Μας σύστησε ο αφρικανός περφόρμερ, ο Μπουτζ: Η Ραχήλ είναι Καλιφορνέζα, είπε ο Μπουτζ, έφτασε στο Βερολίνο στα τριάντα της κι από τότε δεν ξανάφυγε για Σαν Φρανσίσκο, τώρα είμαι εξήντα τρία, είπε η Ραχήλ και δώσαμε τα χέρια. Στου «Louis», στο μπαράκι της Γκερίχτστρασε πριν την αερογέφυρα του Sban στο Βέντινγκ, όρθιοι κι οι τρεις μ’ ένα ποτήρι λευκό κρασί μιλάμε για την Καλιφόρνια, για το Βερολίνο, για την Αθήνα, μιλάμε για την Ραχήλ, για τον φίλο μας το Μπουτζ, και για την κυρία από την Αθήνα. Αισίως φτάνουμε στο τρίτο ποτήρι, η ώρα είναι ήδη περασμένες δέκα –στο Βερολίνο τον Ιούνιο αυτή την ώρα φέγγει ακόμη–, πρέπει να σας πω ότι πεινάω, λέει η Ραχήλ, κι εγώ πεινάω, λέω εγώ, εγώ δεν πεινάω, λέει ο Μπουτζ. Αφήνουμε τον Μπουτζ στου «Louis» και φεύγουμε με τη Ραχήλ προς αναζήτησην βοράς. Oνειρευόμαστε ιταλική κουζίνα, ζεστές πίτσες, μακαρονάδες αρραμπιάτα ή έστω ένα μίνιμαλ σωστό βήγκαν πιάτο: στο διπλανό στέκι οι πίτσες είναι σολντ-αουτ, το χορτοφαγάδικο της Γκερίχτστρασε έχει κλείσει, στην πλατεία τα ντονέρ του Τούρκου δεν συνάδουν με τις απαιτήσεις μας, η Ραχήλ αντιπροτείνει με όλους τους τύπους και τους κανόνες ευγενείας ένα comme il fault δείπνο σπίτι της. Θα φτιάξω γλυκοπατάτες, λέει, λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι μου. Τέλεια, πάμε για γλυκοπατάτες Ραχήλ. Παίρνουμε το χωματόδρομο δίπλα στο ποτάμι –έχει σκοτεινιάσει– το μισό φεγγάρι μεσουρανεί, τα δέντρα μόλις φωτίζονται. Φλαμουριές Ραχήλ; Φλαμουριές. Περπατάμε πλάι πλάι, η Ραχήλ εκφράζεται με γκριμάτσες και χειρονομίες που στα μάτια μου την κάνουν ακόμη πιο γκροτέσκα. Είχα αρρωστήσει εδώ στο Βερολίνο, λέει, για πολλά χρόνια, τώρα ευτυχώς είμαι σε ανάρρωση. Από τι είχες αρρωστήσει Ραχήλ; Δεν είναι ώρα να σου εξηγώ, πάντως o ψυχίατρος είναι από πάνω μου και τώρα. Δεν μιλάω, είναι πράγματα που τα υποπτεύεσαι από τις σιωπές, από τα βλέμματα και τα μισόλογα, κοιτάζω τη Ραχήλ και το φεγγάρι. Θα με συνοδέψεις Ραχήλ στην επιστροφή; μόλις ακούγομαι. Μην ανησυχείς, λέει. Είμαστε μπρος στην είσοδο –σε ένα τεραστίων διαστάσεων συγκρότημα κατοικιών. Στο ασανσέρ κοιταζόμαστε –χαμογελάμε η μια στην άλλη–, μόλις παρατηρώ ότι η Ραχήλ είναι πολύ πιο ψηλή από μένα –στιβαρή και ψωμωμένη–, φοράει ένα καπέλο τζόκευ και εργατική φόρμα. Θέλω να τη ρωτήσω αν δουλεύει σε οικοδομή, με προλαβαίνει: Φτιάχνω ποδήλατα, λέει και ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος διάπλατα, θα δυσκολευτείς να περάσεις αλλά θα τα καταφέρεις. Η πόρτα μένει ορθάνοικτη, εγώ άφωνη: Έπιπλα στοιβαγμένα, υφάσματα, ρούχα, στρώματα, γυαλικά, φωτιστικά, γιούκοι σωροί από πράγματα και από όλες τις τρύπες ξεφυτρώνουν ποδήλατα: ρόδες, λάστιχα, τιμόνια, τρόμπες, πετάλια, ακτίνες. Όλα καλά, είμαι πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή μου, όσο πάει καλυτερεύει, λέει η Ραχήλ και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ποια κουζίνα; Κοιτάζω προς την εξώπορτα: Έχει κλείσει. Και ο διάδρομος επίσης. Το μοναδικό πέρασμα σχετικά ανοιχτό είναι αυτό το προς την «κουζίνα». Γλυκοπατάτες και τζίντζερ σοταρισμένα με βούτυρο και γαρνιρισμένα με φυστικοβούτυρο, είκοσι λεπτά θα μας πάρει –η Ραχήλ. Στην «κουζίνα» μόλις χωράμε. Όρθιες. Η Ραχήλ ανοιγοκλείνει πόρτες, πορτούλες, πορτάκια, συρτάρια, ενώ –με κινήσεις μάγου– ανασύρει –ως λαγούς απ’ το καπέλο– τις γλυκοπατάτες, το τζίντζερ και το φυστικοβούτυρο ανάμεσα από φανάρια, σχάρες, κουδούνια, κλειδαριές. Εσύ κάθισε εδώ να κοιτάς, λέει, θα τα κανονίσω μόνη μου. Κάθομαι εγώ. Το σκαμπό ψηλό, τα πόδια μου στον αέρα. Η Ραχήλ ανοίγει το τελευταίο συρτάρι. Εγώ στο σκαμπό. Βγάζει το κουζινομάχαιρο: Θεέ μεγαλοδύναμε –τριανταπέντε πόντους μήκος– κατευθύνεται δόξα σοι στις γλυκοπατάτες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο –και με φρενήρη ρυθμό–, τις κάνει κομματάκια. Από το παράθυρο κοιτάζω το μισό-φεγγάρι: ίδιο σχήμα με τις μαχαιρωμένες γλυκοπατάτες. Παίρνω βαθειές ανάσες με άρωμα τζίντζερ και φυστικοβούτυρου. Είδες τελειώσαμε, λέει η Ραχήλ και μου κλείνει το μάτι. Μαχαιρώνει δυο μήλα, στύβει ένα πορτοκάλι, τα ρίχνει στο μπλέντερ: Θα πιούμε fruchtsaft, δεν υπάρχει αλκοόλ στο σπίτι, μου το απαγορεύει ο ψυχίατρος.
Στην επιστροφή η Ραχήλ με συνόδεψε ως τη λεωφόρο. Το φεγγάρι είχε γείρει προς τη δύση –το σκοτάδι πήχτρα– το δρομάκι στο ποτάμι άφαντο. Στη διασταύρωση με τη λεωφόρο συναντήσαμε τον Μπουτζ με τον σκύλο του, κάναμε χαρές και αποχαιρετιστήκαμε. Ο Μπουτζ έφυγε πρώτος.
Ο σκύλος του εχει καρκίνο, λέει η Ραχήλ, κάτι μήνες του δίνει ο κτηνίατρος, δεν θα το αντέξει ο Μπούτζ…, αλλά ούτε κι εγώ, είναι φιλαράκι μου ο Μπουτζ.
Γύρισα και την κοίταξα μαγκωμένη.
Μόνο που εγώ έχω και τα ποδήλατα, είπε η Ραχήλ.