Σε αντίθεση με την έννοια της «αμφισβήτησης» που αναφέρεται σε συγκεκριμένα ζητήματα και θεματικές (κυρίως κοινωνικής υφής), η έννοια της «άρνησης» αποτελεί έναν πιο εσωτερικευμένο όρο που σηματοδοτεί περισσότερο την ψυχολογική κατάσταση και τις ενστικτώδεις αντιδράσεις των εκπροσώπων της γενιάς απέναντι σε διάφορες καταστάσεις και αναφέρεται σε μη συνειδητές ή σε συν-συνειδητές ενέργειές τους. Ο Παπαγεωργίου σημειώνει ως προς την έννοια στην (αναθεωρημένη) μελέτη του για τη γενιά του ’70:
«… Η άρνηση, ως… ενστικτώδης και κάποτε τυφλή αντίδραση, δεν προϋποθέτει μία νηφάλια και επαρκώς συνειδητοποιημένη οργάνωση των στοιχείων εκείνων που συνετέλεσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης στάσης και συμπεριφοράς…»[1]Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του 70. Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2016, σ. 33..
Από τη σημειολογία της χρήσης των όρων που χρησιμοποιεί ο Παπαγεωργίου για να ορίσει την «άρνηση» προκύπτει ότι ο «πυρήνας» σύλληψης του όρου αποδίδεται στον τομέα της ψυχολογίας και ειδικότερα στο σκέλος των «μηχανισμών άμυνας». Εξαιτίας αυτής της παρατήρησης εντοπίζεται ένα σημαντικό πρόβλημα για την επαλήθευση του όρου. Ειδικότερα, ο ψυχολογικός μηχανισμός της άρνησης ορίζει ότι:
«…το άτομο διατηρεί εκτός της συνειδητής του επίγνωσης ανεπιθύμητα συναισθήματα και βιώματα, αποφεύγοντας να τα παρατηρεί ή να τα θυμάται, μολονότι αυτά είναι εμφανή στους άλλους ανθρώπους. Με ψυχαναλυτικούς όρους αυτός ο μηχανισμός άμυνας αποτελεί έναν ασυνείδητο ελιγμό αποφυγής των συγκρούσεων…»[2]Λεξικό ψυχολογίας του Cambridge(συλλογικό έργο), Πεδίο, Αθήνα 2015, σ. 111..
Τόσο με βάση τον ορισμό της έννοιας όσο και με την αξιοποίησή της στη φιλολογική επεξεργασία από τον Παπαγεωργίου, η έννοια φέρεται να «απευθύνεται» σε ένα σύνολο ανεκδήλωτων ενεργειών, κάτι που δεν δύναται να αποτυπωθεί εντός των κειμενικών συμφραζομένων. Δηλαδή, η μεταφορά του μηχανισμού άμυνας της «άρνησης», στον γραπτό λόγο, έχει να κάνει με την απουσία, π.χ. κάποιας αναφοράς ή περιγραφής μιας δεδομένης κατάστασης, ενός βιώματος ή οποιασδήποτε άλλης συνθήκης που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα που προκύπτει από αυτήν τη διαπίστωση είναι ότι μπορεί να ερμηνευτεί ως «άρνηση» οτιδήποτε δεν αναφέρεται σε ένα ποιητικό έργο. Επίσης, με την ακολουθία αυτής της λογικής παραγκωνίζεται η παράμετρος της επιθυμίας του ίδιου του συγγραφέα να αναφερθεί ή να μην αναφερθεί –συνειδητά– σε κάποια-ες από τις συνθήκες της βιωμένης πραγματικότητας.
Η «άρνηση» προσδιορίζεται ως ένας αξιολογικός όρος και όχι ως μια ευρεία εννοιολογική σταθερά όπως είναι η «αμφισβήτηση»[3]Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Παπαγεωργίου όταν σημειώνει: «… Η αμφισβήτηση… δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην άρνηση, την οποία σημειωτέον εμπεριέχει· συνεπώς είναι, ως έννοια, όχι μόνο συνθετότερη, αλλά και ευρύτερη, αφού βαίνει πέραν της αρνήσεως…», Κ.Γ. Παπαγεωργίου, όπ.π., σ. 33.. Από το άνωθεν συμπέρασμα προκύπτει ότι η «άρνηση» δεν μπορεί να εξεταστεί, για παράδειγμα, υπό το πρίσμα των κοινωνικών προεκτάσεων ή του θρησκευτικού στοιχείου. Σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να γίνει π.χ. ερμηνευτική προσέγγιση των πολιτικών ή των θρησκευτικών στοιχείων που «απουσιάζουν» από την εργογραφία των ποιητών και να διατυπωθούν υποθέσεις για τους λόγους που συμβαίνει αυτό[4]Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σε ελάχιστα παραδείγματα εκπροσώπων της γενιάς του ʼ70, όπως στην εργογραφία του Α. Βιστωνίτη που απουσιάζουν (σχεδόν) εντελώς οι εύλογες αναφορές στην έννοια του θρησκευτικού στοιχείου.. Όμως μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως επισφαλής.
Η Δημητρούλια, βασιζόμενη (και) στην προσέγγιση του Παπαγεωργίου, κάνει λόγο για «αρνητικό μοντερνισμό» της γενιάς του ’70. Κατ’ αρχάς, η Δημητρούλια θεωρεί πως ο «αρνητικός μοντερνισμός»: «…δεν είναι το αντίθετο του μοντερνισμού αλλά ένας μοντερνισμός που αρνείται κάποια ουσιώδη γνωρίσματα του μοντερνισμού…» και μετά από αυτή την ιδιαίτερη προσέγγιση εξειδικεύει τον όρο αναφέροντας ότι, γίνεται λόγος περί: «…ενός μοντερνισμού που δεν προχωρά με νέες αποφάνσεις, αλλά με αρνήσεις, με την αμφιβολία, την αναίρεση, με την υποψία στη θέση των εικόνων, την άρνηση της ποιητικολογίας, την άρνηση του συναισθηματισμού, την άρνηση του διδακτικού λόγου και της συγκίνησης…»[5]Τ. Δημητρούλια, «Ο αρνητικός μοντερνισμός της γενιάς του ʼ70», Τα Ποιητικά, τχ. 29 (2018), σ. 4.. Ο Χατζηβασιλείου θεωρεί επίσης ως αντιπροσωπευτικό τον όρο «γενιά της άρνησης» για την ομάδα των ποιητών του ’70· αν και οι διαπιστώσεις του για την γενιά δεν αποκλίνουν από τα περιεχόμενα που φέρει το προσδιοριστικό της αμφισβήτησης, όπως έχουν περιγραφεί και αναλυθεί από την κριτικογραφία. Π.χ. σημειώνει ότι οι ποιητές του ‘70 διακρίνονται από: «…αδιαμεσολάβητο, σχεδόν προφορικό στίχο, με έναν υπερπληθωρισμό ποιητικών εικόνων και αντιθέσεων…»[6]Β. Χατζηβασιλείου, «Η γενιά του ’70: από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας», Τα Ποιητικά, τχ. 29 (2018), σελ. 6..
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του 70. Ιστορία – Ποιητικές διαδρομές, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2016, σ. 33. |
---|---|
↥2 | Λεξικό ψυχολογίας του Cambridge(συλλογικό έργο), Πεδίο, Αθήνα 2015, σ. 111. |
↥3 | Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Παπαγεωργίου όταν σημειώνει: «… Η αμφισβήτηση… δεν περιορίζεται ούτε εξαντλείται στην άρνηση, την οποία σημειωτέον εμπεριέχει· συνεπώς είναι, ως έννοια, όχι μόνο συνθετότερη, αλλά και ευρύτερη, αφού βαίνει πέραν της αρνήσεως…», Κ.Γ. Παπαγεωργίου, όπ.π., σ. 33. |
↥4 | Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σε ελάχιστα παραδείγματα εκπροσώπων της γενιάς του ʼ70, όπως στην εργογραφία του Α. Βιστωνίτη που απουσιάζουν (σχεδόν) εντελώς οι εύλογες αναφορές στην έννοια του θρησκευτικού στοιχείου. |
↥5 | Τ. Δημητρούλια, «Ο αρνητικός μοντερνισμός της γενιάς του ʼ70», Τα Ποιητικά, τχ. 29 (2018), σ. 4. |
↥6 | Β. Χατζηβασιλείου, «Η γενιά του ’70: από τη νεανική αμφισβήτηση στις στοχαστικές προσαρμογές της ωριμότητας», Τα Ποιητικά, τχ. 29 (2018), σελ. 6. |