© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Αχιλλέας Ραζής

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

Ως μοναχοπαίδι είχα μάθει να μη βαριέμαι με τον εαυτό μου, να περνάω ωραία μαζί του, αρκεί να είχα κοντά μου πολλά χαρτιά κι ένα στυλό Βic. Ζωγράφιζα ατέλειωτες ώρες σε κόλλες A4 απλωμένες στο πάτωμα, ζώντας κυριολεκτικά με τις ιστορίες που έφτιαχνα. Συχνά μάλιστα έκανα με το στόμα τους σχετικούς ήχους: τα «μπαμ» , τα «μπουμ» , τα «κατακράκ», τις διαφορετικές φωνές στους διαλόγους, των ηρώων, και βέβαια αυτοσχεδιάζοντας έφτιαχνα μια μουσική με μουγκρητά περισσότερο για να έχω και το soundtrack της ιστορίας. Δεν ήθελα τίποτε άλλο, ήμουν πλήρης. Ακόμα το ίδιο παιχνίδι παίζω, λίγο πιο επαγγελματικά μόνο.

Το πρώτο ψέμα

Έλεγα ψέματα μικρός, αθώα ψέματα, χαζά. Ποτέ όμως δεν είχα ιδιαίτερο όφελος απ’ αυτά. Τις πιο πολλές φορές, μάλιστα, γυρνούσαν πίσω σ’ εμένα και με χτυπούσαν κατακούτελα σαν μπούμερανγκ. Ένα από τα πρώτα ψέματα ήταν το παρακάτω: ένα απόγευμα βαριόμουν να πάω στα γαλλικά, και αντί να μπω στο λεωφορείο και να πάω στο Γαλλικό Ινστιτούτο, προτίμησα να συνεχίσω με τα πόδια. Δεν είχε ιδιαίτερα καλό καιρό, χειμώνας ήταν, κρύο έκανε. Ούτε είχα κανονίσει να κάνω κάποια «κοπάνα» και να βγω να παίξω μπάλα με φίλους να το ευχαριστηθώ. Απλά τριγυρνούσα πέρα δώθε σαν την άδικη κατάρα, πλάι στη λεωφόρο, ώσπου να φτάσει η ώρα που θα σχολάσω, για να γυρίσω πίσω στο σπίτι, πάλι με τα πόδια, ταλαίπωρος. Όταν έφτασα στο σπίτι με ρώτησαν πώς πήγαν τα γαλλικά. Απάντησα μονολεκτικά μ’ ένα «καλά» και πήγα στο δωμάτιο μου να ξεκουραστώ.

Το πρώτο παραμύθι

Το πρώτο παραμύθι μου το είπε η γιαγιά μου ένα καλοκαιρινό απόγευμα στις διακοπές, καθώς ακούγαμε έξω απ’ το παράθυρο ένα περίεργο κελάηδισμα, ένα διακεκομμένο κούκουου. Η γιαγιά μου ήταν δασκάλα με καταγωγή από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. «Τι είναι αυτό το κούκουου;», τη ρώτησα. Και τότε μου είπε αυτό το λαϊκό παραμύθι με τη δεκαοχτούρα, που κάποτε ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που αγάπησε το παλικάρι και το παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που έκανε τα πάντα για να τους χωρίσει. Την έβαζε επίτηδες να κάνει ένα σωρό δουλειές. Η κοπέλα υπέμενε καρτερικά όλες τις δοκιμασίες γιατί αγαπούσε πραγματικά τον άντρα της. Μια μέρα της ζήτησε να φτιάξει 18 καρβέλια και να τα έχει έτοιμα ως το μεσημέρι. Πράγματι, η κοπέλα τα είχε έτοιμα στην ώρα τους, όμως η κακιά πεθερά έφαγε επίτηδες ένα και μετά κατηγόρησε τη νύφη στον γιο της ότι το έφαγε εκείνη. Ο γιός πίστεψε τη μάνα, και η κοπέλα από την αδικία φώναζε «δεκαοχτώ…δεκαοχτώωω». Το κορίτσι τρελάθηκε, ο Θεός τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πουλί. Ακόμα θυμάμαι πόσο είχα συγκινηθεί με το τέλος αυτού του παραμυθιού. Κάθε φορά που ακούω δεκαοχτούρες θυμάμαι αυτό το παραμύθι και τη γιαγιά μου.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Ήταν μια απαίσια μέρα. Και κλιματολογικά. Ο ουρανός ήταν γκρίζος. Ήμασταν στη Γαλλία για ένα μικρό διάστημα και έπρεπε να πάω εκεί προνήπιο ή κάτι πιο μικρό –δεν θυμάμαι. Δεν ήθελα με τίποτα, έκλαιγα με λυγμούς. Ήθελα τη μαμά μου. Όλη εκείνη την πρώτη μέρα είχα ένα σφίξιμο στο στομάχι το οποίο ενέτεινε η γλυκερή και επιτηδευμένη ευγένεια των βρεφονηπιοκόμων που μας υποδέχονταν. Όλοι υποφέραμε. Μάλιστα σ’ ένα διπλανό μου κοριτσάκι που έμοιαζε με την Πίπη Φακιδομύτη άνοιξε η μύτη του απ’ το άγχος κι έτρεχε αίμα. Φρίκη, σας λέω!

Η πρώτη φωτογραφία

Είναι καλοκαίρι στον Μόλυβο και κάνω μπάνιο με μια κουλούρα που είχε κεφάλι χαμογελαστής κίτρινης πάπιας. Είμαι χαρούμενος γιατί νιώθω ότι μπορώ επιτέλους να κολυμπάω, ότι είμαι ελεύθερος. Σηκώνω τα χέρια για να πανηγυρίσω και, τσουπ, βυθίζομαι προς στιγμήν στον πάτο. Μ’ έσωσαν οι δικοί μου. Φαίνεται πως έπρεπε να περιμένω πολύ ακόμα για να μάθω κολύμπι χωρίς παπάκια, κουλούρες και μπρατσάκια. Η φωτογραφία πάντως είναι πριν την καταβύθιση. Μάλιστα πρόσφατα τη ζωγράφισα και την έβαλα στις τελευταίες σελίδες του παιδικού βιβλίου «Καλοκαίρι στο κουτί» της Aργυρώς Πιπίνη.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Από μωρό κοιτούσα πρώτα τις εικόνες και μετά τα λόγια. Επόμενο ήταν λοιπόν μεγαλώνοντας να διαβάζω κυρίως κόμικς: πολλά Asterix, αλλά και Τin Tin και τα «αδερφάκια» του τους Quick and Flupke. Μου αρέσει πολύ η γαλλο-βέλγικη σχολή των κόμικς, η περίφημη Ligne Claire (Καθαρή Γραμμή). Μου άρεσαν λιγότερο τα μίκυ μάους. Τα ανακαλύπτω τώρα μαζί με τα παιδιά μου. Το πρώτο βιβλίο όμως που διάβασα συνειδητά και μου εντυπώθηκε ήταν το «Ο Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή» του Μισέλ Τουρνιέ. Ήταν το καλοκαίρι του ’84 , πάλι στον Μόλυβο, ήμουν εννιά χρονών. Το βιβλίο αυτό, πέραν του ότι είναι αξιόλογο, είναι κυρίως συνδεδεμένο με εκείνα τα μεγάλα, αργόσυρτα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Η πρώτη τιμωρία

Δεν ήμουν σκανταλιάρης, παρασυρόμουν κυρίως σαν χαζούλης από κάτι πρωτόγνωρο ή διαφορετικό. Παρόλο που ένιωθα έναν μικρό δισταγμό, τελικά πήγαινα. Στον Μόλυβο του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’70 μπορούσες να ήσουν όλη τη μέρα έξω στα καλντερίμια του χωριού, παίζοντας ή κουβεντιάζοντας, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για την ασφάλειά σου. Ωστόσο συνέβη αυτό: είχα προχωρήσει, που λέτε, με μια παρέα μεγαλύτερων μου παιδιών σ’ έναν χώρο πολύ επικίνδυνο. Εκεί που τελείωνε το χωριό υπήρχε ένα ανενεργό, ή μπορεί και ενεργό ακόμα τότε, ναρκοπέδιο. Ήταν άλλη μια ευαίσθητη περίοδος για τα ελληνοτουρκικά, και τα γεγονότα της Κύπρου ήταν σχετικά πρόσφατα. Υπήρχε πολύς στρατός στο νησί της Λέσβου και σίγουρα πολλές θαμμένες νάρκες. Θυμάμαι ακόμα το πρόσωπο του πατέρα μου εκεί πίσω από τον φράχτη, κάτασπρο απ’ τον φόβο του. Δεν μου έβαζε σχεδόν ποτέ τιμωρίες, αλλά τότε σίγουρα τις έφαγα και φυσικά δεν ξαναπήγα προς τα εκεί.

