Κολάζ: Michael Augustin

Μάρκος Καρασαρίνης

Περί κριτικής

Υπάρχει κριτική στην Ελλάδα σήμερα; Εφόσον δεν έχουν μεταβληθεί οι όροι με τους οποίους την είχε διασταλτικά περιγράψει ο Έντουαρντ Σαΐντ στο δοκίμιό του «Το μέλλον της κριτικής» το 1984 («Η κριτική υπάρχει απλώς και μόνο επειδή την ασκούν οι κριτικοί. Δεν αποτελεί ούτε θεσμό, ούτε υπό στενή έννοια, γνωστικό κλάδο»), δεν μπορεί παρά να υπάρχει. Σε μια στιγμή μάλιστα που πλην εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών ακμάζουν πλέον και reviews και free press, πλήθος μεμονωμένων ιστοτόπων και όλοι οι αναγνώστες είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τη γνώμη τους στα κοινωνικά μέσα, θα έλεγε κανείς ότι οφείλει να διάγει περίοδο ακμής. Αν συζητάμε για την ύπαρξή της, εν μέρει υπεύθυνος ίσως να είναι ακριβώς αυτός ο χείμαρρος των λέξεων. Ο πολλαπλασιασμός των πηγών, εκτός από την πολυφωνία, έχει ως συνέπεια και τον θρυμματισμό τόσο του πεδίου όσο και του κοινού. Κατά μία έννοια, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, η ψηφιακή εποχή έχει και εδώ φέρει εγγύτερα την παραγωγή στην κατανάλωση, τον εκδότη ή τον συγγραφέα στον αναγνώστη, παραμερίζοντας τον διαμεσολαβητή –τον κριτικό (ευτυχώς, όχι ακόμη το βιβλιοπωλείο).

Ωστόσο, η συζήτηση για την υποχώρηση των gatekeepers και το αν αυτή αποτελεί σημείο εκδημοκρατισμού ή αποδυνάμωση ενός ενδιάμεσου σταδίου αξιολόγησης συνιστά ευρύτερο ζήτημα. Ως προς τα πρακτικά, βιβλιοπαρουσιάσεις και κριτικές εξακολουθούν να συνυπάρχουν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν και, πιθανότατα, θα συνεχίσει να συμβαίνει και στο μέλλον. Συμβατική κριτική, με στρογγυλεμένες άκρες, λεκτικές περικοκλάδες και ενθουσιώδη επιφωνήματα ασκούνταν και την εποχή του Ροΐδη, του Παλαμά, του Δημαρά. Διαφημιστές έργων έγραφαν και στον καιρό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, όπως και σε εκείνον του Δημήτρη Μαρωνίτη. Το πρόσημο της κριτικής δεν άλλαξε δραστικά σε σχέση με τον 20ό αιώνα. Στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής και αντιρρήσεις εκφράζονται και αστοχίες υποδεικνύονται και βιβλία σφάζονται με το βαμβάκι κατά το αγγλοσαξονικό πρότυπο, αν και χωρίς τη συχνότητά του, είναι αλήθεια. Υφολογικά όμως υπάρχει μια στροφή από τον πρότερο καταιγιστικό λόγο σε μια διακριτικότερη προσέγγιση –ο μανδύας της αυθεντίας του παρελθόντος, καλώς η κακώς, δεν μας καλύπτει πλέον. Ζήτημα που δεν έχει να κάνει με το κατά πόσο αναγνωρίζουμε ότι βλέπουμε μακρύτερα στεκόμενοι στους ώμους γιγάντων, αλλά μάλλον με τα αποδεκτά μέτρα και σταθμά μιας στιγμής που δεν ευνοεί αφορισμούς. (Προσωπικά, ομολογώ ότι προτιμώ να αγνοήσω ένα μέτριο ιστορικό βιβλίο παρά να αναδείξω τη μετριότητά του, εκτός αν η περίπτωσή του μπορεί να εξυπηρετήσει ένα ευρύτερο επιχείρημα.)

Αυτό που απουσιάζει σήμερα από τον έντυπο λόγο των εφημερίδων (αν και όχι των επιθεωρήσεων, πάντως), είναι η πρότερη πολεμική. Θα ήταν δύσκολο να ασκηθεί εκεί, μια και πλέον το διαδίκτυο προσφέρει πρόσφορο, ταχύτατο και άπλετο χώρο σύγκρουσης. Ο έντονος και μακρόχρονος διάλογος για τον Εμφύλιο Πόλεμο, για παράδειγμα, ο οποίος διεξήχθη στα Νέα και Το Βήμα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στις απαρχές της διάδοσης του internet, αμφιβάλλω αν θα επαναλαμβανόταν σήμερα στις σελίδες τους, όταν η απάντηση από τον τοίχο του καθενός είναι πολύ πιο άμεση και δεν υπολείπεται σε κύρος: πιο εφήμερο από την εφημερίδα, το Facebook λειτουργεί ως προσωπικό μέσο ενημέρωσης με διόλου ευκαταφρόνητες δυνατότητες διάδοσης του μηνύματος. Θεωρητικά, το σήμα κινδυνεύει να χαθεί στον θόρυβο, ας μην υποτιμούμε όμως την κυκλοφορία του στις κατάλληλες κοινότητες: στις διαδικτυακές «φούσκες», τις περίκλειστες ομάδες ακολούθων, διαχέεται απρόσκοπτα.

Προσωπικά, θα ήμουν σκεπτικός και έναντι της ανησυχίας για τη διόγκωση της σημασίας της προβολής και της διαφήμισης έναντι της κριτικής. Συνηγορεί ως προς αυτό και η πανελλαδική έρευνα αναγνωστικών συνηθειών της qed market research (Βήμα της Κυριακής, 5.5.2019), στην οποία οι διαφημίσεις σε εφημερίδες και περιοδικά υπολείπονται ποσοστιαία στις ενημερωτικές προτιμήσεις των αναγνωστών σε σχέση με τη θεματική του βιβλίου, τον συγγραφέα, τις συστάσεις φίλων, γνωστών ή του προσωπικού του βιβλιοπωλείου, τις κριτικές, ακόμη και το οπισθόφυλλο. Το διπλάσιο σχεδόν ποσοστό του βάρους που έχει η γνώμη ενός στενού περίγυρου φίλων και γνωστών έναντι της κριτικής (32% έναντι 17% των απαντήσεων) είναι ίσως ένα κομβικό στοιχείο. Υποδεικνύει τη μετατόπιση του κύρους που συντελέστηκε στο πέρασμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα: ο κριτικός δεν λογίζεται ως προνομιακός διαμεσολαβητής, κατατάσσεται στην ίδια σειρά με άλλους. Συνοπτικά, έχω την αίσθηση πως το αρχικό ερώτημα διατυπώνεται ενδεχομένως καλύτερα με διαφορετικούς όρους. Έχει περιοριστεί η επίδραση της κριτικής στην ελληνική δημόσια σφαίρα στις αρχές του 21ου αιώνα σε σχέση με το παρελθόν; Μάλλον ναι. Έχει εξαφανιστεί η κριτική; Σίγουρα όχι.

Κύλιση στην κορυφή