Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Γιάννης Παλαβός

Ο ψίθυρος στην κορυφή της γέφυρας

Στο γύρισμα της χρονιάς, επικοινώνησε μαζί μου η κα Kristina Svarevičiūtė, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους και δραστήρια νεοελληνίστρια, ζητώντας μου ένα σύντομο σημείωμα γύρω από τη συγγραφική διαδικασία και εν γένει τη δημιουργική πράξη. Το κείμενο επρόκειτο να εκφωνηθεί, όπως και έγινε, στις 9 Φεβρουαρίου στο Βίλνιους με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας και την παρουσίαση μιας ανθολογίας νεοελληνικού διηγήματος που εκδόθηκε πρόσφατα στα λιθουανικά υπό την επιμέλεια της κας Svarevičiūtė. Πιάνοντας το νήμα από το κείμενό μου που το «Φ» είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει στο πέμπτο τεύχος του («Πώς γράφεται ένα κακό πεζογράφημα») και δοκιμάζοντας αυτή τη φορά να αναπτύξω ορισμένες σκέψεις περί ποιητικής όχι από την αρνητική αλλά από τη θετική σκοπιά, δημοσιεύω εδώ το σημείωμα της 9ης Φεβρουαρίου, ελπίζοντας ότι όσοι αναγνώστες του περιοδικού γράφουν και οι ίδιοι θα αναγνωρίσουν στις σκέψεις αυτές κάτι από τον δικό τους μόχθο και τη δική τους σχέση με τη συγγραφή.

*

Στην Ελλάδα και σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, μακριά από τις ακτές τις Βαλτικής όπου απόψε έχετε συγκεντρωθεί με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας και την έκδοση της Ανθολογίας Ελληνικού Διηγήματος, είναι διαδεδομένος ο θρύλος που θέλει τα γεφύρια να στεριώνουν μόνο αν θυσιαστεί κάτι ζωντανό στα θεμέλιά τους.

Ο θρύλος αυτός, γνωστός στην Ελλάδα από το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας», όπου ο πρωτομάστορας αναγκάζεται να χτίσει ζωντανή την ίδια του τη γυναίκα (τραγούδι που από παιδί με κάνει ν’ ανατριχιάζω), μου φαίνεται ως η ιδανική παραβολή για τη δημιουργική πράξη και, εν προκειμένω, για τη συγγραφή.

Αν το λογοτεχνικό κείμενο ιδωθεί ως ένα γεφύρι, τότε, προκειμένου να υψωθεί και να στερεωθεί, προκειμένου να το διασχίσει ασφαλής ο διαβάτης-αναγνώστης και να χαρεί από την κορυφή του τη θέα, θα πρέπει ο συγγραφέας όχι μόνο να είναι ικανός τεχνίτης, αλλά, κυρίως, να θάψει στο κτίσμα κάτι ζωντανό. Και όταν λέμε «κάτι ζωντανό», εννοούμε κάτι προσωπικό του, μύχιο, αγαπητό, πολύτιμο, τόσο πολύτιμο όσο για τον πρωτομάστορα η γυναίκα του. Αυτή η θυσία, την οποία κάθε δημιουργός γνωρίζει και, όσο επώδυνη κι αν είναι, την προσφέρει, είναι που επιτρέπει στο γεφύρι, δηλαδή στο έργο, να στεριώσει και να αντισταθεί στη φθορά του χρόνου. Η φωνή του έργου, η ουσιαστική φωνή του, ο ψίθυρος που ο αναγνώστης-διαβάτης συλλαμβάνει από την κορυφή της γέφυρας καθώς έχει σταθεί να αφουγκραστεί τη σιγή της κοιλάδας ή το θρόισμα των φύλλων στην όχθη, είναι η φωνή αυτού που θάφτηκε ζωντανό.

Γράφω, λοιπόν, θα πει έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι ενδόμυχο, συχνά δυσάρεστο και οχληρό, κάτι που υποψιάζομαι ή και γνωρίζω μα φοβάμαι να διατυπώσω, και το προσκαλώ να συναντηθούμε. Κι ύστερα το θάβω στο κείμενο, το μετατρέπω σε θεμέλιό του, και, με όση δεξιοσύνη διαθέτω, με όση τέχνη αποκόμισα μαθητεύοντας στα έργα των παλιών μαστόρων και με όσο ταλέντο διαθέτω και δεν έχω τεμπελιάσει να το καλλιεργήσω, οικοδομώ πάνω του το γεφύρι-κείμενο για να περάσει ο αναγνώστης, που δεν χρειάζεται να γνωρίζει τίποτα απ’ όλ’ αυτά, τίποτα απ’ τον μόχθο και τα προσχέδιά μου και τις καμάρες που έχτισα κι ύστερα γκρέμισα, τίποτα δεν οφείλει να ξέρει ούτε καν για ό,τι δικό μου θυσίασα. Αρκεί απλώς –κι αυτός είναι ο μισθός μου– να ανέβει στο γεφύρι και να το διασχίσει σιγοτραγουδώντας, κι εκεί που βαδίζει ανύποπτος, ο ψίθυρος των θαμμένων να του νοτίσει το πρόσωπο σαν υγρασία που ανέβηκε απ’ το ποτάμι, και μυστικά να τον αναστατώσει προτού πατήσει ασφαλής στην αντίπερα όχθη. Ασφαλής και, αν ο συγγραφέας είναι άξιος, αδιόρατα αλλαγμένος.

Όλ’ αυτά τα γνωρίζει κάθε ικανός συγγραφέας, είτε γράφει στα ελληνικά είτε σε οποιαδήποτε γλώσσα, και βεβαίως τα ξέρουν καλύτερα οι πεζογράφοι της ανθολογίας, όλοι τους πρωτομάστορες και, για τους νεότερους όπως εγώ, δάσκαλοι. Η ελληνική γλώσσα που τιμούμε σήμερα, και όποιος τη διακονεί και την αγαπά, όπως εσείς, τους έχει ανάγκη.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή