Μετά από σχεδόν είκοσι χρόνια ξανάπιασα στα χέρια μου τα Δοκίμια που είχε γράψει ο Πιερ Πάολο Παζολίνι σχετικά με την πολιτική και την κοινωνία. Συχνά ανατρέχω σε αυτήν τη μεγάλη και τόσο «άβολη» προσωπικότητα, σε αυτόν τον «ολοκληρωτικό» καλλιτέχνη, ποιητή και εν γένει διανοούμενο, που είχε –για να το πω κομψά– σχεδόν μόνο επικριτές και αντιπάλους όσο ζούσε, και ανατρέχω σε αυτόν ακριβώς, επειδή αναζητώ την απόλαυση που χαρίζουν τα υψηλής κλάσεως δημιουργήματά του. Τα πολιτικοκοινωνικά του δοκίμια είχα, όπως προείπα, χρόνια να τα επισκεφθώ: με στενοχωρούν και με προβληματίζουν ακόμα και σήμερα όχι τόσο οι συμπεριφορές της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας εναντίον του, όσο οι ανάλογες στάσεις ποικιλώνυμων κύκλων της ιταλικής Αριστεράς στην αρχή του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και εντεύθεν. Γι’ αυτό και μάλλον αφηρημένος ξεφύλλιζα τον σχετικό τόμο των εκδόσεων Μονταντόρι, απλώς και μόνο για να περνάει η ώρα, per passare il tempo.
Το κείμενο στο βιβλίο ήταν σημειωμένο –το είχα μαρκάρει με διπλές γραμμές στο πλάι και με υπογραμμισμένες μερικές «καίριες» λέξεις του. Το διάβασα και το μετέφρασα στη γλώσσα μας. Ιδού τα μετάφρασμα:
«Πάνε δυο-τρία χρόνια που δεν γράφω ποίηση. Ποτέ μου δεν το περίμενα αυτό. Στην πραγματικότητα, άρχισα να γράφω στα επτά μου, και έγραφα χωρίς διακοπή μέχρι πριν από δύο-τρία μόλις χρόνια. Γιατί δεν γράφω πια; Επειδή έχω χάσει τον παραλήπτη. Δεν βλέπω με ποιόν να κάνω διάλογο χρησιμοποιώντας αυτήν την όντως στυγνή ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει την ποίηση. Για πολλά χρόνια πίστευα ότι υπήρχε αποδέκτης των «εξομολογήσεων» και των «μαρτυριών» μου. Ε, τώρα, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει. Ότι με τους φίλους σου δεν χρειάζεται να εκφράζεσαι με ποίηση: εκφράζεσαι υπάρχοντας. Οι εκζητήσεις σου, οι υπερβολές σου, οι ιδέες σου εκφράζονται ζώντας τη ζωή σου. Η ποίηση απαιτεί να υπάρχει κοινωνία (δηλαδή κάποιος ιδανικός αποδέκτης) ικανή να κάνει διάλογο με τον καημένο τον ποιητή. Στην Ιταλία τέτοια κοινωνία δεν υπάρχει. Υπάρχει ένας καλός λαός που είναι ακόμα συμπαθητικός (ειδικά εκεί που δεν φτάνουν οι εφημερίδες και η τηλεόραση) και μια μικρή ελίτ καλλιεργημένων και απελπισμένων αστών. Κοινωνία, όμως, με την οποία μπορεί κανείς να σχετιστεί μέσω της ποίησης, δεν υπάρχει. (Το λέω αυτό, γιατί ο ποιητής πρέπει μεν να έχει αυταπάτες, αλλά, όταν τις χάνει, δεν πρέπει να αυταπατάται ότι τις έχει ακόμα.)»[1]Pier Paolo Pasolini, Saggi sulla politica e sulla società, a cura di W. Siti & S. De Laude, Mondadori, Milano 1999, p. 856..
Στο πυκνό αυτό κείμενο, που είναι και γροθιά στο στομάχι εκείνων που τρέφονται και ζουν με «βεβαιότητες», αυτό που πιο πολύ με εντυπωσίασε τώρα –για να είμαι ειλικρινής, παλιά, όταν είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενο, δεν θυμάμαι να το είχα προσέξει καν– είναι η αγωνία του Παζολίνι για τη φιλία. Αυτό που του έλειψε τόσο πολύ στη ζωή του, αυτό ακριβώς και τον απασχολούσε. Με τους μετρημένους (στενούς) φίλους του «καταλαβαινότανε», και δη «κανονικά»· δεν του χρειάζονταν ποιητικές (διάβαζε: πάσης φύσεως δημιουργικές) διαμεσολαβήσεις. Πίστευε δε ότι στην οικοδόμηση μιας φιλίας δεν χρειάζονται πρεσβείες, αφού εκεί ηγεμονεύει η άδολη αμεσότητα, και δη αυτή της ύπαρξης, όχι ο όποιος λόγος –με όλες τις σημασίες αυτής της πολύσημης λέξης– του πλάσματος, της fictio, του ενεννοημένου (παναπεί του δουλεμένου και πολλαπλώς επεξεργασμένου) ενεργήματος που καταλήγει σε δημιούργημα. Στο «γύφτικο της φιλίας» χαλκεύονται τα πάντα πάνω στο αμόνι της ζωής: και όχι μόνο όσα έχουν θετικό πρόσημο, αλλά και τα στενόχωρα, όπως εκζητήσεις, υπερβολές και κάθε λογής «ιδέες». Ο φίλος είναι εκεί και θα είναι εκεί γεμάτος ανοχή, συγκατάβαση, κατανόηση, ενθάρρυνση, ενθουσιασμό, υποστήριξη. Η ποίηση, αν έρχεται, έρχεται μετά, έρχεται πάντα δεύτερη.
Η ποίηση απαιτεί άλλου είδους φιλία: φιλία στο άγνωστο, στο περιθώριο της ζωής, στον μεγάλο κύκλο που «περιγράφει» (με τη γεωμετρική σημασία του όρου) γούστα και ευαισθησίες, στάσεις και νοοτροπίες, διαθέσεις και στοχαστικές επιλογές ή και προσαρμογές –και ό,τι άλλο μπορεί να συνδέεται με τον λόγο εκείνον που αρθρώνεται επέκεινα της συνήθους γλώσσας. Ο ποιητής γοητεύεται και συνάμα κολακεύεται από την ιδέα ότι κυκλοφορεί άνετα με τον προσωπικό του λόγο στο μεγαλύτερο μέρος του εμβαδού αυτού του μεγάλου κύκλου που λέγεται κοινωνία. Είναι φυσικός ομιλητής της γλώσσας τής εν λόγω κοινωνίας, και με την τέχνη των στίχων του συμβάλλει και στον πλουτισμό της γλώσσας του και στη διάχυση των προσηλώσεων και των ιδεών του για ό,τι τον ενδιαφέρει, πρωτίστως δε για τη γλώσσα, για την κοινή γλώσσα του ίδιου και των συνομιλητών του, για την περιουσία του.
Ο Παζολίνι, έχοντας την ψυχή του καλά θρεμμένη με την κλασική ελληνορωμαϊκή κουλτούρα και όντας γενναίος –με την αρχετυπική σημασία της λέξης– «φιλόλογος», αναγνωρίζει στην ποίηση μιαν ultima ratio: υπάρχει από και για την κοινωνία. Όταν κοινωνία δεν υπάρχει, δεν (υπάρχει λόγος να) υπάρχει ποίηση. Ο Παζολίνι ως άλλος Αισχύλος έχει στον νου του τον αρχαίο Έλληνα θεατή των δραματικών έργων, που δεν παρακολουθεί παθητικά τι γίνεται στο κοίλον, αλλά συμμετέχει, αναλαμβάνει ρόλο εξωτερικού υποκριτή στο εκάστοτε διαδραματιζόμενο έργο, το συνδιαπλάθει ιστορικά.
Ο Παζολίνι αγαπά –ξέρει να αγαπά– τους ανθρώπους, τον λαό του. Έχει γράψει μάλιστα μερικά εξαιρετικά ποιήματα για τον λαό του, απ’ αυτά που, όπως συνήθως λέγεται, «θα επιζήσουν», και όντως επιζούν. Αλλά ο λαός αυτός είναι από πάσης απόψεως άπραγος και με εντελώς στομωμένες τις κυτταρικές του υποδοχές για το «υψηλόν», δηλαδή γι’ αυτό που είναι η ζωή του. Αρέσκεται να τρέφεται με σκουπίδια. Το καταναλωτικό του όνειρο είναι –κάνουμε ένα άλμα στα σήμερον κρατούντα– να πολτοποιηθεί μέσα στη μάζα των junkfoodists (ο όρος είναι δικός μου και ίσως είναι αφόρητος για την ειθισμένη βρετανοπρέπεια), την ώρα που η τιβί βρίθει εκπομπών σχετικών με τη μαγειρική τούτη την εποχή της άγριας νεοφιλελεύθερης λιτότητας, της πείνας, των αστέγων, της πανδημίας. Πού χωράει εδώ η ποίηση; Ή καλύτερα: Τι δουλειά έχει εδώ η ποίηση; Ποιος τη θέλει την ποίηση; Ποιος έχει όρεξη για δαύτη;
Εν τάξει, να συνεννοηθούμε: ο Παζολίνι μιλούσε για τον «ιταλικό» λαό, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι και άλλοι λαοί, ιδίως δε οι μετέχοντες της λεγόμενης ευρωπαϊκής κουλτούρας, «ιταλίζουν», καθώς «μεταφράζουν» ιταλικά πρωτότυπα, που λειτουργούν ως πρότυπα, στις οικείες γλώσσες τους. Οι δυτικές κοινωνίες –αυτές που ξέρουμε– είναι πια συνονθυλεύματα ψευδών συνειδήσεων. Και δεν τους θέλουν τους ποιητές. Μόνο «μια μικρή ελίτ καλλιεργημένων και απελπισμένων αστών» (αν δεχθούμε ότι υφίσταται ακόμα πια τέτοια ομάδα) αγωνιά και αγωνίζεται να παίξει τον ρόλο του απαραίτητου καταλύτη μπας και συντελεσθεί το desideratum της χημικής αντίδρασης ποιητή και κοινωνίας.
Θα υπάρξει συνέχεια.