© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Αργυρώ Πιπίνη

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

Το παιχνίδι ήμουν εγώ, εγώ η ίδια –ένα παιχνίδι απρόβλεπτο, ευρηματικό, ένα παιχνίδι δίχως χρόνο, δίχως αρχή και τέλος, όπου μπερδευόταν η φαντασία με την πραγματικότητα. Είχε απ’ όλα: ποδηλατάδες, σκαρφαλώματα, λιόκια, λασπόπιτες που μαγείρευα με τη φίλη μου την Αντιγόνη, παραστάσεις που σκάρωνα –έγραφα τα έργα, τα σκηνοθετούσα και έπαιζα, χόρευα, τραγουδούσα φορώντας τακούνια, κολιέδες και λουλούδια στα μαλλιά. Το σουξέ μου «Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια», που πίστευα μέχρι που μεγάλωσα ότι ήταν παιδικό τραγούδι. Ναι, όταν ήμουν παιδί, τα παιχνίδια ήταν σπουδαία υπόθεση. Είχα, βέβαια, και παιχνίδια-παιχνίδια: καρότσια, σερβίτσια, κουζινικά, ποδήλατο, κούκλες. Θυμάμαι μια Γαλλίδα κούκλα που μίλαγε… Je m’ appelle, Sylvie… και άλλα πολλά, όταν πατούσες ένα κουμπί στην κοιλιά της. Αλλά… je m’ en fous, όταν έχεις λεμονιά για σκαρφάλωμα και αλάνα για τρέξιμο. Μεγάλωσα στην επαρχία.

Το πρώτο ψέμα

Εμένα με πήρατε απ’ τους γύφτους! Έτσι έλεγα στους δικούς μου όταν δεν μου έκαναν τα χατίρια. Και πάντα έπιανε. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε, πώς ξεκίνησε, –έλεγα πολλές ιστορίες, ψέματα, αλήθεια, δεν ξέρω, ακόμα δεν ξέρω– αλλά όταν είδα ότι λειτουργούσε η ιστορία με τους γύφτους, την καθιέρωσα. Κι άρχισα να σκαρφίζομαι κι άλλες ιστορίες και να τις λέω σε συμμαθητές και φίλους. Πως θυμόμουν να περπατάω ξυπόλητη, να φοράω μακριές, πολύχρωμες φούστες και κουδουνιστά βραχιόλια, να χορεύω, να μετακινούμαι με κάρο –όλα τα γνωστά κλισέ για τους τσιγγάνους. Αργότερα κατάλαβα γιατί η οικογένειά μου ταραζόταν κι έσπευδε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες μου. Ήμουν θετό παιδί κι εκείνοι φοβούνταν –δεν ήθελαν να μάθω πως με είχαν υιοθετήσει.

Το πρώτο παραμύθι

Είχα κάμποσα βιβλία με ζωγραφιές και ποιηματάκια. Τότε δεν κυκλοφορούσαν πολλά βιβλία με πολύχρωμη εικονογράφηση. Είχα και κάνα δυο βιβλία στα αγγλικά που μου είχε κάνει δώρο η δασκάλα των αγγλικών. Θυμάμαι όμως μια ιστορία που μου έλεγε τα βράδια, την ώρα που με τάιζε η θεία μου η Ειρήνη. Ήταν ένα παραμύθι σε συνέχειες με δύο σκιουράκια και τις περιπέτειές τους· το είχε σκαρφιστεί για να τρώω. 

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Δεν τη θυμάμαι –αυτό που θυμάμαι είναι η τρελή μου επιθυμία να πάω σχολείο, να πηγαίνω καθημερινά σχολείο. Γιατί πέρναγα καλά –τι λέω;–, υπέροχα πέρναγα. Συναντούσα φίλους, παιδιά που δεν έμεναν στη γειτονιά μου, αγαπούσα τους δασκάλους μου. Στην πρώτη δημοτικού είχα δάσκαλο τον κύριο Στριμμένο –έτσι τον έλεγαν, δεν ήταν παρατσούκλι– έναν πανύψηλο, γεροδεμένο υπέροχο, υπέροχο δάσκαλο.

Η πρώτη φωτογραφία

Φοράω σκούρο μπλε φόρεμα από βελούδο, κίτρινο παλτό, ξεκούμπωτο, κίτρινα καλτσάκια, μαύρα λουστρίνια και μεταξωτό φιόγκο στα μαλλιά. Είμαστε στο πάρκο της πόλης στην οποία μεγάλωσα, στο Αγρίνιο –στη φωτογραφία είμαι με τη μαμά μου. Είναι ασπρόμαυρη, αλλά θυμάμαι και τη μέρα και τα ρούχα. Με λεπτομέρειες. Ό,τι μένει, αυτό μας μαρτυράει, έλεγε η νονά μου. Γι’ αυτό αγαπώ τις φωτογραφίες.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Το διάβασα μόνη μου, ολόκληρο. Ήταν ο Δαυίδ Κόπερφιλντ –έχω ακόμα το βιβλίο. Εξώφυλλο φούξια με τη ζωγραφιά του ήρωα: Οι περιπέτειες του Δαυίδ Κόπερφιλδ. Και συνέχισα να διαβάζω Ντίκενς –Όλιβερ Τουίστ, Μεγάλες προσδοκίες, Μικρή Ντόριτ. Και μετά καταβρόχθισα την Τζέιν Έυρ, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Διάβαζα Μίκυ Μάους, κλασικά εικονογραφημένα, διάβαζα με τις ώρες, χειμώνα, καλοκαίρι –μπροστά στη σόμπα, ανεβασμένη στη λεμονιά, κάτω απ’ το τραπέζι στο σαλόνι, κάτω απ’ τα σκεπάσματα με φακό. Τέτοιος έρωτας, μεγάλος έρωτας. Η ζωή των βιβλίων πιο ζωή κι από την ίδια τη ζωή. Κι όταν έκλεινα το βιβλίο, ήμουν δυνατή, όμορφη, ενδιαφέρουσα, αποφασισμένη.

Η πρώτη τιμωρία

Με μάλωναν αλλά δεν με τιμωρούσαν. Με μάλωναν γιατί ήμουν κακόφαγη. Με μάλωναν συχνά γιατί ήμουν παιδί παράφορο και τρελό. Κατέβαινα τη σκάλα με ποδήλατο ή γλιστρώντας στην κουπαστή. Η μαμά μου έλεγε όταν έκανα τρέλες: «Πάει το παιδί· έχει βελόνες στον κώλο του!» Ή… «Πάει το παιδί· το καβάλησε ο διάολος». Θυμάμαι μια φορά που δεν με άφησαν να βγω έξω για παιχνίδι –δεν θυμάμαι τι είχα κάνει. Ήταν ένα είδος τιμωρίας και μου στοίχισε. Οι διαπραγματεύσεις μας αφορούσαν κυρίως το φαγητό: «Αν φας… θα σε αφήσω να πας… Αν φας, θα σου πάρω…»

Το πρώτο κατοικίδιο

Ο Ντύλαν ήταν το πρώτο γατάκι από τα αναξιοπαθούντα που μάζεψα· τον βρήκα παραμονή μιας ζεστής 28ης Οκτωβρίου. Δεν είχε μαμά, ούτε αδέρφια, νιαούριζε σ’ ένα στενό δίπλα στο σπίτι μας, έτρεξα και τον πήρα, η μαμά μου δεν τον ήθελε, αλλά πάτησα πόδι και τον κρατήσαμε. Και τον κοίμιζα στα κρεβατάκια της κούκλας και τον στόλιζα με τούλια. Ντύλαν τον βάφτισε η Λέτα, η δασκάλα των αγγλικών, που άκουγε συνέχεια Ντύλαν –Lay lady lay– και Ντόνοβαν.

Η πρώτη απογοήτευση

Ήμουν ένα καταχαρούμενο, δημοφιλές, καλο(κακο)μαθημένο παιδί που όρμαγε σε όλα και πέρναγε υπέροχα. Μικροαπογοητεύσεις ζούσα μόνο. Και μετά πέθανε ο μπαμπάς μου. Και μετά αρρώστησε η αγαπημένη μου θεία, η Ειρήνη, με την οποία ζούσαμε στο ίδιο σπίτι –η αδερφή της μαμάς μου. Και ο θάνατος πήρε θέση στο τραπέζι μας.

Ο πρώτος έρωτας

Όταν πεθαίνει κάποιος τον θεοποιείς, τον εξιδανικεύεις, γίνεται ήρωας πολλών ιστοριών. Ο πρώτος μου έρωτας ήταν ένα παράξενο αγόρι που πέθανε ένα βράδυ στον ύπνο του. Και τον θρηνήσαμε νέοι και μεγάλοι, και ο θάνατός του μνημονευόταν καιρό αργότερα. Δεν τον ερωτεύτηκα ως όμορφο αγόρι αλλά ως πλάσμα ιδιαίτερο, ήρωα βιβλίου, αγόρι έξυπνο και μοναδικό. Που ο θάνατός του στα δεκαεπτά τον μυθοποίησε.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα

Μαξ, ο τυχερόγατος. Έγραφα από μικρή. Αλλά δε σχεδίαζα να γράψω παιδικό βιβλίο. Το έγραψα ως δώρο για τα γενέθλια κάποιου φίλου και έβαλα μέσα πολλά αγαπημένα μου πλάσματα –τον Άριελ και την Τζουντίτα Μαγουλούδικου μεταξύ αυτών. Το έγραψα, το εικονογράφησε η Μάρια Μπαχά κι εκδόθηκε από το Μεταίχμιο. Ο Μαξ με έστειλε στο βιβλίο για παιδιά. Και όχι μόνο. Δεν ήξερα πως θα με βοηθούσε να βρω το νήμα ούτε πως θα αποτελούσε την αρχή ενός ταξιδιού γεμάτου φίλους, χρώματα, υπομονή, γέλια, χαρές, περιπέτειες, τσακωμούς, μυρωδιές. Τυχερή. Κατάλαβα προς τα πού ήθελα να πάω. Τυχερή σαν τον γάτο-ήρωα του βιβλίου.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Διαβάζοντας κείμενα που έχουν εκδοθεί και κείμενα προς έκδοση σκεφτόμουν κάποια πράγματα. «Κάτι πρέπει να κάνω για να αλλάξουν όσα πράγματα δεν μου αρέσουν» –το ένιωσα από την αρχή, το ομολόγησα λίγο αργότερα. Πρέπει να αλλάξω εγώ, να ακολουθώ την ψυχική μου συνθήκη και να γράφω τα κείμενα που μου υπαγορεύει η εκάστοτε συνθήκη και μόνο τότε– αυτό αποφάσισα. Κι ας γίνομαι δυσάρεστη. Κι ας δυσκολεύω κάποιους, κι ας δυσκολεύομαι κι εγώ. Βλέπω, διαβάζω, σκέφτομαι, διστάζω, σβήνω, γράφω, διαβάζω, προχωρώ. Κι έμαθα πια να λέω όχι. Η λογοτεχνία για παιδιά χρειάζεται δυνατά κείμενα, που η επίγευσή τους θα σε ακολουθεί για καιρό.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή