Γιώργος Κεντρωτής

Παζολίνι, Μαρξ, Δάντης, Σολωμός

Ο Παζολίνι σε ένα δοκίμιό του για τον «Ποιητικό κινηματογράφο» αναφέρεται στις κοινότατες «παλιοκουβέντες» του ναπολιτάνικου Lazaronitum. Ψάχνεις,… γκουγκλάρεις να βρεις τι είναι αυτό το Lazaronitum και δεν διαφωτίζεσαι με τη μία. Φτάνεις να ψάχνεις κοντά τρία τέταρτα της ώρας, για να καταλήξεις κάθιδρος στην παρακάτω υποσημείωση:

«Ο όρος Lazaronitum μπορεί εκ πρώτης όψεως (λόγω της κατάληξης σε um) να δείχνει ότι σημαίνει κάτι στα λατινικά, αλλά δεν είναι έτσι. Ανήκει στον Κάρολο Μαρξ, που τον επινόησε από τη λέξη της ναπολιτάνικης διαλέκτου lazzarone. Η εν λόγω λέξη σημαίνει τον ζητιάνο, και περιγράφει περιληπτικώς το υποπρολεταριάτο του ιταλικού Νότου. Οπότε Lazaronitum, ως γερμανική λέξη, σημαίνει ακριβώς το ζητιανολόι. Σωστά γράφεται με ένα z και έχει κατάληξη tum. Στα γερμανικά ο προφερόμενος ήχος των δύο ιταλικών zz αποδίδεται με ένα z! O Λάζαρος στα ιταλικά είναι Lazzaro, ενώ στα γερμανικά είναι Lazarus. Η κατάληξη tum δηλώνει σύνολο πραγμάτων ή ανθρώπων.

Στα γραπτά του ο Παζολίνι χρησιμοποιεί αρκετές φορές τον όρο αυτό, που προφανώς τον αλίευσε σε μια σημαντική έκδοση γραπτών του Μαρξ και του Ένγκελς για το Risorgimento, την ιταλική Παλιγγενεσία: Karl Marx & Friedrich Engels, Sul Risorgimento italiano, μετάφραση Elsa Fubini & Giuseppe Garritano, επιμέλεια και πρόλογος Ernesto Ragionieri, Editori Riuniti, Roma 1959».

Συμπληρώνω εδώ (δεν γίνεται να μπαίνουν τα πάντα στις υποσημειώσεις): Το lazzarone προφανέστατα προέρχεται από τον βιβλικό φτωχο-Λάζαρο που «σιτιζόταν» (τρόπος του λέγειν) με τα αποφάγια του Πλουσίου: «ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου» (το πλήρες βιβλικό κείμενο στο Κατά Λουκάν, 16, 19-31). Ο Μαρξ, που τα ήξερε σε βάθος αυτά (και τα βιβλικά και τα λαϊκά και τα από διαλέκτου), πλάθει από τον γλωσσικό θησαυρό της φτωχομάνας Νάπολης έναν «κοινωνικοπολιτικό» όρο εξαιρετικής ακρίβειας και τον μεταφέρει σε επίσημα υψηλά γερμανικά – αυτό δηλώνει, άλλωστε, η κατάληξη tum. Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, οπαδός του Μαρξ, γοητεύεται από τη λέξη, τη δανείζεται και τη χρησιμοποιεί κυριολεκτικώς «στα καλά καθούμενα» (έπειτα από κάτι «parolacce», κάτι παλιοκουβέντες που απαντώνται στη Θεία Κωμωδία του Δάντη), για να… «παιδεύει» τον αναγνώστη και (πρωτίστως) τον μεταφραστή του δοκιμίου του για τον «Ποιητικό κινηματογράφο». Χαλάλι όμως, Πιερ Πάολο! Χαλάλι για όλα!

Αλλά μιας και ήρθε, έστω και εμμέσως, ο λόγος στον Δάντη, ας δούμε κάποιες από τις κοινότατες «παλιοκουβέντες» του ναπολιτάνικου Lazaronitum:

1. puttana (Inferno, XVIII, 133· Purgatorio, XXXII, 149 καὶ XXXII, 160): πουτάνα·
2. puttaneggiar (Inferno, XIX, 108): κάνω την πουτάνα·
3. bordello (Purgatorio, VI, 78): μπουρδέλο·
4. merda (Inferno, XVIII, 116 καὶ ΧΧVΙΙΙ, 27): σκατά·
5. merdose (Inferno, XVIII, 131): σκατένιες·
6. fiche (Inferno, XXV, 2): μουνιά· και
7. culo (Inferno, XXΙ 139): κώλος.

Γράφουν και οι υπεράνω πάσης υποψίας μεγάλοι ποιητές του παρελθόντος «παλιόλογα»! Μένοντας ενδεικτικά στο τελευταίο παράδειγμα θα πω ότι τον στίχο Ed elli avea del cul fatto trompeta (Inferno, XXΙ 139) ο Νίκος Καζαντζάκης τον μεταφράζει ως «κι έκαμε αυτός τον πισινό τρουμπέτα» (Δάντης, Η θεία κωμωδία, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1974, σ. 102) και ο Δημήτρης Μαυρίκιος ως «Κι αυτός κάνει τρομπέτα τ’ άντερό του» (Δάντης, Κόλαση, Εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2020, σ. 100). Σε δική μου ανέκδοτη μετάφραση: Κι αυτός τον κώλο του έκανε τρομπέτα.

Κατόπιν των ανωτέρω πώς φτάνουμε στον Διονύσιο Σολωμό; Είναι γνωστό ότι έγραψε και αυτός «παλιοκουβέντες» (και πολλές φορές μάλιστα), αλλά δεν θα μείνουμε στις δικές του. Θα τον συνδέσουμε με την ανωτέρω υπ’ αριθμ. 3 λέξη του Δάντη (bordello).

Στο Εγκώμιο στον Ούγο Φόσκολο (Elogio di Ugo Foscolo) γράφει ο Σολωμός:

«Πυρπολημένος [ο Φόσκολος] από αγνό ζήλο, όταν είδε την Ιταλία να παραπατάει και να παίρνει τον δρόμο τον ανάποδο, την κατηγόρησε με λόγια βαρύτατα με τον ίδιο τρόπο που και ο πατέρας μαλώνει το παιδί του, όταν εκείνο φταίει, ώστε το μάλωμα κανενός ξένου να μη φτάσει να κάμει να πεταχτεί απ’ το αυθάδικο μάγουλό του η κατηγορία για το φταίξιμό του, και ντροπιαστεί έτσι κι άλλο ακόμα. Με τέτοια προαίρεση μαστίγωσαν την πατρίδα τους ο Πετράρχης, ο Βοκάκιος, ο Αριόστος και πιότερο απ’ όλους εκείνος, που είναι ο μεγαλύτερος όλων, όταν μέσα στην ψυχή του μπήκε η οργή για να υπηρετήσει τη Δικαιοσύνη κι έφτασε να κραυγάζει κατάμουτρα στην Ιταλία

Σκλάβα (την είπε) και δώμα της θλίψης, τρελο-
κάραβο δίχως τιμονιέρη σε φουρτούνα άγρια,
όχι αφέντρα επαρχιών, μα κανονικό μπορντέλο.

για να φαιδρύνει έτσι την υπέρτατη αγανάκτηση, όχι βέβαια στα μέρη εκείνα, όπου η ελπίδα έχει πια εκπνεύσει, αλλά στους τόπους του πόθου, για να φτάσει ώς απάνω, στους Ουρανούς, όπου των Επουρανίων η όψη, όταν εκείνοι μιλούν για τ’ ανθρώπινα κρίματα, αλλάζει χρώμα και γίνεται μπλαβιά. Και κοίταζε πάντα το καλό της Ιταλίας με τον στοχασμό του, με τη λαλιά του, με τα έργα του, και την εγκατέλειψε, μόνο όταν είδε ότι οι γενναίες αρετές του θα μπορούσαν ν’ αποβούν η καταστροφή του η βέβαιη». (Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα τα Ιταλικά, μετάφραση και επιλεγόμενα Γιώργος Κεντρωτής, δίγλωσση έκδοση, Gutenberg, Αθήνα 2021, σ. 383.)

Το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Μια τεθλασμένη μονοκοντυλιά σύραμε από τον Παζολίνι στον Μαρξ και στον Δάντη, και από τον Δάντη στον Σολωμό. Μικροφιλολογική μονοκοντυλιά από πάσης απόψεως, εντάξει, είναι. Αλλά κρίνουμε ότι έχει και ενδιαφέρον και ένα κάποιο γούστο. Αν όχι, συμπάθιο!

Κύλιση στην κορυφή