Γιώργος Κεντρωτής

Ποίηση και κοινωνία
(συνέχεια και τέλος)

Δεδομένου ότι ο λαός τρέφεται με σκουπίδια (είτε επειδή το επιζητεί ο ίδιος είτε επειδή τον ταΐζουν και τα τρώει), αναρωτιόμασταν στις τελευταίες αράδες της προηγούμενης συνεργασίας μας πού χωράει εν προκειμένω η ποίηση; Ή καλύτερα: Τι δουλειά έχει εδώ η ποίηση; Ποιος τη θέλει την ποίηση; Ποιος έχει όρεξη για δαύτη; Στα ερωτήματα αυτά είχαμε φτάσει με τη βοήθεια ενός δοκιμίου του Παζολίνι, όπου διαπιστωνόταν ότι οι δυτικές κοινωνίες –αυτές που ξέρουμε– είναι πια συνονθυλεύματα ψευδών συνειδήσεων. Τι να τους κάνουν τους ποιητές; Δεν τους χρειάζονται, δεν τους θέλουν τους ποιητές. Μόνο «μια μικρή ελίτ καλλιεργημένων και απελπισμένων αστών» (αν δεχθούμε ότι υφίσταται ακόμα πια τέτοια ομάδα) αγωνιά και αγωνίζεται να παίξει τον ρόλο του απαραίτητου καταλύτη μπας και συντελεσθεί το desideratum της χημικής αντίδρασης ποιητή και κοινωνίας.

Το μέλλον της ποίησης μέσα στην όποια κοινωνία σχεδόν προκαθορίζεται (άρα είναι προβλέψιμο) από το πώς βλέπει η κοινωνία τον ποιητή: σε ποια υπόληψη τον έχει, σε ποια θέση τον βάζει, τι του ζητάει να κάνει (αν, εννοείται, του ζητάει κάτι, οτιδήποτε), πώς του συμπεριφέρεται εν γένει. Στις «δυτικές κοινωνίες», αναλόγως του πόσο «προηγμένες» είναι, το όλο θέμα θυμίζει ένα εκκρεμές που εκτελεί ταλαντώσεις από το «ιστορικοπολιτιστικό κατάλοιπο» ως το «αναγκαίο κακό» και τανάπαλιν. Καθόλου κολακευτικό μεν για την ποίηση και τους ποιητές, αλλά φευ αληθινό! Στην καλύτερη περίπτωση ο ποιητής, όταν δεν ξεφτιλίζεται και δεν γελοιοποιείται παντοιοτρόπως εκ μόνου του λόγου ότι είναι ποιητής, επιβιώνει αταβιστικά ως παραμόρφωση κάποιου πολιτιστικού παράγοντα που είχε αξία στην κοινωνική προϊστορία, πράγμα που ακυρώνει την όποια ευγενή δράση της όποιας «μικρής ελίτ καλλιεργημένων και απελπισμένων αστών».

Διότι αυτοί οι μεμετρημένοι αστοί, μέσα στην αγωνία τους να σώσουν ό,τι σώζεται και να το κρατήσουν παντοιοτρόπως στη ζωή, είτε λησμονούν ότι έχουν αλλάξει (ανεπιστρεπτί στην πρότερή τους κατάσταση) τα πράγματα, είτε δεν παραδέχονται την ήττα της κουλτούρας τους από την ίδια την τάξη τους –ή, έστω, από κάποια κυριαρχήσαντα αστικοειδή μορφώματά της. Και επειδή οι αστοί αρέσκονται ανέκαθεν στο κικερώνειο otium cum dignitate (: στην μετ’ αξιοπρεπείας σχόλη), σχολάζουν κανακεύοντας με αγάπη τη συνείδησή τους, διότι έχουν αναθέσει την υπόθεση της ποίησης όχι στους λειτουργούς της, αλλά στους ποικιλώνυμους αξιολογητές της, στους πάσης φύσεως κριτικούς, που κατά κανόνα δεν έχουν γράψει ούτε έναν στίχο στη ζωή τους. Δεν μετράει πια τι γράφει και πώς το γράφει ο ποιητής, αλλά τι καταλαβαίνει και πώς το καταλαβαίνει ο «κριτικός» (σπανιότατα πλέον γράφεται η λέξη αυτή χωρίς εισαγωγικά) με τις πρεταπορτέ απόψεις του για όλα, και δη σε τέτοιο βαθμό, που δεν είναι υπερβολή, αν λεχθεί ότι στα τέτοια κριτικά κείμενα παρατηρείται απλώς η αλλαγή του ονοματεπώνυμου του ποιητή. Αλλά παρατηρείται και κάτι άλλο: το «θέλω» του «κριτικού» γίνεται η κατευθυντήρια γραμμή του «ποιητή» (και εδώ μπαίνουν κανονικά, κανονικότατα, εισαγωγικά).

Η ποίηση σήμερα θεωρείται επιχείρηση, που λειτουργεί με τους νόμους της business και παράγει εμπορεύματα με προδιαγραφές. Δεν εννοώ βιβλία, εννοώ ποιήματα. Αυτό είναι το παραγόμενο εμπόρευμα: το ποίημα. Το όλον δεν συνιστά πρόοδο, αλλά απλώς εξέλιξη, που εστιάζει στην κατανάλωση περιττών αγαθών: εν προκειμένω και ποιημάτων. Η εν λόγω εξέλιξη (καλύτερα: υφέλιξη) είναι στις μέρες μας πατεντάτη ιδεολογία, είναι η ιδεολογία του περιττού. Θα το γράψω με τα λόγια του Παζολίνι: «είναι μια ιδεολογία που παλιότερα την όριζα ως καταναλωτικό ηδονισμό, μια κοσμική και ορθολογική ιδεολογία μεν, πλην όμως ηλίθια, μυωπική, περιορισμένη, ηδονιστική»[1]. Το ζητούμενο είναι η κατανάλωση του προϊόντος: χιλιάδες ποιητές και εκατομμύρια ποιήματα, σύντηξη υποκειμένου και αντικειμένου, μουσειοποίηση του αληθούς στίχου.

Και μιας ξεκίνησα στην προηγούμενη συνεργασία μου με τον Παζολίνι, και συνέχισα με τον Παζολίνι, θα κλείσω το κείμενό μου αυτό με λόγια του Παζολίνι. Αναφερόμενος σε μια μακροσκελή συνέντευξή του στον Τζιντεόν Μπάχμαν στους τύπους των εμπορευμάτων και στα ήθη της κατανάλωσης λέει:

«Η αλλαγή (της νοοτροπίας στην Ιταλία) σημαίνει ότι κάποιες αξίες, κάποια μοντέλα συμπεριφοράς έχουν εκπέσει και στη θέση τους έχουν μπει άλλα. Αυτή την υποκατάσταση δεν την θέλησε ο λαός, αυτός που είναι από κάτω, αλλά η εξουσία που επιβάλλει την κατανάλωση. Η μεγάλη πολυεθνική ιταλική βιομηχανία ήθελε να καταναλώνουν οι Ιταλοί έναν συγκεκριμένο τύπο εμπορεύματος, και για να το καταναλώσουν έπρεπε να δημιουργήσουν νέο ανθρώπινο μοντέλο».

Η νοοτροπία έχει αλλάξει και στην Ελλάδα –με την ιστορικώς απαραίτητη χρονική καθυστέρηση και με την εκ των περιστάσεων σχετική προσαρμογή του πράγματος/εμπορεύματος σε νοτιοβαλκανικές πατέντες. Σχεδόν τίποτα δεν γίνεται εκ των κάτω, από κάποια αυθεντική ανάγκη. Όλα γίνονται κατά τις βουλήσεις των εντεταλμένων πρακτόρων της ποιητικής και εκτελούνται «άνευ λόγου» από το «νέο αλά γκρεκ ανθρώπινο μοντέλο». Με μια μικρή διαφορά: αλλού, ας πούμε στην Ιταλία και στη Γαλλία, υπάρχει βαριά βιομηχανία παραγωγής καταναλωτικού πολιτισμού· εδώ έχουμε απλώς μια μικροβιοτεχνία, που συμπεριφέρεται όμως σαν πολυεθνικός κολοσσός, μόνο και μόνο επειδή έχει τη συναίνεση (και, όποτε χρειάζεται, και την έγκριση) πολιτιστικών παραγόντων, από τον αντιγραφέα δελτίων τύπου εκδοτικών οίκων έως το Υπουργείο Πολιτισμού.

Αυτό το μοντέλο κοινωνείται και επιβάλλεται άνωθεν στην κοινωνία, μέλη της οποίας είναι και οι «ποιητές». Οι όντως ποιητές αγωνίζονται να αποτινάξουν τις αλυσίδες των εισαγωγικών. Οι όντως – ολίγοι τινές…


[1] “Intervista. Italia, sviluppo ma non progresso”, στο: Pier Paolo Pasolini, Polemica Politica Potere. Conversazioni con Gideon Bachman, a cura di Riccardo Costantini, Chiarelettere, Milano 2015. Από αυτή τη συνέντευξη είναι παρμένο και το επόμενο παράθεμα.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Scroll to Top