Οι παππούδες μου (ο παππούς Θεοδόσης και η γιαγιά Σμαρώ) ζούσαν, τότε, στο χωριό Μαΐστρος του νομού Έβρου, λίγο έξω απ’ την Αλεξανδρούπολη – εδώ και χρόνια έχει ενσωματωθεί κανονικά στην πόλη. Είχαν μέσα σε τέσσερα στρέμματα ένα σπίτι στο βάθος, δίπλα τις αποθήκες σιτηρών, μετά τον στάβλο και κολλητά έναν χτιστό φούρνο. Ο Θεοδόσης ήταν μπαξεβάνης – είχε έναν μπαξέ στα όρια του χωριού και ήταν απ’ τα χαράματα ως τη νύχτα χαμένος εκεί και στα χωράφια. Η γιαγιά φρόντιζε τα ζώα και το νοικοκυριό (τότε ήταν νέα, κοντά στα σαράντα), έψηνε και τρεις φορές τη βδομάδα ψωμί και, πριν το ψωμί, έφτιαχνε φουρνόπιτες, δηλαδή λαγάνες χωρίς σουσάμι.
Δίπλα στον φούρνο είχε μια μεγάλη μουριά, όπου εμείς, πιτσιρίκια, ανεβαίναμε, μετά το ’60, να παίξουμε και όποτε η γιαγιά ξεφούρνιζε λαγάνες ζεστές, λαχταριστές, τις άνοιγε πέρα-πέρα στη μέση με το μαχαίρι, άπλωνε μέσα τυρί ή βούτυρο και μας τις έδινε, ενώ ήμασταν πάνω στο δέντρο, να κολατσίσουμε – αυτά ως το 1972 που η Σμαρώ έφυγε απ’ τη ζωή.
Στα 1947 έχει αγριέψει ο εμφύλιος και η Αλεξανδρούπολη είναι γεμάτη από φαντάρους κι οχήματα του Εθνικού Στρατού, ενώ στα πέριξ πρόβουνα της Ροδόπης έχουνε αναπτυχθεί οι αντάρτες του Καπετάν Κρίτωνα (Βαγγέλη Κασάπη) και του Γκίτη. Η πόλη είναι έδρα ταξιαρχίας των εθνικοφρόνων και οι τρεις πιο σημαντικοί άντρες στην ιεραρχία είναι ο Επιτελάρχης, ο Ταξίαρχος και ο Αρχίατρος. Οι γυναίκες αυτών των τριών, κάνουν παρέα και μια μέρα αποφασίζουν να πάνε στην κοντινή Μαΐστρο, στο χωριό της γιαγιάς, να ανάψουν ένα κερί στην εκκλησία, στην εικόνα της Αγια-Μαρίνας (που θεωρούνταν πολύ θαυματουργή) για να φυλάγει τους άντρες τους.
Περνώντας δίπλα απ’ το σπίτι της γιαγιάς μύρισαν την ευωδία φρέσκου ψωμιού που έρχονταν απ’ τον φούρνο και ρώτησαν έναν παππού εκεί δίπλα από πού έρχεται αυτή η μυρωδιά. Εκείνος τις αποπήρε λέγοντας «Τσιμπήστε τον κώλο σας και πάτε στη δουλειά σας, τι σας νοιάζει από πού έρχεται;». Αλλά η γιαγιά η Σμαρώ, που ήταν κοντούλα, αυτάρχα, δαιμόνια, και δεν της ξέφευγε τίποτε, άκουσε ότι κάτι γίνεται, βγήκε έξω, μίλησε με τις γυναίκες και τις προσκάλεσε να τις δώσει από μια φρέσκια, αχνιστή λαγάνα. Μετά, άντε, πάτε στην εκκλησία, τις είπε, να προσκυνήσετε και γυρνώντας ελάτε να σας ψήσω καφέ. Γυρίζοντας οι γυναίκες (η κ. Λέλα σύζυγος του ταξίαρχου, η κ. Ζιζή του επιτελάρχη και η κ. Νίτσα του αρχιάτρου) ξαναπέρασαν και η Σμαρώ τις προσκάλεσε στο καλό το δωμάτιο όπου είχε απλωμένα πατόχαλα, δηλαδή χαλιά και κουρελούδες πάνω στο δάπεδο που ήταν από λάσπη, κοπριά και άχυρο. Η Σμαρώ ήταν πολύ τιτίζα με την καθαριότητα, όλα ξάστραφταν μέσα στον χώρο και διατάζει τις τρεις γυναίκες αυστηρά: «Βγάλετε τα παπούτσια σας πριν μπείτε». Τι να κάνουν κι εκείνες, χαμογέλασαν μεταξύ τους με νόημα, αλλά τα έβγαλαν, μπήκαν και κάθισαν. Τους έψησε η Σμαρώ καφέ και τους κέρασε κυδωνοπελτέ και στρόγγυλα ζαχαρωτά ψωμάκια περιχυμένα με πετιμέζι. Μίλησαν για τον πόλεμο, για τα παιδιά και τους άντρες τους, κουτσομπόλεψαν, πέρασαν καλά. Φχαριστήθηκαν.
Από τότε οι τρείς γυναίκες άνοιξαν παρτίδες με την Σμαρώ κι έρχονταν κάθε τόσο να πιούνε καφέ και να πάρουν φουρνόπιτες – της έφερναν για αντίδωρο κρέατα, καφέ, κονσέρβες, σαλάμια και γλυκά. Μια φορά, δε, την βδομάδα, κάθε Πέμπτη, η Σμαρώ κατέβαινε στην Αλεξανδρούπολη με τα πόδια και πήγαινε ψωμιά και λαγάνες στο σπίτι της Λέλας, του κ. ταξιάρχου, με την οποία είχανε συμπαθηθεί περισσότερο. Ο ταξίαρχος και η γυναίκα του έμεναν σε μια πανέμορφη, νεοκλασική, δίπατη οικία στον παραλιακό δρόμο, που έβλεπε στη θάλασσα, ενώ αριστερά, στα εκατόν πενήντα μέτρα υψώνονταν ο περίφημος φάρος της Αλεξανδρούπολης.
Ο εμφύλιος μαίνονταν στους λόφους και στα γύρω βουνά και τα πράγματα ζόριζαν όλο και περισσότερο. Τα παλικάρια και τα κορίτσια του χωριού φεύγανε κάθε βράδυ και πήγαιναν και κοιμούνταν στην Αλεξανδρούπολη γιατί φοβούνταν μη μπούνε οι αντάρτες και τους αρπάξουν και τους επιστρατεύσουν με το ζόρι – γύριζαν την επόμενη μέρα. Μια Πέμπτη πρωί, κατά τις δέκα, ξεκίνησε η Σμαρώ να πάει ψωμιά και λαγάνες στην Λέλα, την κυρία ταξιάρχου. Και περπατώντας βλέπει παντού διασπαρμένους ένοπλους φαντάρους και πιο πολλούς στη γέφυρα, στο φυλάκιο, καθώς έμπαινε στη πόλη – πάνω στη γέφυρα ήταν τοποθετημένα έντεκα κομμένα, ματωμένα κεφάλια ανταρτών που τους είχαν σκοτώσει τις προηγούμενες μέρες. Μέσα στην πόλη οι στρατιώτες φυλούσανε δρόμους, σταυροδρόμια και περάσματα και υπήρχε γενική ετοιμότητα και έκτακτη κίνηση οχημάτων. Η Σμαρώ υπόθεσε πως περίμεναν κάποια επιδρομή απ’ τους κομμουνιστές και είχαν προετοιμαστεί – φτάνοντας στην παραλιακή, έξω απ’ το πανέμορφο σπίτι του κ. ταξιάρχου, βλέπει να το φυλάνε πολλοί φαντάροι, ενώ στρατιώτες ήταν αναπτυγμένοι σε όλο το μήκος του δρόμου. Κάνει να μπει, αλλά ο επικεφαλής λοχίας δεν την άφηνε – είχε πολύ αυστηρές διαταγές. Η Σμαρώ επέμεινε, τους ζήτησε να ειδοποιήσουν την κυρία Λέλα, και τελικά, με τα πολλά, κάποιος φαντάρος μπόρεσε και ρώτησε δισταχτικά την κυρία ταξιάρχου και εκείνη είπε «αφήστε την να μπει».
Η Σμαρώ μπήκε στο έξοχο σπίτι και η κ. Λέλα (πολύ όμορφη, ψηλή, μελαχρινή γυναίκα, με μεγάλα, έξυπνα, αμυγδαλωτά μάτια και πολύ πειραχτήρι) την υποδέχτηκε, ως συνήθως, με γέλια και θέρμη. Η κ. ταξιάρχου ήταν Κρητικιά και εντελώς θηλυκή, λαμπρή παρουσία – ο άντρας της, ο ταξίαρχος, ήταν Αθηναίος. Εδώ, μέσα στο σπίτι τους, όλοι οι χώροι αστραποβολούσαν από αριστοκρατική καθαριότητα – η κυρία Λέλα είχε την ίδια μανία με τη Σμαρώ για την πάστρα και παρότι την βοηθούσε μια υπηρέτρια, ήταν εκείνη, η ίδια, που κρατούσε τα πάντα τόσο άψογα τακτοποιημένα και καθαρά. Ήπιαν καφέ στην κουζίνα, κουτσομπόλεψαν και κάποια στιγμή η Σμαρώ ρώτησε τη κ. Λέλα γιατί υπάρχει τόση κινητοποίηση απ’ τον στρατό στην πόλη και έξω απ’ το σπίτι. Η κ. ταξιάρχου της εξομολογήθηκε χαμηλόφωνα πως περιμένουνε το μεσημέρι, κατά τις δύο, να έρθει ο βασιλιάς Παύλος με τη βασίλισσα Φρειδερίκη στην Αλεξανδρούπολη, για να εμψυχώσουν με την παρουσία τους το στράτευμα –διανυκτέρευσαν χτες το βράδυ στη Θεσσαλονίκη, είπε. Η Σμαρώ, είχε μείνει άναυδη. Ρώτησε: ο βασιλιάς, ο ίδιος ο βασιλιάς και η βασίλισσα; Ναι, απάντησε η κ. Λέλα, και, ξέρεις πού θα μείνουν, πού θα φιλοξενηθούν; Πού; ρώτησε η Σμαρώ. Εδώ, σε αυτό το σπίτι, σ’ εμάς, απάντησε η κ. ταξιάρχου. Η Σμαρώ την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, ενώ η κ. Λέλα σηκώθηκε και της έκανε σιωπηλά νόημα να την ακολουθήσει.
Ανέβηκαν μια σπειροειδή ξύλινη σκάλα με καρυδένια κουπαστή στον άνω όροφο και η κ. Λέλα σταμάτησε μπροστά στη λαδί, κομψή πόρτα ενός δωματίου. Έβγαλε ένα κλειδί, ξεκλείδωσε και μπήκε γνέφοντας στη Σμαρώ να ʼρθει πίσω της. Είπε: εδώ θα κοιμηθούν ο βασιλιάς Παύλος και η Φρειδερίκη. Το δωμάτιο ήταν πολύ φωτεινό, ευρύχωρο, ψηλοτάβανο με γύψινα σχέδια στην οροφή, μισάνοιχτες, βαριές κουρτίνες και έβλεπε στη θάλασσα. Αριστερά υπήρχε μια μεγάλη σερβάντα με ασημικά και πάνω της ένα βάζο με φρέσκα, λευκά τριαντάφυλλα. Δίπλα, μια κρυστάλλινη πιατέλα είχε τυλιχτά σοκολατάκια γεμιστά με πραλίνα. Δυο αναπαυτικές πολυθρόνες δεξιά και αριστερά. Μπρούτζινο πολύφωτο στο ταβάνι σε στιλ γαρδένιας. Χαλιά στρωμένα στο δάπεδο και ένα κρεβάτι που η Σμαρώ δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της: καρυδένιο, με διπλό στρώμα, ριχτούς κρεβατόγυρους με δαντέλες και αργυρά κεντήματα, μαξιλάρια κατάλευκα, αφράτα, γεμιστά με φτερά χήνας, κι από κάτω σεντόνι κολλαριστό, από αιγυπτιακό βαμβάκι. Από πάνω μια καπλαντισμένη κουβέρτα, που δεν ήταν υφαντή όπως αυτές που είχαν στο χωριό από νήμα φλος Σουφλίου, αλλά από απαλό βυσσινί βελούδο. Στεκότανε η Σμαρώ και χάζευε με δέος γύρω – δεν ήξερε τι να πρωτοδεί. Τότε η κ. Λέλα της είπε χαμογελαστά, συνωμοτικά: «Πήγαινε και ξάπλωσε λίγο στο κρεβάτι, να ξεκουραστείς. Θα έρθω σε πέντε-δέκα λεπτά, να σε πάρω». Η Σμαρώ ένιωσε ζαλάδα –κόντεψε να λιποθυμήσει. Είπε τραυλίζοντας: «Έ, εγώ, σε αυτό το.. το κρεβάτι;» «Ναι», απάντησε η κ. Λέλα. «Θα ʼρθώ να σε πάρω σε λίγο. Θα κλειδώσω την πόρτα, μη φοβάσαι». Και βγαίνοντας από το δωμάτιο γύρισε δυο φορές το κλειδί.
Η Σμαρώ πλησίασε με δέος και ακούμπησε με το δάχτυλο το βελούδο της βυσσινί κουβέρτας –δεν είχε ξανανιώσει τόση απαλότητα. Μετά τα αφράτα μαξιλάρια. Δίστασε για ένα λεπτό. Έτρεμε. Μετά έβγαλε προσεκτικά τα παπούτσια της και ξάπλωσε αργά, έγειρε από την δεξιά μεριά, με έναν μικρό αναστεναγμό, καθώς αναρωτιότανε αν η Φρειδερίκη θα πλάγιαζε απ’ αυτή την πλευρά, ή θα διάλεγε την άλλη. Αν και ήταν πολύ ταραγμένη και μουδιασμένη μαζί, ένιωσε, σε λίγο, σαν να ξάπλωσε πάνω σε ένα σύννεφο, σαν να αιωρούνταν στο νερό μιας αστραφτερής, γαλήνιας λίμνης. Έμεινε έτσι, εκεί, χαμένη, νιώθοντας αιθέρια, διαφανής, μετέωρη, για πέντε, επτά λεπτά – επί είκοσι δευτερόλεπτα έπεσε σε λήθαργο εμβρύου. Μετά, μέσα στο βύθος της άκουσε ομιλίες στο ισόγειο και πετάχτηκε ξαφνικά όρθια, έβαλε γρήγορα τα παπούτσια και άρχισε να ισιώνει με άγχος το μαξιλάρι και το κρεβάτι που είχαν κάνει από μια μικρή γούβα. Τα τακτοποίησε εντελώς, τα επανέφερε όπως ήταν προηγουμένως – η βελούδινη κουβέρτα ήταν πάλι οριζόντια, τέλεια, άψογη όπως πριν.
Η κ. Λέλα ξεκλείδωσε και μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. «Πώς σου φάνηκε;» ρώτησε – η Σμαρώ είχε βουβαθεί, δεν μπορούσε πια να πει λέξη. Είχε χαθεί, βρισκόταν ακόμα σε σύγχυση, ξελογιάστηκε, δεν ήξερε πλέον ποιά ήταν.
Αυτή την ιστορία, μετά που τέλειωσε ο εμφύλιος και ησύχασαν τα πράματα, η Σμαρώ την διηγούνταν με καμάρι στις γειτόνισσες που δυσκολεύονταν να την πιστέψουν. Αλλά την έλεγε και σ’ εμάς τα παιδιά που της ζητούσαμε συχνά να μας την ξαναπεί, ενώ τρώγαμε τις λαγάνες με τρίμματα τυριού μέσα, ή με βούτυρο που μας ετοίμαζε, μόλις τις έβγαζε ζεστές, αχνιστές, από το φουρναριό. Εκείνη μάς την διηγούνταν πάλι, κάθε φορά με τον ίδιο ζήλο και με διαφορετικές λεπτομέρειες, λέγοντας πάντα στο τέλος:
– Εγώ που ήμουνα μια χωριάτισσα, αντιβασιλική, βενιζελική, όπως κι όλο το σόι μας, ένιωσα, για λίγο, βασίλισσα και μ’ άρεσε. Ξάπλωσα σε εκείνο το κρεβάτι κι έγινα πραγματική βασίλισσα.

