Μετάφραση: Κώστας Βραχνός
ΚΑΜΠΡΙΛΣ
καλοκαίρι του 1975
Οι κάμπριο Mercedes, οι BMW με μάτια τίγρης,
τα Peugeot, οι Alfa Romeo, τα Opel, τα Volkswagen.
Είναι καλοκαίρι του έτους 1975, στο τουριστικό χωριό
Καμπρίλς, στην ακτή της Ταραγόνας,
–έχει πολύ ήλιο και η Μεσόγειος είν’ ο παράδεισός μας.
Στο μεγάλο πάρκινγκ δίπλα στη θάλασσα,
ένα παιδί με μαγιό χαζεύει το κοντέρ
μιας Porsche: 210, 230, 250, 270, 290.
Τ’ αυτοκίνητο του πατέρα του πιάνει 160 χλμ/ώρα.
Κι είναι καινούργιο, το καλύτερο και το πιο γρήγορο,
είπε ο πατέρας.
Τον στενοχωρεί αυτό.
Οι άνθρωποι εκείνοι, τόσο ψηλοί και όμορφοι, από πού έρχονται;
Δείχνουν πιο ευτυχισμένοι από μας.
Κάτι συμβαίνει. Κάτι καταρρέει.
Εκείνα τα αμάξια, δεν μπορεί να τα βγάλει απ’ τη σκέψη του,
εκείνα τα τόσο διαφορετικά σουλούπια, εκείνες οι παράξενες μάρκες,
που δύσκολα προφέρονται,
εκείνες οι τόσο μεγάλες ρόδες,
εκείνα τ’ αστρικά κοντέρ.
Μόλις είδε μια κόκκινη BMW, και πλησιάζει το πρόσωπό του
στο παράθυρο: 200, 220, 240, 260, 280 χλμ/ώρα.
Φαντάζεται τον κόσμο στα 280 χλμ/ώρα
και χαμογελά σαν έφηβος θεός.
Κολυμπώντας στη Μεσόγειο, στη μέση της θάλασσας,
συνέχιζε να σκέφτεται εκείνη τη μυστηριώδη αυτοκινητοβιομηχανία,
μ’ εκείνες τις φλογερές μορφές της ύλης.
Έμαθε τότε λοιπόν το παιδί πως η ύλη είναι ακτινοβόλο πνεύμα.
Τη χαρά των μηχανών που καίνε,
τους κυλίνδρους, το τιμόνι από ευγενές ξύλο,
τις ρόδες και το στρατιωτικό τους πνεύμα.
Περνούσε τις διακοπές του κοιτάζοντας
τ’ αμάξια των Ευρωπαίων τουριστών.
Εκεί, σ’ εκείνα τ’ αμάξια,
υπήρχε ένα μυστήριο επώδυνο και ταπεινωτικό,
και μια όψη της φτώχειας,
κι ένα πεπρωμένο.
❧
Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Πλησιάζει ένας Άραβας μαυριδερός
στη μέση ενός πεζόδρομου μπροστά στη θάλασσα.
Είναι ακόμη βρεγμένος, έρχεται από βουτιά,
κάθεται δίπλα μου και μου λέει σε ζηλευτά ισπανικά,
σε τόνο μυστικό αλλά βροντερό:
ξέρεις, δεν έχω τίποτα, δεν κατέχω τίποτα,
και θα μπορούσα να ’χω τα πάντα,
οι άνθρωποι ξεχωρίζουν για τις φιλοδοξίες τους:
κάποιοι θέλουν λεφτά κι εξουσία,
άλλοι φήμη και τιμές, να θριαμβεύουν, επιτυχία,
άλλοι άνθρωποι γυρεύουν απολαύσεις,
άλλοι μια τίμια δουλειά και να φτιάξουν μια οικογένεια,
άλλοι ν’ αποταμιεύσουν για ν’ αλλάξουν αμάξι,
άλλοι θέλουν να πάρουν διαζύγιο και να παντρευτούν κάποιον ή κάποια νεώτερης ηλικίας,
όμως, εγώ πίστεψέ με, θέλω μονάχα να σου μιλήσω,
να ξέρεις απ’ το στόμα μου πως όλα είναι ψέμα,
πως ακόμα κι η τέχνη κι η μουσική είναι ψέμα,
πως ακόμα κι ο αέρας που αναπνέεις είν’ ένα ψέμα,
κι αυτό το αντελήφθην τώρα, καθώς έβγαινα απ’ το νερό·
ήμουν όλο το πρωί στη θάλασσα,
κοίτα πόσο έχουν μουλιάσει τα χέρια μου,
κολύμπησα μέχρι πολύ μακριά, κι έπειτα γύρισα,
θα μπορούσα να ’χω μείνει εκεί, αλλά γύρισα
και βγαίνοντας απ’ τη θάλασσα, κατάκοπος, θλιμμένος,
σε είδα σ’ αυτόν τον πεζόδρομο και κοίταξα τα μάτια σου
και σε λυπήθηκα γιατί ξέρω πως είσαι εντελώς μόνος,
πως κοιμάσαι μόνος,
τρως μόνος,
πίνεις μόνος.
Τι άλλο είδες εκεί πέρα,
όταν ήσουνα στη μέση της θάλασσας,
αφότου κολύμπησες όλο το πρωί,
τον ρωτάω.
Και μου αποκρίνεται: σου το ’πα ήδη
πως θα μπορούσα να ’χα μείνει εκεί,
νεκρός ή ζωντανός,
πνιγμένος ή έχοντας μετατραπεί σ’ ένα κύμα αίματος,
είδα πως νεκρός ενδιαφέρω το ίδιο με ζωντανός,
και ζωντανός το ίδιο με νεκρό,
κι εκείνη τη στιγμή, μου ’ρθαν στα μάτια τα μάτια των γονιών μου
τη μέρα που γεννήθηκα,
κι ένιωσα πολύ ελεύθερος, υπέρμετρα ελεύθερος.
Μα αν θες να ξέρεις τι μου είπε η θάλασσα, καλώς,
ιδού τι μου είπε: «Κανείς ανάμεσά σας
δεν υπήρξε πιο καλός απ’ τον άλλον κι όλοι θα πεθάνετε.
Σ’ όλους σας έλειψε και το παραμικρό μεγαλείο,
ούτε ένας από σας
δεν στάθηκε εξαίρετος ούτε θα τον θυμηθεί
ούτε θα τον σώσει κάποιος θεός,
διότι όλοι σας αξίζετε το ίδιο».
Ο μαύρος Άραβας σηκώνεται απ’ την καρέκλα και φεύγει.
Εγώ παραγγέλνω ένα τζιν με πάγο και λεμόνι
και πίνω ώσπου νυχτώνει, σχεδόν με άδειο στομάχι.
Μεθυσμένος, τρομερά μεθυσμένος ζητάω το κλειδί του δωματίου μου
στη ρεσεψιόν τού ξενοδοχείου μου, είμαι πολύ ζαλισμένος, βγαίνω στη βεράντα
του δωματίου μου που βλέπει στη θάλασσα –μου στοίχισε τα διπλά η θέα στη θάλασσα–,
και μου ’ρχεται μια οδυνηρή επιθυμία
να πέσω στα κύματα, γιατί, στην πραγματικότητα, όλοι οι θεσμοί
στη γη είναι ένα εξοργιστικό ψέμα,
όπως μου είπε ο μαύρος Άραβας, ακόμα κι αν δεν μου αποκάλυψε το χειρότερο.
Το χειρότερο, χωρίς αμφιβολία, είναι πως δεν τρέχει τίποτα, διότι όλος ο κόσμος πιστεύει
ακράδαντα στο ψέμα.
Μπορεί οι μόνοι που δεν πιστεύουμε
σ’ αυτό να ’μαστε εκείνος κι εγώ,
εκείνος στο νερό, έξι ώρες κολύμπι,
όπως στην ταινία Ο κολυμβητής, από πισίνα σε πισίνα,
από παραλία σε παραλία, εγώ, πίνοντας, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο,
το ένα τζιν μετά το άλλο, κι οι δύο παντελώς μόνοι,
ποιος να μας αγαπήσει, αν δεν πιστεύουμε σε τίποτα,
αν έχουμε εμμονή μ’ εκείνο που υπήρξαμε, νομίζοντας
ότι σ’ εκείνο που υπήρξαμε κρύβεται η αιτία αυτής της έλλειψης πίστης;
Μακάρι κανείς να μη μας αγαπήσει,
και να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να κολυμπάμε,
διότι το κολύμπι είναι καλό,
διότι το κολύμπι στη θάλασσα,
τον Ιούλιο,
είναι πολύ ωραίο.
❧
Ο ΠΕΝΗΝΤΑΡΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν ξέρεις πώς τα κατάφερες να ζήσεις πενήντα χρόνια,
άνθρωποι σαν εσένα πάντα την κάνουν στα είκοσι οχτώ ή στα τριάντα,
ή τριάντα πέντε ή το πολύ σαράντα ένα στην καλύτερη των περιπτώσεων,
όχι από κάτι ρομαντικό, ούτε λόγω ηρωικού πεπρωμένου, ούτε τίποτε τέτοιο,
Θεέ και Κύριε, τα λόγια αυτά σχεδόν με αρρωσταίνουν·
τίποτα τέτοιο ποτέ, παρακαλώ, παρακαλώ, χίλιες φορές παρακαλώ,
αλλά από κατασκευαστικό ελάττωμα, από έλλειμμα νοημοσύνης, εν τέλει.
Ελάττωμα κατασκευής, αυτό είναι όλο: σκάρτα όργανα,
ατροφικοί νευρώνες, τεμπέλικο αίμα, διανοητική αδυναμία,
λανθασμένες σκέψεις, σφάλματα, χοντροκομμένα λάθη,
ένα πλεόνασμα κακοτεχνίες στο σώμα και στην ψυχή.
Καλά, ήσουν δεινός πρωινός τύπος· είχες ένα καταπληκτικό ξυπνητήρι.
Το να πηγαίνεις για δουλειά και να ξυπνάς νωρίς προσανατολίζουν τον βίο.
Ο κόσμος σού μιλάει για βιβλία τώρα· ακριβώς τώρα
που πια δεν σ’ ενδιαφέρουν τα βιβλία,
ποιον πενηντάρη μπορούν να ενδιαφέρουν τα βιβλία
παρά όσους ωφελήθηκαν τα μάλα απ’ τα βιβλία;
Όχι, αγαπητοί, μη μου μιλάτε για βιβλία.
Μιλήστε μου για όσους τα έγραψαν μες απ’ την εξαθλίωση.
Μ’ ενδιαφέρει, ναι, η εξαθλίωση, η ταπείνωση, η καταφρόνηση, η προσβολή,
η σιωπή, η κατάρρευση όσων έγραψαν
εκείνα τα βιβλία για τα οποία τώρα μου μιλάτε
με τόσον ενθουσιασμό, σε κάποια καλοκαιρινή γιορτή λογοτεχνίας,
με εκλεκτό φαγητό,
σε κάποιον απίθανο πεζόδρομο μπροστά στη θάλασσα,
με σαμπάνια κι ακριβά κρασιά,
με κόσμο που χαμογελά, με κόσμο πανευτυχή,
με γυναίκες πολύ όμορφες και πολύ νέες και με αθλητικά αγόρια.
Μ’ ενδιαφέρει ο έρωτας,
αυτό όντως μ’ ενδιαφέρει·
ο έρωτας αιώνια
ο δίχως ανταπόκριση,
αυτό ήταν για μένα η ποίηση.
❧
ΤΗΝ ΚΑΝΩ ΑΠΟΨΕ
Απόψε την κάνω.
Μια πτήση πρώτη θέση προς το τέλος του κόσμου: Αφρική, Ασία, Αμερική, όλες οι έρημοι με φοίνικες, μεγάλα δείπνα σε χλιδάτα υπερωκεάνια, κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Μια νύχτα στο Όσλο, μια άλλη στο Σαντιάγο της Χιλής.
Ένα απόγευμα στο Πεκίνο, άλλο στο Κίεβο, στύβοντας αυτόν τον κόσμο μέχρι την τελευταία σταγόνα ζωής.
Απόψε την κάνω.
Ξενοδοχεία, ταξί, μπαρ, πόλεις της οικουμένης, σας έρχομαι.
Ένα πρωί στο Τόκιο, μια νύχτα στο Κέιπ Τάουν, η ζέστη, η φωτιά, η δυσφορία, η δίψα, ένας γύρος του κόσμου.
Απόψε, την κάνω απόψε.
Ναοί, μουσεία, νιπτήρες, σημαίες, σκάλες, χαμένες γειτονιές, πεθαμένα φανάρια σε απόμακρες πόλεις, οι παραλίες, καλαμάρια α λα ρομάνα, οι φτωχοί, οι πλούσιοι, το τίποτα, η λάσπη, ο ήλιος, το φεγγάρι.
Αυτός ο κόσμος.
Δεν είναι αφιλόξενος.
Οι μπλε φούστες που φοράν οι σερβιτόρες των ξενοδοχείων.
Τα σύννεφα από το μικροσκοπικό παράθυρο του αεροπλάνου, ο Θεός πάνω σ’ ένα σύννεφο, να ξεκουράζεται γυμνός, ενθουσιασμένος, από κάτω οι ακίνητοι ωκεανοί με την κοιλιά γεμάτη φάλαινες, χταπόδια, καλκάνια, λυπημένες σαρδέλες που τις πήρε το ρεύμα, διεστραμμένα διάφανα ψάρια.
Απόψε θα ταξιδέψω σ’ ένα γιγάντιο αεροπλάνο, με την ταχύτητα του αίματος, θέλω να δω αυτόν τον κόσμο που πεθαίνει, τα έθνη κάτω απ’ τα πόδια μου, τις φυλακές, τις κυβερνήσεις, τις γλώσσες, τις πατρίδες, κι εγώ από πάνω, πλάι στον Θεό, πλάι στον ήλιο και τις ξεψυχισμένες ψυχές.
Μ’ αρέσει η ηθική δυσωδία αυτού του θαυμάσιου κόσμου. Δεν είμαι καλύτερος απ’ τον χειρότερο των ανθρώπων.
Απόψε την κάνω.
Πολύς έρωτας στον νοτισμένο αέρα.
Πολλή ευτυχία στ’ απαστράπτοντα χέρια.
Πολλή αγιοσύνη στα μάτια.
Απόψε την κάνω.
❧
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΛΟΥΟΜΕΝΟΙ
Τα παιδιά απομένουν οι τελευταίοι λουόμενοι
τ’ απόγευμα του Αυγούστου μπροστά στη θάλασσα.
Η φωνή των γονιών τους τους φωνάζει
με σοβαρότητα κάπως προσποιητή. Οι τελευταίοι λουόμενοι
θέλουν να χαρούν το νερό για μια φορά ακόμη,
μέσα σ’ ατέλειωτα ξεφωνητά.
Ο Αύγουστος μες στο λυκόφως του αγαπάει αυτούς τους προέφηβους κολυμβητές,
ψυχή του καλοκαιριού, λαμπρούς μικρούς ιππότες του καλού καιρού
και της αθώας ευδαιμονίας.
Συνεχίστε τα μπάνια σας, τις βουτιές σας,
τα ακροβατικά σας,
ώσπου ο ήλιος να πάψει να ζεσταίνει
τα νερά, κι αυτά να ξαναγίνουνε απειλητικά και κρύα.
Ένας ανάμεσά τους, ο τελευταίος λουόμενος, με κοιτάζει
με τον θρόνο του ανοιχτό, με τον χρόνο στο ένα χέρι.
Ω, γαλήνη, παραχώρησε σ’ αυτό το αγόρι ό,τι παραχώρησες
στον αθώο: πάθος και λίγες ερωτήσεις,
πάθος κι ένα σώμα με χρήματα,
που επιπλέει πάνω στη ζωγραφιά της ζωής.