Το πρώτο κατοικίδιο

Το πρώτο μου κατοικίδιο το απέκτησα όταν ήμουν στην εφηβεία, γύρω στα δεκατρία. Ήταν μια γάτα Σιαμ με άσπρο, γκρι και καφέ τρίχωμα και καταγάλανα ματάκια. Την ονομάσαμε Ουρανία, σαν τη Μικρασιάτισσα προγιαγιά μου . Μέναμε τότε στο Ηράκλειο Αττικής. Ήμασταν αχώριστοι, με ακολουθούσε πιστά όπου κι αν βρισκόμουν μες στο σπίτι, είχε ιδιοσυγκρασία σκύλου, όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό. Μου στοίχισε πολύ όταν έφυγε. Έλειπα, ήμουν φαντάρος, δεν μου το είπαν αμέσως. Δεν ξαναπήρα άλλο κατοικίδιο.

Η πρώτη απογοήτευση

Πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια απογοήτευση. Όχι ότι δεν είχα, είχα κάποιες ως παιδάκι, αλλά και τώρα ως ενήλικας. Όμως πολύ γρήγορα τις ξεπερνάω, τις ξεχνάω και συνεχίζω. Μπορεί, ας πούμε, στη μπάλα ή στα μαθηματικά να ήμουν χάλιας, όμως στη ζωγραφική ή στον Καραγκιόζη ήμουν καλός, μάλλον ο καλύτερος της τάξης. Κάπως έτσι σκεφτόμουν και εξακολουθώ να σκέφτομαι.

Ο πρώτος έρωτας 

Το όνομα της άρχιζε από Μ (μη δίνουμε άλλες πληροφορίες και εκτεθούμε μεγάλοι άνθρωποι!). Τελειώναμε το Δημοτικό και γινόταν ένα πάρτι στο σπίτι μιας συμμαθήτριας. Ξέρετε, αθώα μπλουζ, πακοτίνια, χυμένη πορτοκαλάδα στο τραπεζομάντιλο. Ο μπαμπάς του σπιτιού αγκαλιά με τον ανεμιστήρα –δεν υπήρχαν air condition ακόμη– έβλεπε Ευρωμπάσκετ ’87 , όχι την Εθνική –τότε θα το βλέπαμε όλοι. Εγώ βγήκα στο μπαλκόνι μαζί της, της είπα «σ’ αγαπώ» και της έδωσα ένα φιλάκι στο μάγουλο. Τότε ο μπαμπάς απ’ το σαλόνι φώναξε «ΝΑΙΙΙ!», κι εγώ νόμισα πως ήταν για το φιλί, όμως ήταν για το τρίποντο.

Το πρώτο βιβλίο που εικονογράφησα

Ήταν καλοκαίρι του 2016 όταν έκανα το Μελάκ, μόνος της Αργυρώς Πιπίνη. Εκείνη μου είχε τηλεφωνήσει. Εκδόθηκε στο Καλειδοσκόπιο με τη διαρκή στήριξη και ενθάρρυνση της Αλέξας Αποστολάκη. Δεν ήξερα πώς φτιάχνεται ένα βιβλίο. Είχα κάνει τις εικόνες, τα «σαλόνια» όπως λέμε στη γλώσσα των εκδόσεων, σε διαφορετικά μεγέθη, άλλα αντ’ άλλων. Το βιβλίο το έσωσε κυριολεκτικά η γραφίστρια Εριφύλη Αράπογλου. Έτσι κυκλοφόρησε αυτό το αλησμόνητο «μπλε βιβλίο» με το περίεργο μακρόστενο σχήμα. Ακόμα το αγαπούν και το εκτιμούν πολλοί, μικροί και μεγάλοι.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Η παιδική λογοτεχνία αλλά και η εικονογράφηση για παιδιά έπασχε, μέχρι λίγα χρόνια πριν, από παλιμπαιδισμό, νομίζοντας πως έτσι θα έφερνε κοντά της περισσότερα παιδιά-αναγνώστες. Μου θύμιζε κάποιες ή κάποιους που κάνουν σαν υστερικοί κλόουν, ξεμωραίνονται οικτρά, κάνοντας διάφορα ακατανόητα πράγματα την ίδια ώρα που απέναντί τα παιδιά τούς κοιτάζουν απορημένα και σοβαρά. Ένα άλλο κακό είναι ο διδακτισμός. Υπήρχαν και υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία που δήθεν τεχνηέντως περνούσαν κάποιο «μήνυμα» στα παιδιά. Όμως τα παιδιά δεν είναι χαζά , είναι εκκολαπτόμενοι, νοήμονες και ευαίσθητοι άνθρωποι. Αυτό πιστεύω και προς αυτήν την κατεύθυνση προσπαθώ να δουλεύω.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή