© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Κυριάκος Χαρίτος

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

γράφω το πρώτο που μου ρχεται στον νου χωρίς να ξέρω αν είναι όντως χρονικά το πρώτο. ένα κόκκινο μεταλλικό αυτοκινητάκι στο σχήμα σκαραβαίου που έκανε από μόνο του τούμπες. το θυμάμαι κόντρα στο μωσαϊκό ακριβώς μπροστά από τη μεταλλική πόρτα του σπιτού μας στην οδό Λεμπέση στη Χαλκίδα. θυμάμαι ακόμα και τη μυρωδιά του. πόση μυρωδιά να μπορεί να συγκρατήσει ένα μεταλλικό αντικείμενο χωρίς μια ύλη απορροφητική; κι όμως.

Το πρώτο ψέμα

δεν θυμάμαι αν ήταν το πρώτο αλλά σίγουρα ήταν φριχτό. στην Αυστραλία είχαμε κάτι ωραία και φουσκωτά εμπριμέ μαξιλάρια που δένανε στις καρέκλες του τραπεζιού που τρώγαμε. για κάποιο λόγο θεώρησα πως θα ήταν καλύτερα χωρίς τα κορδονάκια τους και τα έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. όταν γύρισε η μάνα μου από τη δουλειά θεώρησε πως το είχε κάνει η αδερφή μου. εγώ δεν είπα τίποτα. καθόμουν παγωμένος και κοιτούσα που έτρωγε ξύλο. δεν ήταν ψέμα τελικά. ήταν μια σιωπή. στην ουσία πολύ χειρότερη.

Το πρώτο παραμύθι

ένα βιβλίο που σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια ήταν η Οδύσσεια από τις εκδόσεις Στρατίκη. 1983. δεν μπορούσα να χορτάσω την εικονογράφηση. με τα αδέρφια μου κάναμε καλλιστεία ποια ήταν η ομορφότερη γυναίκα ή θεά. εγώ προφανώς μαγευόμουν και σε έναν λανθάνοντα τότε βαθμό από την τόσο ερωτική σχεδόν αποτύπωση του σώματος του Οδυσσέα.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

δε θυμάμαι τίποτα. θυμάμαι βέβαια το σχολείο ως ένα καταιγιστικό αισθητηριακό όλον. τις μυρωδιές. τις υφές. τους ήχους. τις εικόνες. τα θαυμαστά και τα φριχτά όλα μαζί. ένας άχρηστος πια πολτός. υλικό για ανακύκλωση.

Η πρώτη φωτογραφία

πρώτες φωτογραφίες υπήρξαν πολλές. η πρώτη φορά όμως που θυμάμαι να «στήθηκα» για φωτογραφία ήταν όταν φτάσαμε Αυστραλία και όλοι μαζί με τους εκεί συγγενείς που μας υποδέχτηκαν βγάλαμε μια οικογενειακή φωτογραφία στο αεροδρόμιο. θυμάμαι τον πανζουρλισμό και την αναστάτωση. θυμάμαι τις βαλίτσες μας να προσπαθούν να χωρέσουν στην κλούβα της θείας μου (ετεροθαλής αδερφή του πατέρα μου που ζούσε εκεί από το ʼ60 και μας έκανε και την πρόσκληση για να μπορέσουμε να πάμε). κι όμως. μέσα σε όλο αυτόν τον φαινομενικά ενθουσιώδη σαματά, θυμάμαι την αίσθηση πως δεν ανήκω εκεί και πως αυτοί δεν είναι οι άνθρωποί μου. το αγκάθι ενός ξεριζωμού.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

εδω ας μιλήσω για ένα άλλο μυθικό αντικείμενο/βιβλίο των παιδικών μου χρόνων. Τα έξι διαβολάκια του χωριού της Λίντγκρεν. Από εδώ έμπαινα σε έναν κόσμο τόσο μαγικό που καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκα στη βρωμοχαλκίδα και δεν φύτρωσα ως εντελβάις κάπου στις Άλπεις να πίνω κακάο ζεστό και να ρουφάω λεμονάδα με στάχυ από μια κατσαρόλα.

Η πρώτη τιμωρία

η μητέρα μου ήταν γενικά αυστηρή. πίστευε στην τιμωρία και πάντα μας έβαζε δουλειές γιατί πάντα δούλευε και εκείνη. μια φορά θυμάμαι κάτι δεν κάναμε. κάπου τεμπελιάσαμε. κάποια δουλειά έμεινε στη μέση. κάπως τέλος πάντων αποτύχαμε να φέρουμε σε πέρας την αποστολή της ημέρας. η τιμωρία μας ήταν να μείνουμε σπίτι και να χάσουμε το σινεμά που τότε έπαιζε την ταινία Σαχάρα (1983) με τη Μπρουκ Σιλντς! καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της συμφοράς μας. ήμασταν απαρηγόρητοι. βλέπαμε τη μητέρα μας να ντύνεται και με κάθε αξεσουάρ (κολιέ, παπούτσια, ζακέτα) το μαχαίρι έμπαινε βαθύτερα στην καρδιά μας. στο τέλος βέβαια, ενώ ήταν έτοιμη να βγει απ’ την πόρτα γυρίζει και μας λέει «άντε, ντυθείτε». νομίζω δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη συναισθηματική μεταβολή από την καταστροφή στον θρίαμβο στην ιστορία της ανθρωπότητας. όσον αφορά τώρα τον οποιοδήποτε σαδιστικό χαρακτήρα εκείνου του αργού τελετουργικού της ετοιμασίας της μπροστά στα υγρά κουταβίσια μάτια μας… χαλάλι.

Το πρώτο κατοικίδιο

η Σπίθα. μια σκύλα μυθική. με χοντρό κεφάλι, υγρές ματάρες και γούνα λιονταρίσια. μαύρη και καφέ μαζί. θυμάμαι κάθε φορά που γεννούσε. (η στείρωση ήταν τότε –1982– κάτι ανήκουστο για κατοικίδιο) ήταν για μας εθνική γιορτή. τα καρπουζοκουτάβια της ήταν ό,τι πιο τρυφερό, όμορφο και λατρευτό είχαμε δει στη ζωή μας. τα πέρναμε στα χέρια μας και εκείνα βογγούσαν με εκείνο τον χαρακτηριστικό τρόπο των κουταβιών και μας κοιτούσαν με όλη την αθωότητα των ουρανών. τα βαφτίζαμε. τα βλέπαμε να μεγαλώνουν. γίνονταν οι πιο καλοί μας φίλοι.

Η πρώτη απογοήτευση

το πρώτο και μεγαλύτερο ταρακούνημα του παιδικού μου κόσμου ήταν ο βίαιος χαρακτήρας του πατέρα μου. ο τρόπος που φερόταν όταν θύμωνε. στο σπίτι. στα έπιπλα. στα πράγματα. σε μας. μια μεγάλη και επώδυνη απο-γοήτευση. απο-μάγευση. ένα γκρέμισμα της πίστης πως στον κόσμο υπάρχει μονάχα το καλό, η ασφάλεια και η ευτυχία.

Ο πρώτος έρωτας 

μπορεί να ήταν η Αλεξία. ένα κορίτσι στη β΄ δημοτικού. ήταν μελαμψή και είχε δυνατή μύτη και βραχνή φωνή. είχε και μια μεγάλη αδερφή. βέβαια την ιστορία αυτή τη σκεπάζει μια σκιά. η Αλεξία είχε ένα μεταλικό στυλό που είχε πάνω μια μικρή οθονίτσα/ψηφιακο ρολόι. για την εποχή που μιλάμε αυτό ήταν ένας πραγματικός θησαυρός. αυτό το στυλό εγώ για κάποιον λόγο το έκλεψα. δεν ξέρω αν το έδωσα ποτέ πίσω. δεν θυμάμαι. επίσης δεν θυμάμαι γιατί το έκανα. μπορεί να ήταν ο μόνος τρόπος να είμαι ερωτευμένος μαζί της. να είναι δική μου. μέσα από αυτό το ειδεχθές (για την κλίμακα της δικής μου παραβατικότητας) έγκλημα.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα 

Φον Κουραμπιές εναντίον Κόμη Μελομακαρόνη. Ο Πολίτης Κέιν μου. Τα Παιδιά του Πειραιά μου. και Πούλιτζερ να πάρω ο κόσμος θα με θυμάται για τον Φον Κουραμπιέ.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

δεν είχα ποτέ μια τέτοια επιφοίτηση. κοιτάω εγώ τι κάνω.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή