© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Μάνος Κοντολέων

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

Έχω μια φωτογραφία στην αυλή του σπιτιού που τότε μέναμε. Μέσα σε ένα αυτοκινητάκι που με σοβαρότητα προσπαθώ να το μετακινήσω, αν και (όπως θυμάμαι) τα πόδια μου δεν φτάνανε άνετα στα πεντάλ. Αλλά δεν είναι αυτό το πρώτο μου παιχνίδι. Δυο άλλα είναι. Ένα πλαστικό σκυλάκι, το έλεγα Άλμπα και το έπαιρνα μαζί μου μέσα στη μπανιέρα. Το έχω ακόμη –έτοιμο πλέον να διαλυθεί, αλλά το έχω κλεισμένο σε ένα συρτάρι του γραφείου μου. Το άλλο ήταν μια πάνινη κούκλα. Την φώναζα Πουπέ και από τα πολλά φιλιά που τις έδινα το πρόσωπό της ήταν γεμάτο με λεκέδες –από γλυκά, κρέμες, ίσως και παγωτά.

Το πρώτο ψέμα

Μια μέρα –πρέπει να ήμουνα γύρω στα τέσσερα ή πέντε χρόνια μου– θύμωσα με τη μητέρα μου και την Ιωάννα, την κοπέλα που με είχε σαν μικρό αδελφό. Και τους δήλωσα πως θα φύγω –έτσι για να τους κάνω να μάθουν να μη μου χαλάνε τα χατίρια. Με άφησαν να πάρω μέσα σε μια σακούλα τα ρούχα που διάλεξα, και φορώντας τις πιζάμες μου βγήκα στον δρόμο. Έφτασα μέχρι τη γωνιά. Έστρεψα το κεφάλι και τις είδα και τις δυο απλώς να με κοιτάνε, χωρίς όμως και να μου φωνάζουν να γυρίσω πίσω. Μπροστά μου ο δρόμος ανοιγότανε… Προτίμησα να επιστρέψω και χωρίς κανείς να πει τίποτε, άδειασα τη σακούλα και έβαλα τα ρούχα στη θέση τους. Το ψέμα μου δεν είχε πιάσει.

Το πρώτο παραμύθι

Η μητέρα μου δεν μου έλεγε παραμύθια αλλά αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία στη Σμύρνη. Αγαπημένη αφήγηση για ένα μικρό λοφάκι στη γειτονιά τους, το Τεπαδάκι, όπου της άρεσε να το κατεβαίνει κάνοντας τσουλήθρα. Κι εγώ θαύμαζα το πώς ήταν δυνατόν να κάνει κανείς τσουλήθρα σ’ έναν μικρό λόφο. Μα έτσι ήταν πολλά πράγματα στη Σμύρνη –θαυμαστά!

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Δεν την θυμάμαι. Μάλλον δεν θα ήταν και τόσο ευχάριστη. Έτσι κι αλλιώς και για όλη σχεδόν την Α΄ Δημοτικού δεν μου άρεσε που άφηνα το σπίτι μου. Προτιμούσα να προφασίζομαι άλλοτε πως πονά η κοιλιά μου κι άλλοτε πως πονά το αυτάκι μου. Συνήθως ο πατέρας μου πίστευε και πρότεινε να μείνω στο σπίτι. Η μητέρα μου διαφωνούσε μαζί του, αλλά τελικά υποχωρούσε. Και χαμογελώντας έκανε το χατίρι και των δυο μας.

Η πρώτη φωτογραφία

Σχεδόν νεογέννητος. Την κοιτούσα και δεν πίστευα πως έτσι κάποτε ήμουνα. Και ασφαλώς δεν υποψιαζόμουνα το πόσες φωτογραφίες θα ακολουθούσαν, που τώρα όταν τις κοιτώ δεν το πιστεύω πως κάποτε έτσι ήμουνα.

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Πολλά τα βιβλία που διάβαζα. Τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου (σε διασκευή Κ. Α. Κύρου, εικόνες Μιχ. Παπαγεωργίου, Εκδοτικούς Οίκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε., 1946) το πλέον αγαπημένο μου.

Η πρώτη τιμωρία

Ήμουνα ήσυχο παιδί και υπάκουο. Κάποια φορά θα με τιμωρήσανε. Αλλά δεν το θυμάμαι.

Το πρώτο κατοικίδιο

Δυο γατάκια. Ο Σάλαντιν και ο Ποκοπίκο. Ο πρώτος μας άφησε για έναν έρωτα, ο άλλος πέθανε προτού χρονίσει. Από τα δυο αυτά γατιά μυήθηκα στις δυο μεγάλες στιγμές που γνωρίζει ο άνθρωπος. Τον έρωτα και τον θάνατο.

Η πρώτη απογοήτευση

Όταν η δασκάλα μου στη Β΄ Δημοτικού, η δεσποινίς Δέσποινα Στασού, που πολύ με αγαπούσε και εγώ επίσης, σε μια εκδρομή μου έκανε μια άδικη παρατήρηση. Δεν είχα μάθει ακόμα να κατανοώ τον εκνευρισμό των μεγάλων όταν ζούνε κάτω από την ευθύνη της εποπτείας 20 παιδιών που τρεχοβολούν στους πρόποδες του Υμηττού.

Ο πρώτος έρωτας

Η Μάρω κι η Μαρίνα, στη Γ΄ Δημοτικού. Η μια χλωμή και αέρινη, η άλλη στρουμπουλή και όλο νάζια. Είχα πάρει την απόφαση να παντρευτώ την πρώτη και να κάνω κουμπάρα τη δεύτερη.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα

Μάλλον το πρώτο κείμενο που έγραψα. «Στο μικρό μου γατάκι», έτσι το έλεγα. Το έγραψα όταν πέθανε ο Ποκοπίκο. Το έστειλα στο περιοδικό Διάπλαση, δημοσιεύτηκε και… κόλλησα τη μανία του συγγραφέα.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Ως έφηβος μυήθηκα στη λογοτεχνία για παιδιά μέσα από τα έργα της Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη. Είχαμε οικογενειακές σχέσεις και η Γαλάτεια ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώριζα που έγραφε βιβλία. Εκείνη μου έμαθε πως η λογοτεχνία για παιδιά με τίποτε δεν θα πρέπει να κάνει λογοτεχνικές εκπτώσεις. Κάποια χρόνια αργότερα αυτή τη θέση την επιβεβαίωσα διαβάζοντας το Καπλάνι της Ζέη.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή