Η λογοτεχνική κριτική οφείλει, σύμφωνα με την καίρια επισήμανση του Τζορτζ Στάινερ, να προκύπτει από ένα χρέος αγάπης. Αυτό συνεπάγεται πως ο κριτικός καταπιάνεται με τα μεγάλα ως επί το πλείστον έργα, τα κείμενα που τον σφράγισαν ως αναγνώστη και τον άλλαξαν ως άνθρωπο. Ο κριτικός χρησιμοποιεί τα τρέχοντα φιλολογικά εργαλεία και χρόνων θησαυρισμένη αναγνωστική γνώση για να φωτίσει, να αναδείξει δηλαδή στα μάτια του αναγνώστη, το κείμενο σε όλο του το μεγαλείο. Η κριτική αποτελεί μ’ άλλα λόγια τη βαθύτερη, δηλαδή εξαντλητικότερη ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου· μια ανάγνωση που θα συμπληρώσει και θα πλουτίσει ακόμη κι εκείνη του επαρκούς αναγνώστη, ανοίγοντάς του ανυποψίαστα αναγνωστικά μονοπάτια και φωτίζοντας τα σκοτεινά βένθη του βιβλίου. Τέτοιο παράδειγμα κριτικού λογοτεχνίας υπήρξε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο οποίος λ.χ. ανέδειξε το πραγματικό μέγεθος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όταν ακόμη το έργο του εισέπραττε την περιφρόνηση, αν όχι και τη χλεύη των ανθρώπων των γραμμάτων.
Τέτοιους κριτικούς σήμερα δεν διαθέτουμε· αλλά και ούτε τέτοιου διαμετρήματος συγγραφείς. Ένας από τους ελάχιστους, στα δικά μου μάτια, κριτικός λογοτεχνίας που διαθέτει σήμερα την οξυδέρκεια και την πένα για να εντάξει έναν σύγχρονο συγγραφέα στον νεοελληνικό κανόνα, που σημαίνει πως διαθέτει τα εφόδια για να καταθέσει ένα έγκριτο και καταλυτικό κείμενο για την αξία του έργου του κρινόμενου, είναι ο Ευγένιος Αρανίτσης. Τελευταίο τέτοιο κείμενο ή μάλλον σειρά κειμένων, ήταν εκείνα που αφιέρωσε στο έργο και στο πρόσωπο του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, συγγραφέα του μοντέρνου (με τους όρους και τις προϋποθέσεις του μοντερνισμού) οντολογικού ποιήματος ποταμού, Σύσσημον. Ο Αρανίτσης, όπως και ο Λορεντζάτος, δεν τρέχουν καταπόδι πίσω από την τρέχουσα παραγωγή. Ακολουθώντας τον ορισμό του Στάινερ, θα σκύψουν μόνο πάνω από κείμενα μεγάλης περιωπής. Ωστόσο, ως γνήσιο τέκνο της εποχής του ο Αρανίτσης επέτρεψε στον εαυτό του και ορισμένες αβαρίες, αφιερώνοντας κείμενα και σε βιβλία που δεν θα περνούσαν ποτέ το αριστοκρατικό κόσκινο του Λορεντζάτου. Από τους ελάχιστους κριτικούς που έγραψαν εξαιρετικά θεωρητικά κείμενα για την ίδια την κριτική, αμόλυντα από την πανώλη του ακαδημαϊσμού, είναι και ο Γιώργος Αράγης.
Όπως όμως συγγραφείς και αναγνώστες δεν μπορούμε να ζήσουμε τρεφόμενοι μόνο με αριστουργήματα, καθώς έχουμε ανάγκη και από κείμενα σύγχρονά μας, τα οποία θα φωτίζουν το ιστορικό μας παρόν, κείμενα τα οποία, αν και ελάσσονα από λογοτεχνικής ποιότητας, συμπληρώνουν το βλέμμα και το βίωμά μας, έτσι έχουμε ανάγκη και από έναν κριτικό λόγο ικανό να αποτιμήσει συνολικά το λογοτεχνικό μας παρόν, δηλαδή την τρέχουσα λογοτεχνική μας επάρκεια. Για χρόνια είχαμε την τύχη τη νεοελληνική κριτική να συγκροτούν ονόματα όπως ο Βάσος Βαρίκας και ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης, o Βύρων Λεοντάρης, ο Ανδρέας Μπελεζίνης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος και πιο πρόσφατα ο Νίκος Λάζαρης, η Μάρη Θεοδοσοπούλου, ο Κωστής Παπαγιώργης, η Ελισάβετ Κοτζιά: κριτικοί που αφιέρωσαν κείμενα στους κλασικούς μας, αλλά προσδέθηκαν και στο μαγκάνι της εβδομαδιαίας κριτικής αποτίμησης της τρέχουσας βιβλιοπαραγωγής. Αρκετοί απ’ αυτούς, όπως ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, η Θεοδοσοπούλου και ο Λάζαρης δεν φοβήθηκαν την αρνητική κριτική, κεραυνώνοντας εκεί που έπρεπε (ή εκεί που αισθάνονταν ότι έπρεπε) τις αδυναμίες και τα στραβοπατήματα πεζογράφων και ποιητών.
Με τα χρόνια, καθώς οι νόμοι της αγοράς επέβαλλαν σταδιακά τον μονότροπο ολοκληρωτισμό τους, την αδήριτη και αναντίρρητη πρωτοκαθεδρία του κέρδους, εξοβελίζοντας κάθε άλλο (πνευματικό, καλλιτεχνικό ή φιλολογικό) κριτήριο πέραν από εκείνο της πληρωμένης διαφήμισης, και μετά την παράδοση επί πίνακι στον εκδότη που πλήρωνε αδρά διαφήμιση της κεφαλής κριτικού που αποτόλμησε να γράψει αρνητική κριτική για βιβλίο του σε εφημερίδα, η πραγματική κριτική εξελίχθηκε σε είδος απειλούμενο από εξαφάνιση. Οι αρχισυντάκτες συχνά έκοβαν τις ελάχιστες και αχαμνές παραγράφους με τις ενστάσεις ή τις παρατηρήσεις για τις αστοχίες των συγγραφέων, δημοσιεύοντας μονάχα τους επαίνους και τις θετικές μνείες για τα βιβλία τους. Εσχάτως η κατρακύλα συνεχίστηκε, αποδεικνύοντας πως πάντα υπάρχει παρακάτω και πως το κακό δεν έχει πάτο.
Σήμερα, λοιπόν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως η δακτυλοδεικτούμενη Τίνα Μανδηλαρά ή η Διώνη Δημητριάδου και η Βιβή Γεωργαντοπούλου (δυο γυναίκες που απολαμβάνουν το προνόμιο της διαδικτυακής ελευθερίας), η κριτική λογοτεχνική ανάγνωση της τρέχουσας ποιητικής και πεζογραφικής παραγωγής έχει εν πολλοίς, αν όχι εξ ολοκλήρου, εκλείψει. Λειπανάβατοι δημοσιογράφοι βιβλίου αλλά και θλιβεροί ημιμαθείς, οι οποίοι καταξιώθηκαν εν μιά νυκτί από τους εκδότες σε «κριτικούς», περιορίζονται στη θανάσιμη για τη λογοτεχνία παράφραση της υπόθεσης των βιβλίων και στη μεγαλόπρεπη έκθεση της επιδερμικής, ενίοτε και βαθιά ακάτεχης άποψής τους για το βιβλίο που δολοφονούν παραφράζοντάς το. Η στομφώδης αυτή και δικαιωματική έκθεση του φτενού και φτηνού τους προσωπικού γούστου, το ξώφαρσο, έωλο και βαθιά αδιάφορο «μ’ αρέσει/δε μ’ αρέσει» έχει (όταν δεν παρουσιάζεται ως «κριτική») περιβληθεί τον ευστόμαχο τίτλο της βιβλιοπαρουσίασης, που δύναται να καταπιεί αμάσητα και να αλέσει, κατά τον καλό μύλο, τα πάντα.
Έτσι λοιπόν έχουμε φτάσει στο έσχατο εκείνο σημείο όπου αφενός, ελλείψει κριτικής, τίποτα δεν πετιέται και το κακό βιβλίο που απέρριψε ο ένας εκδότης να δοκιμάζει την εμπορική του τύχη στον άλλο, και αφετέρου να εκθειάζονται ανερυθρίαστα, χωρίς καμία ουσιαστική τεκμηρίωση, κείμενα που κυριολεκτικά δεν διαβάζονται· κείμενα που δεν πληρούν ούτε τις στοιχειώδεις γλωσσικές αλλά και κατασκευαστικές προϋποθέσεις ενός λογοτεχνήματος. Κείμενα ξέχειλα μ’ ανατριχιαστικά ορθογραφικά, εκφραστικά και κυρίως συντακτικά λάθη, τα οποία τα καθιστούν ακατανόητα. Κείμενα χωρίς καμία αίσθηση χαρακτήρων, διαλόγων, περιγραφής, πλοκής και δόμησης κεφαλαίων, παραγράφων, ενίοτε ούτε και προτάσεων.
Με έκπληξη συναντάει κανείς «επαγγελματίες κριτικούς» που υποστηρίζουν πως κριτική πέραν την προσωπικής γνώμης δεν υφίσταται και πως η θέσπιση κριτηρίων για την αποτίμηση ενός λογοτεχνικού έργου είναι, αν όχι φασισμός, ανεπίτρεπτος υποκειμενισμός, καθότι αντικειμενικότητα στην τέχνη δεν υπάρχει. Ο χρόνος, λέει, θα αποφανθεί για τα πάντα. Το πώς θα γίνει αυτό, όταν εκλείπει κάθε κριτήριο αποτίμησης, είναι ένα ερώτημα που επικρέμεται αναπάντητο.
Δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία χωρίς αρνητική κριτική· δηλαδή χωρίς την κριτική ικανότητα διάκρισης του λάθους από το σωστό, ξεκινώντας από τα απλά και στοιχειώδη, όπως τα γλωσσικά και εκφραστικά λάθη και φτάνοντας ως την αποτίμηση της κατασκευαστικής στερεότητας του έργου, τη μαστορική του καλλιτέχνη, μέχρι την ωραιότητα του κατακτημένου ύφους. Κάθε κείμενο εμπεριέχει και εκφράζει υπόρρητα τον στόχο του. Κάθε λογοτέχνημα είναι μια γραπτή υπόσχεση κι ένα προσωπικό υπαρξιακό στοίχημα από την πλευρά του δημιουργού του. Δουλειά του κριτικού είναι, μεταξύ άλλων, να καταδείξει σε ποιο βαθμό ο συγγραφέας έφτασε τον πήχη που έθεσε στον ίδιο του τον εαυτό.
Σήμερα έχουμε όσο ποτέ άλλοτε ανάγκη από αυτό τον φωτισμό των κειμένων. Όχι απλώς γιατί ο αγύμναστος αναγνώστης διψάει για τις αναγνωστικές ατραπούς που ο κριτικός κατορθώνει να του αποκαλύψει, αλλά και γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας κερδίζει πολύτιμο, σωτήριο, χρόνο μέσα από τον εντοπισμό των αδυναμιών του, τις οποίες αντιπαλεύει σ’ όλη του τη ζωή. Την έχουμε διακαώς ανάγκη, γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς ιεράρχηση ποιοτήτων. Διάκριση του καλού από το μέτριο κ.ο.κ. Δεν θα έγραφα ποτέ αρνητική κριτική για ένα εντελώς αποτυχημένο ή κακό βιβλίο· δεν βλέπω το νόημα. Ως μη επαγγελματίας κριτικός, αλλά ως γραφιάς που προσεγγίζει την κριτική ως αναπόσπαστο κομμάτι της συγγραφικής πρακτικής και της αέναης μαθητείας στη γραφή, γράφω κριτικές πρωτίστως για να αναδείξω καλά βιβλία που δεν τυχαίνουν της προσοχής που θα τους άξιζε, προσπαθώντας να αναδείξω κρυμμένες ποιότητες και αρετές. Θεωρώ όμως χρέος μου να επισημαίνω τα αρνητικά και τις αποτυχίες, δηλαδή να είμαι ειλικρινής απέναντί τους. Δεν είναι πάντοτε εύκολο ή εφικτό. Στην εποχή όπου τα βιβλία παρατάσσονται αδιακρίτως και απαράγραπτα για ένα δεκαήμερο στις προθήκες και που η βιβλιοπαραγωγή έχει γίνει ένας αδιάκριτος πολτός, η διάκριση του καλού από το κακό δεν διαμορφώνει μονάχα αναγνώστες, αλλά και συγγραφείς.