αυτό είναι το δωμάτιό σου».

Οι λέξεις της ανακατεύτηκαν με τον ήχο των χαλικιών στα αυτιά του.

*Τι κάνεις ;

Κύλιση στην κορυφή