Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Γιάννης Παλαβός

Πώς γράφεται ένα κακό πεζογράφημα

Στις 27 Νοεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της 18ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, συμμετείχα σε μια διαδικτυακή συζήτηση με τίτλο «Πώς γράφεται ένα κακό πεζογράφημα» μαζί με τους συγγραφείς Χρήστο Αρμάντο Γκέζο, Χρήστο Κυθρεώτη, Δήμητρα Λουκά και Κάλλια Παπαδάκη. Το θέμα της κουβέντας, όταν μου πρωτοανακοινώθηκε, με ξένισε: μου φάνηκε ότι δύσκολα θα μπορούσε να δώσει τροφή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, καθώς υπάρχουν άπειροι –και μυστήριοι– τρόποι να γράψεις ένα καλό πεζογράφημα, αλλά μάλλον λίγοι και συγκεκριμένοι να γράψεις ένα κακό. Αν, ωστόσο, το σκεφτεί κανείς λίγο καλύτερα, καταλαβαίνει κάτι απλό: πως όταν δοκιμάζεις να μιλήσεις για το «κακό» πεζογράφημα, να ορίσεις δηλαδή ένα κακό πεζογράφημα, επί της ουσίας μιλάς για το τι αποτελεί, κατά τη γνώμη σου, αξιανάγνωστη λογοτεχνία –απλώς από την ανάποδη. Διατυπώνεις, δηλαδή, ένα είδος «αρνητικής ποιητικής», ψηλαφίζοντας εξ αντιδιαστολής τι είναι για σένα και πώς γράφεται η καλή λογοτεχνία. Έτσι κι έγινε στη συζήτηση, κι αυτό ήταν, νομίζω, που της προσέδωσε ενδιαφέρον παρά τις αναπόφευκτες επαναλήψεις και αλληλοεπικαλύψεις. Οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι μίλησαν χωρίς κείμενο, αυθόρμητα· εγώ, που μου είναι δύσκολο να μιλώ χωρίς γραπτό μπροστά μου, διάβασα τις σημειώσεις που είχα κρατήσει. Τις παραθέτω εδώ, ελαφρώς επεξεργασμένες, όχι γιατί πιστεύω πως είναι πρωτότυπες, αλλά ακριβώς επειδή δεν είναι: επειδή, λίγο πολύ, συνοψίζουν ορισμένα βασικά σημεία μιας πολύ παλιάς συζήτησης (που θα συνεχίζεται ες αεί) και επειδή αποτελούν ψηφίδες μιας, τρόπον τινά, προσωπικής αρνητικής ποιητικής – «to whom it may concern», που λένε.

⸙⸙⸙

Ορισμένες σκέψεις για το πώς γράφεται ένα κακό πεζογράφημα:

Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν γράφεται και, ακολούθως, δημοσιεύεται εν θερμώ. Όταν γράφεται δίχως να μεσολαβήσει η αναγκαία χρονική και συναισθηματική απόσταση προκειμένου ο συγγραφέας να δει το κείμενό του ψυχρά και όταν λείπει η αυστηρή αισθητική επεξεργασία που θα μετατρέψει, αλχημιστικά, το πρωτογενές βίωμα ή αίσθημα σε τέχνη. Διότι ένα κείμενο μπορεί να είναι όσο συγκινητικό θέλει, δεν μπορεί όμως να είναι συγκινημένο˙ ή, μάλλον, μπορεί, αλλά όχι πρωτογενώς: πρέπει η συγκίνησή του να είναι τεχνητή, όμως τόσο καλά τεχνητή, που να διαγράφει έναν πλήρη κύκλο και να επιστρέφει έτσι στην αυθεντική, πρωτογενή συγκίνηση.

Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν γράφεται για τους λάθους λόγους, δηλαδή επειδή –αποκλειστικά στη φαντασία του συγγραφέα– θα του αποφέρει αναγνώριση ή χρήματα ή έρωτες ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Τα λιγότερο «υψηλά» κίνητρα –η ματαιοδοξία, ο φθόνος, η μικροψυχία– είναι μέρος του παιχνιδιού και κανένας, ούτε οι μεγαλύτεροι συγγραφείς, δεν είναι απαλλαγμένοι απ’ αυτά· παίζουν οπωσδήποτε τον ρόλο τους. Αλλά δεν μπορούν να είναι τα βασικά κίνητρα: τότε, κατά πάσα πιθανότητα, το πεζογράφημα θα είναι κακό.

Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν ο συγγραφέας γράφει απλώς γιατί θέλει να πει τον «πόνο» του, επειδή θεωρεί ότι ο πόνος του ενδιαφέρει ή πρέπει να ενδιαφέρει και τους άλλους –για να μην πούμε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο πόνος του καθενός δεν αφορά κανέναν παρά μόνο τον ίδιο: τον αναγνώστη τον αφορά μόνο ως αρτιωμένο αισθητικά κείμενο.

Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν ο συγγραφέας δεν είναι φανατικός αναγνώστης, όταν δεν διαβάζει, δεν προσλαμβάνει και δεν ερμηνεύει τον κόσμο με κύριο μέσο τον λόγο. Αυτό σημαίνει συνήθως –αυτό, τουλάχιστον, μου έχει δείξει η παρατήρηση και η πείρα–, ότι είναι ένας άνθρωπος είτε με υπερβολικά έντονη, συχνά υστερική σχέση με το σώμα είτε, συνηθέστερα, με λιγοστή. Ότι είναι ένας άνθρωπος κρυμμένος και κρυφός. Ότι «πάσχει», όπως διάβασα κάπου να λέει ο συγγραφέας Μισέλ Φάις, «από υπερβολικό ή από ελάχιστο εαυτό». Ότι, με άλλα λόγια, τρώγεται με τα ρούχα του. Ότι ζει εν αμφιβολία –αλλά, βέβαια, αυτή η αμφιβολία είναι που αιμοδοτεί, που γονιμοποιεί το κείμενο. Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν ο συγγραφέας του δεν αμφιβάλλει. Σωστά το έλεγε ο Καρούζος: «Μη με διαβάζετε όταν έχετε δίκιο».

Ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν ο συγγραφέας ακκίζεται, όταν πέφτει θύμα της ίδιας του της εξυπνάδας. Όλοι οι καλοί συγγραφείς, κι αυτό είναι δεδομένο, είναι ευφυείς άνθρωποι. Αλλά είναι, και όχι σπάνια, άνθρωποι συναισθηματικά «λειψανάβατοι» –ένα ωραίο επίθετο που αγαπούσε ο Δημήτρης Χατζής– και την ευφυία τους τη στρέφουν συχνά εναντίον τους, εναντίον του έργου τους, τη χρησιμοποιούν για να μην περάσουν τη δύσκολη μέσα πόρτα που πρέπει να περάσουν προκειμένου να γραφτεί ένα καλό πεζογράφημα, για να μην κάνουν τη χειρονομία εις εαυτόν που προϋποθέτει ένα καλό πεζογράφημα, αλλά για να φτιάξουν απλώς μια περίτεχνα διακοσμημένη εξώπορτα. Ο πειρασμός της ευκολίας, ο πειρασμός της επανάληψης μιας δοκιμασμένης συνταγής δίχως το ένδον ρίσκο που απαιτεί η συγγραφική πράξη, είναι μεγάλος. Αλλά τότε το πεζογράφημα θα είναι κακό. Η αγγλοσαξονική σχολή το λέει ωραία: «Kill your darlings». Είναι μια από τις καλύτερες συγγραφικές συμβουλές που άκουσα ποτέ.

Τέλος, ένα κακό πεζογράφημα γράφεται όταν ο συγγραφέας δεν έχει περάσει την παιδική –ή το πολύ εφηβική– ασθένεια που ονομάζεται άρνηση. Η στιλιζαρισμένη μιζέρια, η απόρριψη της παράδοσης, η καταγγελία και μάλιστα η υψηλόφωνη, τα συλλήβδην απορριπτικά μανιφέστα με λογοτεχνικό μανδύα, η θανάσιμη σοβαρότητα, η έλλειψη χιούμορ και τρυφερότητας –όλ’ αυτά, όταν τα συναντώ σ’ ένα κείμενο, μου φέρνουν πάντα στον νου μωρά που γρυλλίζουν γιατί βγάζουν δόντια. Ένα κακό πεζογράφημα μαρτυρά ότι ο συγγραφέας του επενδύει στην ετερότητα, όχι στην ομοιότητα, στην άρνηση και όχι στην κατάφαση. Κι αυτό είναι ίσως ένα χρήσιμο πρώτο βήμα, θεμιτό και δεκτό, αλλά, μεσομακροπρόθεσμα, ως συγγραφική και εν γένει καλλιτεχνική στρατηγική έχει σοβαρούς περιορισμούς: δεν μπορεί να σε πάει μακριά. Ένα καλό πεζογράφημα προϋποθέτει ότι ο συγγραφέας του έχει κατανοήσει πως οι άνθρωποι, στους οποίους άλλωστε υποτίθεται ότι φιλοδοξεί να απευθυνθεί, είναι επί της ουσίας όμοιοι, κι ακόμη κι αν εστιάζεται στη διαφορά και στη σκοτεινή τους όψη, το κάνει γιατί δι’ αυτών επιχειρεί να μιλήσει για τη βαθύτερη ομοιότητα, για το βαθύτερο κοινό φως.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή