Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκης

Γιώργος Κεντρωτής

Ο Σεφέρης μεταφράζει Αισχύλο

Τόσο από δικές του επεξηγηματικές σημειώσεις όσο και μέσω του ερευνητικού μόχθου πλειάδας μελετητών γνωρίζουμε πόσο πολύ επηρεάστηκε ο Σεφέρης από τον Αισχύλο. Μπορούμε δε άφοβα να πούμε ότι πρόκειται για κλασική περίπτωση εκλεκτικής συγγένειας. Στις Μεταγραφές του συναντάμε τη μετάφραση δύο αποσπασμάτων από τραγωδίες του Αισχύλου: τους πρώτους 101 στίχους του Αγαμέμνονα και τους πρώτους 15 στίχους των Περσών. Εκεί συγκεκριμένα θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο παρόν σημείωμα, χωρίς να αναφερθούμε καθόλου στο πρωτότυπο έργο του ποιητή. Κρίνουμε, όμως, ότι είναι από πάσης απόψεως ορθή η γνώμη του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που υποστηρίζει ότι ο Σεφέρης εν γένει

μεταγράφει τα αρχαία κείμενα για δυο λόγους: ή για να τα παραθέσει και να τα ενσωματώσει στο ποιητικό του έργο ή για τις ανάγκες της φιλολογικής του έρευνας.

Αρκετός πρωτότυπος ή/και μεταγεγραμμένος Αισχύλος απαντάται στο ποιητικό έργο του Σεφέρη. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολύ γνωστά, γι’ αυτό και αθετούνται εδώ.

Είναι γνωστή η ιδιοτυπία των έργων του Αισχύλου, ιδίως δε των Περσών. Γι’ αυτό και θα ξεκινήσουμε από εκεί. Με άκρα συντομία θα πούμε ότι ο Αισχύλος στους Πέρσες είναι κατεξοχήν περσικός. Θεατές της «πρεμιέρας» του έργου τον Μάρτιο του 472 π.Χ. ήσαν οι ίδιοι αυτοί που είχαν πολεμήσει και νικήσει στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας πριν από οκτώ έτη. Και παρακολουθούν ένα έργο που είναι έργο τους και όπου δεν αναφέρεται ούτε ένα ελληνικό όνομα, ούτε καν αυτό του Θεμιστοκλή. Τα πάντα εκεί περσονομοῦνται –για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του Αισχύλου. Ο λεκτικός πλούτος είναι απλώς ελληνοφανής: πλήθος λέξεων και ήχων ακούγονται ως Περσίδος γλώσσης ῥόθος, δηλαδή σαν ένα μπερδεμένο βουητό, που μοιάζει με περσικά. Μέγα πλήθος συνθέτων, σπανίων και επικής καταγωγής λέξεων, ιδίως εὲ επιθέτων, και δη εντός μεταφορικών εκφράσεων, δημιουργούν στους θεατές την εντύπωση ότι βρίσκονται όχι στην Αθήνα, αλλά στα Σούσα με την Άτοσσα και στην Περσέπολη με το φάντασμα του Δαρείου. Τα πράγματα είναι, με άλλα λόγια, πολύ δύσκολα για τον μεταφραστή αυτού του έργου.

Ὁ Σεφέρης την επική λέξη ὀρσολοπεῖται μέσα στους στίχους «κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται / θυμὸς ἔσωθεν» τη μεταφράζει τεντώνεται: τεντώνεται η ψυχή μες σε κακά μαντέματα. Το λεξικό των Liddel/Scott/Κωνσταντινίδη την θέλει ἐξερεθίζεται ἢ ταράσσεται· έτσι ὁ Ιωάννης Γρυπάρης τη μεταφράζει ν’ ανταριάζει· τόσο ὁ Παναγιώτης Μουλλάς όσο και ὁ Τάσος Ρούσος την υφερμηνεύουν ως τρέμει. Κρίνω ότι πρόκειται για άκρως επιτυχημένη μετάφραση, όπου το τεντώνεται λειτουργεί ως μεταφορικό συνώνυμο του πιάνεται. Το δυσμετάφραστο κατὰ πρεσβείαν του 4ου στίχου, που αναφέρεται στους Γέροντες του περσικού Χορού, το αποδίδει ως τιμώντας τη σειρά τους, και κατορθώνει έτσι να χωρέσει στο νόημα και την ηλικία και την ευγενή καταγωγή τους. Αλλά το «τῶν ἀφνεῶν και πολυχρύσων / ἑδράνων» το μεταφράζει μάλλον ασθενώς ως το βιός και το χρυσάφι του παλατιού: η λέξη βιός δεν ταιριάζει καθόλου στο επίθετο ἀφνεός, και το χρυσάφι είναι (όσο και αν είναι) λιγότερο από όσο σημαίνει η λέξη πολύχρυσος, λέξη που απαντάται και έξι στίχους παρακάτω: «πολυχρύσου στρατιᾶς» –του χρυσοντυμένου μας στρατού επιλέγει να μεταφράσει ο Σεφέρης. Στους Πέρσες κυριαρχεί το πολύ: στους πρώτους 126 στίχους διαβάζουμε: «στρατιᾶς», «ἰσχύς», «στῖφος», «στρατιᾶς», «ὄχλος», «ἔθνος», «ὄχλον», «ἔθνος», «στρατός», «ῥεύματι», «στρατός», «λαός», «στρατεύματος», «γυναικοπληθὴς ὅμιλος», «λεώς» και «σμῆνος». Οι Πέρσες είναι όντως δεινοὶ πλῆθος τ’ ἀνάριθμοι. Άρα κανονικά δεν μπορεί να λείπει το στοιχείο της πολλότητας από το μετάφρασμα.

Το «βαΰζει» ο Σεφέρης το θέλει βογκά, ενώ είναι γαβγίζει, αλυχτάει. Και το σχεδόν νεοελληνικό «κοὔτε τις ἄγγελος / oὔτε τις ἱππεὺς» του πρωτοτύπου προτιμά να το πει (ομολογουμένως υπέροχα) και δεν έρχεται πεζοδρόμος και δεν έρχεται καβαλάρης, όπου το σχήμα οὔτε-οὔτε αποδίδεται με διπλασιασμό τού και δεν έρχεται. Τους 15 στίχους του Αισχύλου τους έχει χωρέσει σε 13 –πιο ευρύχωρους είναι η αλήθεια– δικούς του ο Σεφέρης. Και δεν ακολουθεί τη σειρά των λέξεων του πρωτοτύπου, προβαίνοντας σε μετακινήσεις φράσεων και προτάσεων. Οπότε στους δύο λόγους, που αναφέρει ὁ Γιατρομανωλάκης σχετικά με τη μεταφραστική δραστηριότητα του Σεφέρη, ας προστεθεί και ένας τρίτος: η δόμηση ενός μεταφράσματος που να διαβάζεται σαν αυτόνομο σεφέρειο ποίημα που αρδεύεται από ύδατα αλλότριας πηγής. Έτσι εξηγούνται λογικά τόσο οι μεταφραστικές «παρασπονδίες» του, που ήδη εντοπίσαμε, όσο και οι διαφορετικοί μεταφραστικοί τρόποι τεσσάρων χαρακτηριστικών και συγγενικών λέξεων που απαντώνται στους πρώτους στίχους του έργου: το «οἰχομένων» μεταφράζεται ως που έφυγαν και το «ᾤχωκε» απλώς ως μακριά· το δε επίθετο «Δαρειογενής» γίνεται γιός του Δαρείου, ενώ το «Ἀσιατογενὴς» αποδίδεται ως που γέννησε η Ασία.

Το μεταφρασμένο απόσπασμα από τον Αγαμέμνονα, ως εκτενέστερο αυτού των Περσών, μας παρέχει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε την παραπάνω διατυπωθείσα πρότασή μας επί τη βάσει πλειόνων παραδειγμάτων. Ὁ Σεφέρης μεταφράζοντας ποιεί Σεφέρην ως Σεφέρης. Στη μετάφραση του πρώτου κιόλας στίχου (: Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ᾽ ἀπαλλαγὴν πόνων) παρατηρούμε ότι προσθέτει λέξεις στο στόμα του Φύλακα: «Παρακαλώ τους θεούς να με γλυτώσουν τον άμοιρο». Το δὲ «φρουρᾶς ἐτείας μῆκος» του δεύτερου στίχου αποδίδεται επεξηγηματικά/ερμηνευτικά μάλλον από το εντοπιζόμενο στον τέταρτο στίχο του μεταφράσματος χωρίς τόσα χρόνια ν’ ανασάνω, χωρίς να σκολάσω. Έχω, όμως, τη γνώμη ότι αυτό πρωτίστως έρχεται να αιτιολογήσει την απόφαση του ποιητή να προσθέσει τις λέξεις τον άμοιρο.

Θα πει κανείς –και δικαιολογημένα ίσως– ότι θα έπρεπε να είχα και εδώ ξεκινήσει αλλιώς: από τις κορυφώσεις της μεταφραστικής δράσης του Σεφέρη στον Αγαμέμνονα. Το πράττω πάραυτα και χωρίς πολλά λόγια: παραθέτω πρώτα τον στίχο ή τις λέξεις του πρωτοτύπου και αμέσως τη μεταγραφή τους στα νέα ελληνικά:

ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν (στ. 4): τη νυχτερινή σύναξη των άστρων την έμαθα·
λαμπροὺς δυνάστας ἐμπρέποντας αἰθέρι (στ. 6): και τα στολίδια του αιθέρα, τους φωτερούς δυνάστες·
φάτιν (στ. 9): το νόημα, το μήνυμα·
γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ (στ. 11): ἡ αντρόβουλη γυναίκα μ’ ελπίδα στην καρδιά προσμένοντας·
βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας / βέβηκεν (στ. 36-37): Μεγάλο βόδι μού πατάει τη γλώσσα·
τρόπον αἰγυπιῶν […] / στροφοδινοῦνται / πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι (σττ. 49-52): σα γύπες […] / στροβιλίζουνται / με τα φτερά τους κουπολάτες· και
πολυάνορος ἀμφὶ γυναικός (στ. 62): γύρω από την πολύαντρη γυναίκα.

Η βραχεία γενική παρατήρηση, που μπορούμε να κάνουμε, είναι τούτη: το μετάφρασμα είναι ορθό και παραδεκτό στην αναλυτικότητά του, αλλά και εμφανέστατα λιγότερο επίσημο του πρωτοτύπου, όπως ενδεικτικώς φαίνεται στα ζεύγη κάτοιδα/έμαθα και βέβηκεν/πατάει.
Ας δούμε τώρα πώς μεταφράζει ὁ Σεφέρης τις 20 συνολικώς σύνθετες λέξεις των πρώτων 101 στίχων, σημειώνοντας ότι κάποιες από αυτές είναι άκρως εντυπωσιακές, και στο πρωτότυπο και στο μετάφρασμα:

ὁμήγυριν (στ. 4): τη […] σύναξη·
ἀνδρόβουλον (στ. 11): η αντρόβουλη·
νυκτίπλαγκτον (στ. 12): αλητεύω·
φρυκτωρίας (στ. 33): φωτιά·
διθρόνου (στ. 43): διπλόθρονο·
δισκήπτρου (στ. 43): διπλόσκηπτρο·
χιλιοναύτην (στ. 45): χίλια καράβια·
στροφοδινοῦνται (στ. 51): στροβιλίζουνται·
δεμνιοτήρη (στ. 53): — ·
οἰωνόθροον (στ. 56): βγαλμένο από στόμα πουλιού·
ὀξυβόαν (στ. 57): το γοερό κράξιμο·
ὑστερόποινον (στ. 58): υστεροτιμωρήτρα·
πολυάνορος (στ. 62): πολύαντρη·
γυιοβαρῆ (στ. 63): που τσακίζουν τα μέλη·
ἰσόπαιδα (στ. 75): όμοιες παιδιών·
ἡμερόφαντον (στ. 82): μεσημερνό·
θυοσκεῖς (στ. 87): να γίνουνται θυσίες·
ἀστυνόμων (στ. 88): της πολιτείας·
οὐρανομήκης (στ. 92): ώς τον ουρανό· και
κακόφρων (στ. 100): με βασανίζει.

Παρατηρούμε ότι ὁ Σεφέρης ούτε εδώ δεσμεύεται από την επισημότητα και το εξαιρετικώς υψηλό ύφος του Αισχύλου: μας το φανερώνουν τα ζεύγη φρυκτωρίας/φωτιά, ὑστερόποινον/υστεροτιμωρήτρα και ἡμερόφαντον/μεσημερνό. Η τελευταία λέξη, όπως και οι λέξεις αντρόβουλη και πολύαντρη, εξεταζόμενες σήμερα, ακούγονται σαν να μετέχουν παλαιοδημοτικού γλωσσικού ήθους, χαλκευμένου στο αμόνι του Αλέξανδρου Πάλλη ή του Κωστή Παλαμά. Τόσο το ρήμα αλητεύω (για το επίθετο νυκτίπλαγκτον) όσο και η φράση βγαλμένο από στόμα πουλιού (για το οἰωνόθροον) είναι ως αποδόσεις εμφανώς ελλιπείς ή/και υφερμηνευτικές. Το δε με βασανίζει ως απόδοση του κακόφρων είναι άσχετο. Όλα αυτά συγκλίνουν, όμως, στην άποψη που ήδη εκφράσαμε. Ο μεταφραστικός αγώνας του Σεφέρη αποσκοπεί στην εκπλήρωση ενός συγκεκριμένου σκοπού: να φτιαχτεί στο μετάφρασμα, που θα παραμένει μετάφρασμα, ένα νεοελληνικό ποίημα κινούμενο τόσο στο πνεύμα του ασπαζόμενου από τον Σεφέρη μοντερνισμού, όσο και με τα φτερά του μαχόμενου δημοτικισμού της γενιάς του ʼ30, και ας χάνει σε κάποιες λεπτομέρειες την επαφή του με την λέξιν (με τη ρητορικὴ elocutio) του πρωτοτύπου.

Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα κάποιες εντυπωσιακές αποδόσεις που προέκρινε ὁ Σεφέρης:

αὐγὴν πυρός (στ. 9): πυροφάνι·
ἁλώσιμόν τε βάξιν (στ. 10): «Την κουρσέψαμε»·
μινύρεσθαι (στ. 16): να λιανοτραγουδήσω·
εὐαγγέλου (στ. 21): καλότυχος·
στρατιῶτιν ἀρωγήν (στ. 46): στον πόλεμο βοήθεια·
ἰσόπρεσβυς (στ. 77): ίδιος με του γέροντα· και
ὄναρ ἡμερόφαντὸν ἀλαίνει (στ. 83): σαν όνειρο μεσημερνό πλανιέται.

Εκτιμώντας αυτές τις όντως εντυπωσιακές αποδόσεις ως λειτουργικές και εξυπηρετούσες την ποιητική, που ακολουθούσε και πρέσβευε ο Σεφέρης, μπορούμε να του συγχωρήσουμε και την παράλειψή του να μεταφράσει το κρίσιμο επίρρημα τορῶς στην έκφραση σημαίνω τορῶς (σ. 26), που σημαίνει το λέω έτσι ώστε να το καταλάβει ο καθένας, και την εκ μέρους του εύκολη παράφραση των στίχων φαρμασσομένη / χρίματος ἁγνοῦ (σστ. 93-94) ως κεντρισμένη από την απαλοσύνη, όταν μάλιστα αμέσως παρακάτω το ἀναφαίνεις (στ. 101) το αποδίδει αριστουργηματικά ως αναδαυλίζεις.
Τα λόγια μου της τελευταίας παραγράφου απηχούν εν πολλοίς τη σχετική άποψη του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, όπως εκφράζεται στο Επίμετρο των σεφέρειων Μεταγραφών. Γενικώς μπορούμε να δούμε μαζί με τον Γιατρομανωλάκη την εκ μέρους του Σεφέρη

προσκόλληση στη δομή και στις λέξεις του πρωτοτύπου, εκεί που η γλώσσα το «συγχωρούσε»· φροντίδα ώστε το νεοελληνικό κείμενο να αναπτύσσεται ακολουθώντας τους δικούς του «φυσικούς» νόμους, αλλά να διαποτίζεται, παράλληλα, από τον τόνο του πρωτοτύπου.

Κλείνοντας, λοιπόν, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το αισχύλειο πρωτότυπο είναι η πυξίδα, είναι ο απαραίτητος μπούσουλας που δείχνει την πορεία των μεταφραστικών πραγμάτων. Τις εκάστοτε επιλογές της πλεύσης, όμως, τις κάνει ο Σεφέρης: ένας οδυσσειακός οιακιστής που μας έχει εξομολογηθεί ότι oι σύντροφοί του τον είχαν τρελάνει

με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα…

Scroll to Top