Όταν το 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα εξελέγη πρόεδρος της Αμερικής, τους μήνες που επακολούθησαν των εκλογών γινόταν μεγάλη συζήτηση για το αν, λόγω της ταυτότητάς του (ο πρώτος Μαύρος πρόεδρος), του νεαρού της ηλικίας του και της κοσμοθεωρίας του (που είχε διαμορφωθεί από την ανατροφή του σε ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό), είχε συζητηθεί, λοιπόν, αν θα ήταν ένας «μεταμορφωτικός» (transformative) παράγων στην αμερικανική πολιτική και κοινωνική ζωή. Δηλαδή, αν θα γινόταν ο φορέας μιας ριζικής αλλαγής στη χώρα. Τελικά αυτό δεν συνέβη ή μάλλον δεν το άφησε να συμβεί το νομοθετικό σώμα της Γερουσίας που, κατά το πλείστον της προεδρίας του, το ήλεγχαν οι συντηρητικοί. Συνέβησαν όμως, εν τω μεταξύ, σταδιακές μεταμορφωτικές αλλαγές (transformations) μέσα στην ίδια την κοινωνία, που είχαν αρχίσει πάνω από τρεις δεκαετίες πριν, και που έγιναν έκδηλες κατά την αλλοπρόσαλλη προεδρία του τελευταίου προέδρου. Αυτές οι αλλαγές φαίνεται να δίνουν τις συντεταγμένες για το πού πορεύεται η Αμερική σήμερα. Εδώ, προσφέρουμε λίγες σημειώσεις πάνω στο θέμα.
Ι.
Κατάρρευση. Αυτή ήταν η λέξη στο μυαλό πολλών που παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στο οικοδόμημα της δημοκρατίας των ΗΠΑ την τελευταία τετραετία. Κατάρρευση και πτώχευση. Μια συνεχής πτώχευση θεσμών, σχέσεων στην πολιτική και κοινωνική σφαίρα, ως και πτώχευση της ίδιας της γλώσσας στους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, από το στόμα ενός προέδρου που είχε καταδυναστεύσει, με τη συνεχή παρουσία του, σχεδόν κάθε μαζικό και κοινωνικό μέσο επικοινωνίας. Μια συνεχής πορεία πτώσης που είδε το αποκορύφωμά της στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021 και στην προσωρινή κατάληψη του Καπιτωλίου στην Γουάσινγκτον από ένα συνονθύλευμα πολιτών-φρικιών (misfits) από το πολιτικό υπογάστριο της χώρας.
Οι αρχές αυτής της κατάστασης εντοπίζονται πολύ πριν την εκλογή, το 2016, του ανεκδιήγητου προέδρου, αλλά οφείλονται σε δικές του τότε πρωτοβουλίες. Μιλάμε για την υποδαύλιση, εκ μέρους του, του κινήματος της αμφιβολίας για τη γέννηση (και, ως εκ τούτου, τη νομιμότητά του ως προέδρου) του Μπαράκ Ομπάμα εντός των συνόρων της Αμερικής. Ένα κίνημα που ξεκινάει αμέσως μετά τις εκλογές του 2008, μαζί μ’ ένα σωρό άλλες ρατσιστικές και ξενοφοβικές θεωρίες που βρήκαν απήχηση σε ένα πλατύ κοινό, ειδικά στις περιοχές της ενδοχώρας και του Νότου. Αυτό που συνέβη τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια είναι η συγχώνευση, δίκην αποβλήτων, διαφόρων ακραίων και αποκρουστικών τάσεων της αμερικανικής κοινωνίας, μέσα στον κεντρικό αγωγό-οχετό της χυδαιότητας του τέως πιά προέδρου και η εκκένωση τους, μέσω αυτού, καταμεσής της χώρας. Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ήταν το αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής χυδαιότητας.
ΙΙ.
Αν αυτές ήταν οι σχετικά πρόσφατες συγκεντρωτικές εκφάνσεις ακραίων τάσεων στην αμερικανική κοινωνία, τα αίτιά τους τα βρίσκουμε βαθιά στην ιστορία της χώρας, όπως αυτή άρχισε να παίρνει μορφή με την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων, καθώς και σε δυο κόμβους της πορείας της χώρας την τελευταία τεσσαρακονταετία: ο πρώτος κόμβος βρίσκεται στις οικονομικές/κυβερνητικές αλλαγές του προέδρου Ρήγκαν, αρχής γενομένης το 1981, και ο δεύτερος είναι η μεγάλη τεχνολογική μετατόπιση που αρχίζει περίπου την ίδια δεκαετία και βρίσκει το αποκορύφωμα της στις αρχές ετούτου του αιώνα.
Από τις ιστορικές αρχές, κιόλας, της χώρας δημιουργείται και εδραιώνεται ένα καθεστώς πλουτοκρατίας των λευκών ιδιοκτητών των φυτειών (plantations) στον Νότο, με την ταυτόχρονη θεσμοποίηση της δουλείας των μαύρων από την Αφρική, μέσα από το δουλεμπόριο, για να προσφέρουν το εργατικό κεφάλαιο που ήταν απαραίτητο για την εκμετάλλευση των φυτειών. Ανάμεσα στους πλουτοκράτες και στους σκλάβους/εργάτες υπάρχει και μια μεγάλη κοινωνική τάξη λευκών που επιτελούν, σε γενικές γραμμές, το έργο της επιστασίας των μαύρων στις φυτείες και της διεκπεραίωσης όλων των άλλων ημερήσιων λειτουργιών των νεοσύστατων κοινωνιών. Το μυστικό της διαιώνισης της ισχύος αυτών των πλουτοκρατών ήταν να επισημαίνουν συνεχώς το ανώτερο, τάχατες, ποιόν αυτών των λευκών από τους μαύρους, και να το αποδεικνύουν παρέχοντας σε αυτήν την τάξη (που αργότερα ονομάστηκε «μεσαία») μια προσεχτικά μετρημένη μερίδα του πλούτου τους υπό τη μορφή μισθών και μικρών εμπορικών συναλλαγών. Έχουμε δηλαδή, μέσω διαφόρων οικονομικών χειρισμών των πλουτοκρατών, την εγκαθίδρυση του συστήματος του ρατσισμού με τη συμμετοχή και της ευρύτερης λευκής κοινωνίας.
Τη χειραφέτηση των μαύρων στο τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, το 1865, την ακολουθεί πρώτα η αποτυχημένη, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, προσπάθεια για την «Αναδιάρθρωση» του κράτους (που απέβλεπε στην οικονομική/πολιτική συμμετοχή στο νέο κράτος του Μαύρου πληθυσμού) και, πολλές δεκαετίες κατόπιν, διάφορες προοδευτικές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η «Νέα Συμφωνία» (New Deal) του προέδρου Φράνκλιν Ρούζβελτ, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, και η «Μεγάλη Κοινωνία» (Great Society) του προέδρου Λύντον Τζόνσον, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Κατά τη δεκαετία του 1980, όμως, έγινε μια μεγάλη αναστολή και αντιστροφή όλης αυτής της κοινωνικής προόδου, με την οκταετή θητεία του προέδρου Ρήγκαν και την εφαρμογή του οικονομικού συστήματος του οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν και της σχολής του, το λεγόμενο «trickle-down economics», που πρέσβευε ότι η διοχέτευση του πλούτου της χώρας στους πλούσιους, με τη σημαντική μείωση της φορολογίας τους και με τη μείωση των διακανονισμών λειτουργίας (regulations) των επιχειρήσεων, θα δημιουργούσε, μέσα από τις επενδύσεις τους, πλούτο και για τους υπόλοιπους στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Η θεωρία αυτή δεν αποδείχτηκε σωστή. Έτσι, στα σαράντα χρόνια μετά την εκλογή του Ρήγκαν, το εισόδημα του 1% του πληθυσμού αυξήθηκε πέντε φορές περισσότερο από το εισόδημα τού, πολύ χαμηλότερου οικονομικά, 90% του πληθυσμού της χώρας. Εν μέρει, γιατί ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα οι μισθοί του 0,1% υπερτετραπλασιάστηκαν και του 1% υπερδιπλασιάστηκαν, οι μισθοί του 90% του πληθυσμού (που είχαν μείνει στάσιμοι για μια περίπου δεκαπενταετία και άρχισαν να αυξάνονται σιγά σιγά μετά την πρώτη προεδρία του Μπιλ Κλίντον, στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν μόλις κατά 20%. Και η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τα ωρομίσθια των εργατικών τάξεων.
Αυτό που παρατηρούμε, δηλαδή, είναι μια σημαντική διεύρυνση της οικονομικής ανισότητας (economic inequality) στην αμερικανική κοινωνία. Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε και μια μορφή επιχειρήσεων που άνθισαν μέσα στο κλίμα των οικονομικών και διαρρυθμιστικών μέτρων του Ρήγκαν: οι λεγόμενες Επιχειρήσεις Ιδιωτικών Κεφαλαίων (Private Equity Firms). Εν ολίγοις, οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιούσαν τα μεγάλα κεφάλαια των πλουσίων μετόχων τους για να αγοράζουν μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, να τις «αναδιαρθρώνουν» μέσω απολύσεων, συρρίκνωσης των δραστηριοτήτων τους και πώλησης των ακινήτων τους, και κατόπιν να προσφέρουν το καινούργιο σχήμα της επιχείρησης για πώληση με ένα σημαντικό ποσοστό κέρδους για τους εύπορους μετόχους τους. Σε ακραίες περιπτώσεις, αγόραζαν μια επιχείρηση (όπως, επί παραδείγματι, μια εφημερίδα σε μια μικρή πόλη) μόνο και μόνο για την αξία και τη μεταπώληση των ακινήτων της. Αυτή η δραστηριότητα είχε σημαντικές επιπτώσεις στον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό πολλών περιοχών, ειδικά στην ενδοχώρα, με μεγάλες πολιτικές συνέπειες για την ευρύτερη χώρα.
ΙΙΙ.
Οι αλλαγές στην οικονομία τη δεκαετία του 1980 συνοδεύονται από την εξέλιξη της τεχνολογικής επανάστασης των κομπιούτερ και της επιρροής τους σε όλες τις εκφάνσεις της παραγωγής και διοίκησης. Με τον καιρό αποδεικνύεται ότι η ανάπτυξη της γλώσσας και λειτουργικότητας των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των λεγόμενων «λογισμικών» (software), από εξειδικευμένους μηχανικούς και μαθηματικούς θα αποτελέσουν τον άξονα ανάπτυξης της οικονομίας βαθιά στο μέλλον. Έτσι, από τη μια παρατηρούμε τη δημιουργία μιας νέας οικονομίας με τη σύσταση νέων εταιρειών λογισμικών και υψηλής τεχνολογίας κομπιούτερ, που κυρίως απασχολούν απόφοιτους πανεπιστημίων, σε αστικές περιοχές και σε περιοχές γύρω από πανεπιστημιακά κέντρα. Και από την άλλη, με την ανάπτυξη της «παγκόσμιας οικονομίας» και των φορολογικών και εργατικών διευκολύνσεων που αυτή εξασφαλίζει στις Αμερικανικές βιομηχανίες, παρατηρούμε τη φυγή της βιομηχανικής παραγωγής των ίδιων των μηχανών (hardware) σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους. Κάτι που συμβαίνει και μ’ ένα σωρό άλλες βαριές βιομηχανίες, με αποτέλεσμα τον αφανισμό εκατομμυρίων θέσεων ικανοποιητικών μισθών για το εργατικό δυναμικό της χώρας, τον μαρασμό πλείστων όσων περιοχών των ΗΠΑ έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα και τη στροφή της ντόπιας οικονομίας προς τις χαμηλών αποδοχών εργασίες εξυπηρέτησης πελατών (service jobs). Μεγάλο ρόλο σ’ αυτό παίζει και ο επιχειρηματικός συγκεντρωτισμός, που οφείλεται στις δραστηριότητες των Εταιρειών Ιδιωτικού Κεφαλαίου που αναφέραμε προηγουμένως.
Στον τομέα της τεχνολογίας, η δημιουργία των «κοινωνικών μέσων» (social media) επικοινωνίας, που βασίστηκε στα μεγάλα άλματα της σμίκρυνσης των ηλεκτρονικών συσκευών, της κινητής τηλεφωνίας και των λογισμικών, πρόσφερε στην οικονομία έναν τεράστιο νέο τομέα ανάπτυξης. Τα ποσοστά, όμως, απασχόλησης ήταν και πάλι εξαιρετικά χαμηλά σε σχέση με την τεράστια κεφαλαιακή δραστηριότητα των εταιρειών αυτών. Και ο λόγος είναι ότι για το επιχειρηματικό τους μοντέλο, που βασίζει τα κέρδη στην πώληση διαφημίσεων, η απαιτούμενη εργασία (labor) επιτελείται συνεχώς, δίχως αρχή και τέλος, από το εκάστοτε χρησιμοποιούμενο λογισμικό που είναι το έργο ενός σχετικά μικρού αριθμού ειδικών. Έτσι, η οικονομική ευμάρεια αποτυπώνεται μόνο στα τεφτέρια των εταιρειών και του χρηματιστηρίου, όχι όμως και στις τσέπες των πολιτών στις περιοχές της χώρας με βιομηχανικό μαρασμό.
ΙV.
Ενώ θα περίμενε κανείς ότι όλα τα παραπάνω θα οδηγούσαν σε μια κοινωνική/πολιτική στροφή των ψηφοφόρων προς το κόμμα που πρεσβεύει μια οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, κάτι παράξενο συνέβη στην Αμερική τις τελευταίες δεκαετίες και η λευκή εργατική τάξη, παραδοσιακά με το κόμμα των Δημοκρατικών, άρχισε να μετατοπίζεται προς τη Ρεπουμπλικανική δεξιά που όλο και έρρεπε προς τη δημιουργία ενός καθεστώτος πλουταρχίας.
Πώς συνέβη αυτό; Πρώτα πρώτα, οι Ρεπουμπλικάνοι φρόντισαν να χρησιμοποιήσουν το τέχνασμα τής, τάχατε, συγκριτικής υπεροχής των χαμηλότερων οικονομικών τάξεων των λευκών σε σχέση με τους μαύρους, τέχνασμα που είχε χρησιμοποιηθεί τα χρόνια της δουλείας των μαύρων, τώρα σε μια ανανεωμένη του μορφή. Συγκεκριμένα, με μια πολυετή οργανωμένη καμπάνια διέδιδαν ότι οι κοινωνικές παροχές, που ήταν αποτέλεσμα του προγράμματος «Μεγάλη Κοινωνία» του προέδρου Τζόνσον για τις οικονομικώς ανίσχυρες τάξεις, ευνοούσαν μια κοινωνική μερίδα που, αν είχε φτάσει σε αυτήν την κατάντια (δηλαδή της ανάγκης), το φταίξιμο ήταν δικό της. Προφανώς, δεν είχαν το αμερικανικό ήθος της σκληρής δουλειάς. Κι αυτό το είδος προπαγάνδας είχε πέραση ενόσω η πλειονότητα των φτωχών ήσαν μαύροι. Τι γίνεται όμως όταν με τη βιομηχανική και οικονομική συρρίκνωση μεγάλων περιοχών της χώρας όλο και περισσότεροι λευκοί καταλήγουν στην ίδια μοίρα; Εδώ, θα δώσουμε τον λόγο στη συγγραφέα Sarah Smarsh, γέννημα και θρέμμα της πολιτείας του Κάνσας, που μας εξηγεί στο βιβλίο της Στην καρδιά της χώρας (Heartland): «Αυτοί που ήσαν στο πρόγραμμα κοινωνικών παροχών (welfare) υποτίθενται ότι ήταν ‘τεμπέληδες’, και για εμάς [τους λευκούς στο αγροτικό Κάνσας] δεν υπήρχε άλλη λέξη που να μας πληγώνει πιο πολύ… Έτσι, αυτοί που κατέληξαν φτωχοί [λόγω της οικονομίας] πρέπει να κάνουν ένα από τα δύο: ή να παραδεχτούν την προσωπική τους αποτυχία και να ψηφίσουν για το κόμμα που τείνει να τους προσφέρει βοήθεια ή να ψηφίσουν για το άλλο κόμμα, που η ρητορική του μεταδίδει την ελπίδα ότι ο κάματός τους είναι εκείνο που θα τους ανταμείψει. Επιλογή να σου πετύχει…». Και καταλήγει πως κάπως έτσι η ίδια (νεαρή τότε) και η οικογένειά της κατέληξαν να υποστηρίζουν τους Ρεπουμπλικάνους.
Πέραν αυτού και ενώ φρόντιζαν να γίνεται μεθοδικά μια ανακατανομή του πλούτου της χώρας προς τους πλούσιους χρηματοδότες τους, οι Ρεπουμπλικάνοι άρχισαν να μετατοπίζουν τη θεματολογία των εκλογικών αναμετρήσεων μακριά από ζητήματα εργατικών συμφερόντων και οικονομικής ισότητας και όλο και περισσότερο προς τα λεγόμενα «πολιτισμικά» (cultural) θέματα, όπως το θέμα των αμβλώσεων, της ιδιοκτησίας όπλων και της μετανάστευσης μειονοτήτων στη χώρα. Γιατί ήξεραν ότι σε αυτό το επίπεδο συζήτησης άγγιζαν τον συναισθηματικό χώρο των ψηφοφόρων, που στην πλειονότητά τους έχουν κράση συντηρητική σε ζητήματα όπως η θρησκεία και ο πατριωτισμός, και έτσι μπορούσαν να κερδίζουν την ψήφο τους αποσπώντας, ταυτοχρόνως, την προσοχή τους από τον κύριο σκοπό τους, δηλαδή το στήσιμο ενός πλουταρχικού συστήματος.
Σε αυτό οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν αρωγό τη νέα τεχνολογία των υπολογιστών (ένα βήμα πιο μπροστά από τους Δημοκρατικούς, κατά την ιστορικό του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Jill Lepore) και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα (όπως οι μεγαλοβιομήχανοι αδερφοί Koch), που τους συνέδραμαν στη χρήση της τεχνολογίας (απευθείας ή μέσω διαφόρων οργανισμών) ώστε να στοχεύσουν απευθείας στις ευάλωτες ομάδες ψηφοφόρων με την προπαγάνδα τους.
Τα πράγματα πήραν ιδιαίτερη τροπή μετά τη δημιουργία και διάδοση της νέας τεχνολογίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα. Εκείνο που συνέβη ήταν ότι οι εταιρείες αυτών των νέων τεχνολογιών επέτρεπαν τη δωρεάν τους χρήση και σε αντάλλαγμα λάβαιναν πληθώρα προσωπικών στοιχείων από τον κάθε χρήστη με κάθε πάτημα των πλήκτρων των υπολογιστών και των έξυπνων τηλεφώνων. Αυτές τις πληροφορίες οι εταιρείες τις χρησιμοποιούν για τη μαζική προώθηση διαφημίσεων προϊόντων, αλλά και μηνυμάτων από φορείς με πολιτικές/κοινωνικές θέσεις, όπως επίσης και «περιεχομένου» (content) πάσης φύσεως. Έτσι, εκεί που πριν χρειαζόταν να εντοπίσεις τη φυσική διεύθυνση του κάθε παραλήπτη και να τους προσεγγίσεις έναν προς έναν ταχυδρομικώς ή τηλεφωνικώς, έργο επίπονο, τώρα τα social media, έχοντας στην κατοχή τους ηλεκτρονικώς μια τεράστια τράπεζα στοιχείων, μπορούν να διαδίδουν μηνύματα σε κάθε παραλήπτη-χρήστη της τεχνολογίας τους ανελλιπώς μέσα στη συνεχή ροή του χρόνου και με ελάχιστη συμμετοχή ανθρώπινου δυναμικού. Επί πλέον, έχοντας αναλύσει με τα κομπιούτερ τα στοιχεία του καθενός, μπορούν να εντοπίζουν τα «πιστεύω» του και να προωθούν συνεχώς «περιεχόμενο» που υπερθερμαίνει αυτά τα πιστεύω. Κι έτσι οδηγείται ο χρήστης σε ένα είδος πνευματικής εξάρτησης. Και όσο εξακολουθεί να διαβάζει ό,τι του σερβίρουν, τόσο πιο πολύ αυξάνεται και η κατανάλωση των συνοδευτικών διαφημίσεων και τα κέρδη των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης που τις πλασάρουν. Γιατί αυτό και μόνο είναι το μοντέλο λειτουργίας αυτών των επιχειρήσεων.
Μια προσωπική εμπειρία ίσως φωτίσει λίγο τη δραστική επιρροή της νέας τεχνολογίας στο κοινωνικό/πολιτικό τοπίο της χώρας. Θυμάμαι, έναν χρόνο περίπου μετά την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη, έξω από το εργοτάξιο όπου ακόμα καθάριζαν τον χώρο από τα ερείπια, πέντε-έξι τύπους να εξηγούν, με μεγάλα πανό εικόνων και σχεδίων πάνω στον φράχτη, τις συνωμοτικές τους θεωρίες για την πτώση των πύργων. Καμιά δεκαριά ήμασταν όλοι κι όλοι στο ακροατήριο. Μετά το 2010 και τη δημιουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τέτοιοι τύποι μπορούν να έχουν ένα ακροατήριο από εκατοντάδες χιλιάδες ανυποψίαστων… Κάπως έτσι φτάσαμε στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Αμερικανικό Καπιτώλιο.
V.
Είτε εκ των πραγμάτων είτε από συγκυρία, την εποχή της πανδημίας φάνηκαν ανάγλυφα τα βασικά προβλήματα της Αμερικής, χρόνια προβλήματα στην ιστορία της χώρας αλλά και προβλήματα πιo πρόσφατα που εμφανίζονται με την είσοδο του νέου αιώνα και που, αν συνεχίσουν να εξελίσσονται ανεξέλεγκτα, θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία της χώρας. Ταυτοχρόνως, όμως, μέσα από τις μοναδικές συνθήκες της πανδημίας αναπήδησαν κι ελπίδες για λύσεις σε αυτά τα προβλήματα.
Πρώτα πρώτα, ο θάνατος του μαύρου Τζόρτζ Φλόυντ στα χέρια της αστυνομίας, στη Μιννεσότα, αρχές της πανδημίας, έφερε στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο το ρατσιστικό πρόβλημα της Αμερικής υπό τη μορφή της υπερβολικής βίας της αστυνομίας προς τους μαύρους. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν έγκλειστο στα σπίτια του, λόγω των μέτρων της πανδημίας, και ότι ήταν κολλημένο στις οθόνες της τηλεόρασης και των έξυπνων τηλεφώνων τους όπου η βίαια σκηνή του θανάτου παιζόταν κατ’ επανάληψη, είχε ως αποτέλεσμα μια καθολική σχεδόν διαπίστωση του προβλήματος από την κοινωνία, που άλλοτε, με τους γοργούς ρυθμούς της, δεν έδινε σημασία. Οι σφυγμομετρήσεις που ακολούθησαν έδειχναν ότι τα τρία τέταρτα περίπου του πληθυσμού συμφωνούσε ότι η αστυνομία χρησιμοποιούσε υπερβολική βία κατά των μαύρων. Οι συνεχείς διαμαρτυρίες που ακολούθησαν στους δρόμους των πόλεων όλης της χώρας ήσαν το μοναδικό δημόσιο θέαμα σ’ εκείνο το στάδιο της πανδημίας και λίγο πολύ ήταν μια έμπρακτη απάντηση στη ρήση «την επανάσταση δεν θα την μεταδίδει η τηλεόραση» («the revolution will not be televised») στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Αυτό που έβλεπε ο κόσμος στην τηλεόραση τώρα ήταν μια εξέγερση διαμαρτυρίας όχι μόνο των μαύρων αλλά και μιας τεράστιας μερίδας της λευκής νεολαίας. Και τα συνθήματα δεν ήταν μόνο κατά της βίας της αστυνομίας αλλά και κατά του ρατσισμού που ήταν ενδημικός στην οργάνωση της χώρας (systemic racism) και για την ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής στο σύστημα. Ήταν ενδιαφέρον να ακούς σε συνεντεύξεις τους ηγέτες του κινήματος «Οι Μαύρες Ζωές Μετρούν» (Black Lives Matter) να μιλούν για φυλετική ισότητα αλλά και για οικονομική δικαιοσύνη σε συνεργασία «με τους συμμάχους μας», δηλαδή τους λευκούς που διαμαρτύρονταν μαζί τους. Και κάποιοι άκουγαν. Και εμφανίστηκαν στις μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες ολοσέλιδες πληρωμένες καταχωρήσεις ορισμένων από τις μεγαλύτερες εταιρείες και οργανισμούς της Αμερικής, όπου παραδέχονταν την ύπαρξη του ρατσισμού στο σύστημα και υπόσχονταν να συμβάλουν στην αλλαγή των πραγμάτων προς απάλειψή του.
Στην Αμερική η μνεία περί ταξικής κοινωνίας ήταν ανάθεμα (ένα απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου και της μάχης των τιτάνων του Κομμουνισμού και του Καπιταλισμού). Συμφώνως με τη μυθολογία της χώρας, όλοι οι πολίτες είναι εξ ίσου μέτοχοι του «Αμερικανικού Ονείρου» της ευημερίας. Σε ποιον βαθμό ευημερίας καταλήγει ο καθένας είναι ζήτημα χρόνου και συνάρτηση της προσπάθειας και του κόπου του κάθε πολίτη να φτάσει στην πραγμάτωση του ονείρου. Έφτασε όμως από το πουθενά ο αμείλικτος ιός της πανδημίας και σαν τον σκώρο, αόρατος, κατέστρεψε του μύθου την ταπετσαρία και φανέρωσε από πίσω της το ζωντανό δράμα της κοινωνίας.
Απ’ την αρχή κιόλας της πανδημίας, αποκαλύπτεται ότι η «μεσαία τάξη», αυτός, τάχατε, ο βράχος της Αμερικανικής κοινωνίας, δεν είναι μια συμπαγής ενότητα. Είναι παράταιρα κομμάτια που, προς διευκόλυνση των σκοπών τους, οι πολιτικοί τα έχουν συγκεντρώσει σε μια μάζα, η οποία, όπως αποδείχθηκε, συντρίβεται με ένα απροσδόκητο ταρακούνημα. Το ταξικό πρόβλημα της Αμερικής φάνηκε καθαρά σε αυτές τις καινούργιες πραγματικότητες που αντιμετώπισε η χώρα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2020: πρώτα, οι ατέλειωτες ουρές για τη διανομή δωρεάν τροφίμων, κάτι που η χώρα δεν είχε ζήσει από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (Great Depression), περίπου πριν έναν αιώνα. Δεύτερον, οι εκατοντάδες χιλιάδες εξώσεων. Γιατί, με τα εκατομμύρια που γίνονταν άνεργοι κάθε βδομάδα, όπως απεδείκνυαν οι κοινωνικές έρευνες, οι μισοί Αμερικάνοι δεν είχαν παραπάνω από 400 δολλάρια στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους για να αντιμετωπίσουν μιαν έκτακτη ανάγκη, πολύ περισσότερο για να πληρώσουν το νοίκι όταν σταμάτησαν να εισπράττουν μισθούς και ημερομίσθια. Τρίτον, οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί στον βωμό του ιού στις συνωστισμένες γειτονιές των μειονοτήτων και των φτωχών που ιστορικά στερούνται ιατρικής περίθαλψης. Η ειρωνεία εδώ είναι ότι σε αυτές ακριβώς τις κοινωνικές τάξεις, που υπέφεραν τόσο από τον ιό, βασίστηκε η κοινωνία για να συνεχίσει να λειτουργεί, όσο το δυνατόν, τις πιο μαύρες μέρες της πανδημίας. Σε αυτούς που διένειμαν τις παραγγελίες φαγητού, σε αυτούς που καθάριζαν και απολύμαιναν κτήρια και μέσα συγκοινωνίας από τον κορωνοϊό. Ακόμα και η πλειονότητα του προσωπικού των νοσοκομείων (νοσοκόμοι και βοηθητικό προσωπικό) προερχόταν από τις τάξεις των μειονοτήτων. Κι έτσι, μαζί με τα συνθήματα για φυλετική ισότητα έκαναν όλο και πιο πολύ την εμφάνιση τους και συνθήματα για αλλαγές που θα μειώσουν την οικονομική ανισότητα στη χώρα. Και πάλι, δεδομένης της κρισιμότητας της εποχής και του κοινωνικού εύρους των διαμαρτυριών, αρχίσαμε να βλέπουμε στις εφημερίδες δηλώσεις κατανόησης (που έκρυβαν κάποια σκοπιμότητα) από εκπροσώπους του κεφαλαίου. Ο Τζέιμι Ντάιμον, ηγέτης του τραπεζικού μεγαθήριου J.P. Morgan, να δηλώνει ότι η ανισότητα του εισοδήματος είναι όντως ένα πρόβλημα και ο Τζέφ Μπέζος, της τεράστιας εταιρείας Amazon, να υποστηρίζει την επιβολή μεγαλύτερης φορολογίας στις μεγάλες εταιρείες!
Το γεγονός ότι η πανδημία συνέπεσε με την κλιμάκωση της προεκλογικής εκστρατείας στην Αμερική για το προεδρικό αξίωμα, μετά από μια τριετία περιπετειώδους διακυβέρνησης της χώρας, είχε ως αποτέλεσμα να φωτιστεί με δραματικό τρόπο το πολιτικό πρόβλημα των ΗΠΑ. Κι έγινε εμφανές ότι αυτό συνδεόταν άρρηκτα με τον τρόπο που έμπαιναν στη ζωή του κόσμου οι τεχνολογίες των κοινωνικών μέσων, της ειδικής χρήσης των λογισμικών και της αναπτυσσόμενης τεχνητής νοημοσύνης. Κι επίσης άρχισε να κυριαρχεί μια ανησυχία για το αν οι δικλείδες ασφαλείας του πολιτεύματος θα ήταν ικανές να προστατεύσουν το δημοκρατικό σύστημα απ’ τις αυταρχικές τάσεις και αυθαίρετες πράξεις του προέδρου της χώρας και του κόμματος που τον υποστήριζε. Και οι ανησυχίες εστιάζονταν στο πιο βασικό στοιχείο του δημοκρατικού συστήματος, που είναι η απαρενόχλητη και άμεμπτη διεξαγωγή των εκλογών. Γιατί υπήρχαν πολιτικές ενέργειες για παρεμπόδιση στην εξάσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε πολλές περιοχές της χώρας, ειδικά σε περιοχές κατά πλειοψηφία μαύρων κατοίκων, που παραδοσιακά ήταν υποστηρικτές του Δημοκρατικού κόμματος. Kαι επίσης υπήρχε μια διαρκής παραπληροφόρηση, μέσω της διαύλου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλίματος επικίνδυνης πόλωσης και τη σύσταση περιθωριακών βίαιων αντιεξουσιαστικών ομάδων.
Η επιρροή της νέας τεχνολογίας των «κοινωνικών μέσων» στην πολιτική ζωή χτύπησε έναν κώδωνα κινδύνου για την υγεία της δημοκρατίας. Μια καινούργια τεχνολογία, που εκ της φύσεώς της μπορεί να δημιουργεί τις συνθήκες χειραγώγησης της κοινωνίας, εξελίσσεται αστραπιαία, πριν προφτάσει η πολιτική ηγεσία της χώρας να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας της, τις επεκτάσεις και επιπτώσεις της στα «κοινά» του τόπου. Έχει ειπωθεί ότι ζούμε στην «οικονομία της προσοχής» (attention economy). Και αυτή η οικονομία μονοπωλείται, επί του παρόντος, από τρεις-τέσσερες εταιρείες, μεγαθήρια κεφαλαίου. Προς οικονομικό όφελός τους συγκεντρώνουν, μέσω των τεχνολογιών τους, προσωπικά στοιχεία (κάποτε έργο των μυστικών υπηρεσιών – σε λιλιπούτειο βαθμό, βέβαια, σε σχέση με τις δυνατότητες αυτών των εταιρειών), και φροντίζουν να διανέμουν «περιεχόμενο» προπαγανδιστικό (είτε αυτό είναι μια διαφήμιση προϊόντος ή κάποιο κείμενο/μήνυμα πολιτικό) σε ένα κοινό, το οποίο έχουν αναλύσει και έχουν καταλήξει ότι θα είναι σίγουροι καταναλωτές του. Κι έτσι καταλήγουμε σιγά σιγά στη δημιουργία εξαρτημένων μικρόκοσμων, λόγω της επανάληψης, της επιρροής και της χειραγώγησης.
Απ’ την άλλη, η εξάπλωση των διαφημίσεων μέσω των «κοινωνικών μέσων» οδηγεί σιγά σιγά τις τοπικές εφημερίδες (που στηρίζονται κατά το πλείστον στις διαφημίσεις για εισόδημα) στην εξαφάνιση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε πολλές περιοχές της χώρας μια «έρημος ειδήσεων», όπως την αποκαλούν. Μια πρόσφατη μελέτη συμπέρανε ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πάνω από το ένα τέταρτο των αμερικανικών εφημερίδων έβαλαν λουκέτο. Τριακόσιες εφημερίδες έκλεισαν μόνο τα τρία τελευταία χρόνια. Σε αυτό το κενό, λοιπόν, όρμησαν τα «κοινωνικά μέσα». Και ανεβάζοντας στις πλατφόρμες τους ως ειδήσεις αυτά που έκριναν ότι ήθελε να ακούσει ο κάθε χρήστης, δημιούργησαν τις συνθήκες για να ανθίσουν ομάδες πολιτών με ασύστατες πολιτικές θεωρίες και πεποιθήσεις. Ακραία έκφανση αυτού του φαινομένου είναι οι παραστρατιωτικές οπλισμένες ομάδες της άκρας δεξιάς που έχουν βάλει στόχο τα νομοθετικά σώματα και τις κυβερνήσεις των Πολιτειών αλλά και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Έτσι, πολλοί πιστεύουν, οδηγηθήκαμε στην εξέγερση της 6ηςΙανουαρίου. Και γι’ αυτό έχουν υψωθεί φωνές και ζητούν από το Κογκρέσσο να σπεύσει και να ψηφίσει νομοθεσία για τον διακανονισμό της λειτουργίας των εταιρειών αυτής της τεχνολογίας του 21ου αιώνα. Ανάμεσα σε αυτούς τώρα είναι και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο ιδρυτής και διευθύνων της εταιρείας Facebook, που επί εβδομάδες, τελευταία, τοποθετεί ολοσέλιδες διαφημίσεις στις εφημερίδες που δείχνουν είτε τη συσκευή ενός παλιού επιτραπέζιου τηλεφώνου, ή μια μηχανή φαξ, ή ένα φορητό CD Player και δίπλα λένε: αυτές ήταν τεχνολογίες του περασμένου αιώνα, εμείς είμαστε η τεχνολογία ετούτου του αιώνα, περάστε νομοθεσία για τη λειτουργία μας (regulate us). Δεν θα σχολιάσουμε τη σκοπιμότητα…
VI.
Κι έτσι, η χρονιά που μας πέρασε, η χρονιά της πανδημίας και της σχετικής απραγίας, έβγαλε στη φόρα όλα τα μεγάλα προβλήματα που τα σκέπαζε η σκόνη μιας καλπάζουσας, ακμαίας χώρας για έναν περίπου αιώνα. Όπως είδαμε, βγήκε ο κόσμος στους δρόμους και φώναξε για αλλαγή. Αυτό είχε γίνει πολλές φορές πριν. Συνέβη όμως αυτή τη φορά και κάτι άλλο. Πρόσθεσε τη φωνή του, κατά τι, και το λεγόμενο «ξύπνιο κεφάλαιο» (woke capital). Αυτό σημαίνει ότι κάτι είδαν σε αυτήν τη διαμαρτυρία οι «δυνατοί», που τους έκανε να βλέπουν μια επερχόμενη αλλαγή. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι το χαρακτηριστικό μιας επιτυχούς επιχείρησης; Να προβλέπει δηλαδή τις τάσεις (trends) και να είναι όσο μπορεί «μέσα στο σχέδιο»;
Τι είναι αυτό που δίνει ελπίδες για αλλαγή; Πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Αμερική στις αρχές αυτού του αιώνα; Δυο κοινωνικές δραστηριότητες, κυρίως, περιέχουν την απάντηση: Παιδεία και Μετανάστευση. Συγκεκριμένα, από το 1965 και μετά, ο δημογραφικός χαρακτήρας της χώρας άρχισε να αλλάζει άρδην. Εκείνη τη χρονιά, μαζί με τις άλλες νομοθεσίες που είχαν ευεργετήσει κυρίως τη μειονότητα των μαύρων, ψηφίστηκε και ένας νόμος που κατάργησε πολλούς από τους περιορισμούς για μετανάστευση από χώρες του τρίτου κόσμου. Έτσι, ενώ από το 1840 μέχρι το 1920 είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική περίπου 33 εκατομμύρια άτομα και τα 90% περίπου ήταν από την Ευρώπη, μετά τη νέα νομοθεσία και στο διάστημα μεταξύ 1965-2015 κοντά στα 60 εκατομμύρια μετανάστευσαν στην Αμερική και από αυτούς μόνο το 12% ήταν Ευρωπαίοι. Οι υπόλοιποι προέρχονται κυρίως από τις χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν αυτά τα μεταναστευτικά κύματα, τα παιδιά των νέων, μη «λευκών» ως επί το πλείστον μεταναστών αρχίζουν να αποφοιτούν απ’ τα πανεπιστήμια. Οι διαδοχικές γενιές αυτών των, κατά κάποιον τρόπο, νέων Αμερικανών αρχίζουν να καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις μέσα στην οικονομία, στην ίδια την παιδεία και στην πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μαύρους της Αμερικής ως αποτέλεσμα των νομοθεσιών, κατά την προεδρία του Τζόνσον, για τα δικαιώματά τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι μορφωμένες γενιές των μαύρων και των απογόνων των μη λευκών μεταναστών περί τα τέλη του περασμένου αιώνα και τις αρχές του παρόντος άρχισαν να αλλάζουν υπέρ τους τα ποσοστά συμμετοχής στις ανώτερες θέσεις της οικονομίας.
Οι παραπάνω αλλαγές γίνονται εμφανείς αν ρίξουμε μια ματιά στον πολιτιστικό χώρο της Αμερικής και συγκεκριμένα στον χώρο του βιβλίου. Απ’ τις αρχές του νέου αιώνα, ανάμεσα στους σημαντικούς νέους ποιητές και συγγραφείς συμπεριλαμβάνονται Αμερικανοί-Ινδοί, Αμερικανοί-Πακιστανοί, Αμερικανοί-Κινέζοι, Αμερικανοί-Βιετναμέζοι, Αμερικανοί-Κορεάτες, κι επίσης συγγραφείς με καταγωγή από χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Και ακόμη μια ολόκληρη γενιά νέων Αμερικανών Μαύρων και Ινδιάνων συγγραφέων προσφέρουν με τη γραφή τους τα δικά τους βιώματα του «πειράματος Αμερική».
Πέρα από το δημογραφικό, υπάρχουν ενδείξεις αλλαγών και στις πεποιθήσεις των νεώτερων γενιών της αμερικανικής κοινωνίας. Μια-δυο στατιστικές μας δίνουν την εικόνα της αλλαγής. Να, σε μια πρόσφατη σφυγμομέτρηση, το ποσοστό των ατόμων που αυτοχαρακτηρίζονται (για τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους) ως LGBTQ (ΛΟΑΤΚΙ) ήταν περίπου το 5% του πληθυσμού της χώρας. Το ποσοστό, όμως, γι’ αυτούς που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1997 και 2002 ήταν πάνω από το 15%. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι ενώ πριν 20 χρόνια οι θρησκευόμενοι ήταν τα 70% του πληθυσμού, το ποσοστό σήμερα είναι μόλις 47%. Επίσης, μελέτες διαπιστώνουν ότι οι Αμερικανοί νέοι, κατά την πλειοψηφία τους, δεν έχουν αρνητική άποψη για την έννοια «σοσιαλισμός». Οι γενιές που αποφοιτούν απ’ τα πανεπιστήμια, ειδικά αυτοί που αποφοιτούν μετά την οικονομική κρίση του 2008, είναι καταχρεωμένοι (με δάνεια που είχαν πάρει για να πληρώσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές) και αντιμετωπίζουν μια οικονομία που δεν μπορεί να τους ανταμείψει επαρκώς. Είναι αυτές οι γενιές, λοιπόν, που για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας δηλώνουν ότι δεν περιμένουν να έχουν καλύτερη ζωή απ’ τη ζωή των γονιών τους. Μάλλον, λένε, το αντίθετο. Αυτοί είναι που βγαίνουν τώρα στους δρόμους και μάχονται κατά της πλουτοκρατίας και για ένα οικονομικό σύστημα πιο δίκαιο.
Τέλος, οι ιδιαιτερότητες του αμερικανικού εκλογικού συστήματος δίνουν πολιτική ισχύ σε μικρές, συγκεντρωμένες γεωγραφικά, εθνικότητες που, έχοντας αποκτήσει την απαιτούμενη παιδεία, το έχουν συνειδητοποιήσει και οργανώνονται προκειμένου να συμμετάσχουν στο σύστημα και αναλόγως να δρέψουν πολιτικά κέρδη. Επί παραδείγματι, οι Ινδιάνοι αποτελούν το 2% του πληθυσμού της χώρας. Στις τελευταίες εκλογές, όμως, ήταν η αυξημένη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία για πρόεδρο που έδωσε τη νίκη στον Τζό Μπάιντεν σε δυο πολιτείες που έκαναν τη διαφορά: στην Αριζόνα και στη Γεωργία. Και ανταμείφθηκαν, αφού ο Μπάιντεν διόρισε για πρώτη φορά μία Ινδιάνα υπουργό, και μάλιστα στο υπουργείο Εσωτερικών όπου υπάγεται η διαχείριση του φυσικού πλούτου της χώρας, ένα ουσιαστικό ζήτημα για τους ιθαγενείς της Αμερικής.
Όλες αυτές οι κοινωνικές μετατοπίσεις, μαζί με την εκλογή ενός νέου προέδρου που φαίνεται να ασπάζεται προοδευτικές απόψεις (ή τουλάχιστον φαίνεται ότι έχει πρόθεση να ανταμείψει τον προοδευτικό συνασπισμό που τον οδήγησε στο προεδρικό αξίωμα), μας γεμίζουν με αισιοδοξία για την πραγματοποίηση των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών που έχει ανάγκη αυτή η χώρα. Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν από τον χειρισμό της οικονομίας και συγκεκριμένα από το αν θα μπορέσει η νέα οικονομία, με τις υψηλές τεχνολογίες για ενέργεια ή για κλάδους παρεμφερείς, να δημιουργήσει ξανά σε μεγάλους αριθμούς τις καλοπληρωμένες θέσεις της παλιάς βιομηχανίας. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Επιπλέον, θα εξαρτηθεί και από το κατά πόσο θα μπορέσει η κυβέρνηση να εξασφαλίσει την ανεμπόδιστη διεξαγωγή των εκλογών για το Κογκρέσσο, τη Γερουσία και τα πολιτειακά αξιώματα στις επόμενες εκλογές, αρχίζοντας με τις εκλογές του 2022. Και αυτό συνυφαίνεται με έναν επαρκή διακανονισμό της λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ώστε να μη γίνονται όργανα αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας όπως στο παρελθόν.
Υπάρχει μια Αμερικανική έκφραση που περιεκτικά συνοψίζει το πιστεύω των πολιτών για τον τρόπο συμμετοχής τους σε αυτό που βλέπουν σαν το μεγαλείο της χώρας. Όταν σκοντάψεις, λένε, θα πρέπει «να κρατηθείς απ’ τα λουρίδια της μπότας σου για να ξανασηκωθείς». Δηλαδή, να βασιστείς μόνο στον εαυτό σου για να επανέλθεις όταν κάτι πάει στραβά. «Pull yourself up by the bootstraps». Αυτή είναι η διάθεση μιας ολόκληρης χώρας τώρα.
Νέα Υόρκη, Απρίλης 2021