Κάποτε στα φοιτητικά μου χρόνια είχα εφοδιαστεί με μια κάρτα interrail, η οποία σου επέτρεπε να ταξιδεύεις δίχως περιορισμούς για έναν μήνα στα τρένα της Ευρώπης. Μια από εκείνες τις μέρες ο συρμός είχε σταματήσει για λίγο στην πόλη Αμιένη της Γαλλίας. Θυμάμαι την πρώτη σκέψη που μου ήρθε τότε στο μυαλό: Εδώ στα 1905 πέθανε ο Ιούλιος Βερν. Τι ήταν εκείνο που πυροδότησε τον άμεσο συνειρμό; Η αιτία ανιχνεύεται σε μια μακροχρόνια αναγνωστική σχέση με τα βιβλία του, για την ακρίβεια μια μαθητεία στη μαγεία της μυθιστορηματικής περιπέτειας.
Αρκετά χρόνια νωρίτερα, στα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, ο κόσμος ήταν φτωχός σε εικόνες. Τηλεόραση ασπρόμαυρη την οποία και αποκτήσαμε αργά, τα εικονογραφημένα βιβλία ελάχιστα, διαδίκτυο ανύπαρκτο έστω και ως ιδέα επιστημονικής φαντασίας, ο κινηματογράφος μόνο μια φορά την εβδομάδα και όχι πάντα. Η ανάγνωση των βιβλίων ήταν τότε ένα ορυχείο εικόνων, μια προγύμναση της φαντασίας, την οποία και εξασκούσαμε αδιαλείπτως μέσα από εκατοντάδες σελίδες.
Φτάνω όμως στο προκείμενο. Στα δέκα μου χρόνια περίπου άρχισα να διαβάζω τα βιβλία του Βερν στις εκδόσεις Αστέρος, εκείνα που στην αρχή είχαν ένα σκληρό κόκκινο εξώφυλλο όμως εν καιρώ απέκτησαν και μια πολύχρωμη κουβερτούρα. Ανάμεσα στις σελίδες υπήρχαν αριστοτεχνικές γκραβούρες από τις γαλλικές εκδόσεις του προηγούμενου αιώνα. Μέχρι τα δεκατρία μου σερνάμενος από μια αναγνωστική αλλά και συλλεκτική μανία κατάφερα να συγκεντρώσω με οικονομίες του κουμπαρά και λεφτά από κάλαντα και θελήματα και τους πενήντα τόμους της σειράς. Διάβασα τους σαράντα εννιά.
Είμαι ο πιο ακατάλληλος να γράψω ένα κριτικό σημείωμα για την προσφορά του Βερν στη λογοτεχνία. Κάθε φορά που επιχείρησα να προχωρήσω σε συγκρίσεις με άλλους συγγραφείς της εποχής ή σε κοινωνιολογικές και πολιτικές αναλύσεις, κάτι κλοτσούσε μέσα μου κι έκανε λαμπόγυαλο επιχειρήματα, ορθολογικές αποτιμήσεις, ενστάσεις της φιλελεύθερης σύγχρονης οπτικής και της πολιτικής ορθότητας… Πώς μπορείς να έχεις εναργή νου και να αξιολογήσεις αυτόν που σε έπιασε από το χέρι και κάνατε βόλτες σε ολόκληρη τη γη, τότε που ο κόσμος των σπιτιών μας ήταν απελπιστικά μικρός; Ο Ιούλιος Βερν υπήρξε ο πρώτος μεγάλος αναγνωστικός έρωτας κι όχι μόνο τα βιβλία του αλλά και ο ίδιος ως πρόσωπο, παρότι τα πορτραίτα του και οι φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν ήταν, όπως και σήμερα νομίζω, μετρημένες. Πόσες φορές δεν βυθίστηκα στα μάτια του και δεν αναρωτήθηκα για τις νοερές του περιπλανήσεις και για κείνες τις εικόνες που θα είχε ήδη σχηματίσει, όμως δεν πρόλαβε να τις καταγράψει.
Προφανώς και τα βιβλία του υπάρχουν ακόμη σε μια μεγάλη σειρά στη βιβλιοθήκη μου. Κι αν, παρ’ ελπίδα, τα είχα κάπου καταχωνιασμένα, η επιρροή τους θα συνέχιζε να είναι υποδόρια και συνεχής. Τα ταξίδια, η τέχνη της μυθιστορηματικής περιπέτειας, ο ορίζοντας της επιστήμης και της τεχνολογίας, η αισιοδοξία για την τελική επικράτηση του Καλού… Πάνω από όλα όμως το αγκίστρι, η συγγραφική δεξιότητα να ψαρεύεις τον αναγνώστη και να τον σέρνεις άυπνο από σελίδα σε σελίδα.
Νομίζω πως ο Βερν συνεχίζει να μαγεύει ακόμη και σήμερα παιδιά και νέους. Όχι με τον τρόπο του παρελθόντος, καθώς έχει απωλέσει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, να συστήνει εξωτικούς τόπους ακόμα και στις πιο απόμακρες γεωγραφικές συντεταγμένες. Σήμερα με το πάτημα ενός πλήκτρου γνωρίζεις μέσα από αριστουργηματικά ντοκιμαντέρ όλες τις γωνιές του κόσμου και όλους του ιθαγενείς πληθυσμούς και τον πολιτισμό τους. Απομένει η τέχνη της μυθοπλασίας και η ύφανση της κάθε ανατροπής και περιπέτειας. Απομένει κυρίως η δύναμη της φαντασίας, το πιο γόνιμο μονοπάτι κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Σε ό,τι αφορά εμένα προσωπικά, μιας που αποφάσισα εδώ και χρόνια να υπηρετήσω την τέχνη της συγγραφής, τον συναντώ, ακάλεστο συνήθως, σε αρκετές σελίδες την ώρα που γράφω. Εσείς δεν τον βλέπετε, εγώ όμως τον έχω μπροστά μου και καμιά φορά μου κλείνει το μάτι σα να μου επιβεβαιώνει δίχως φωνή το δεν θα γλιτώσεις από μένα.
Έτσι αποφάσισα να τραβήξω την κουρτίνα και να τον φανερώσω σε ένα δικό μου βιβλίο, έναν συνδυασμό οφειλής και νοσταλγίας. Στο μυθιστόρημά μου Παλιές και νέες χώρες υπάρχει μια διακειμενική συνομιλία με τα βιβλία του, αλλά και μέσα σε λίγες σελίδες μια επανεμφάνισή του ως πρόσωπο. Μάλλον ένας μάταιος αγώνας να γλιτώσει κανείς από τη σκιά των παλιών δασκάλων, από την φοβερά προστασία του πρωτομάστορα.
⸙⸙⸙

