Μετά το μνημόσυνο, μια ομάδα σαράντα περίπου ατόμων, τους περισσότερους εκ των οποίων ο Δημήτρης δεν ήταν καν σίγουρος ότι ήξερε, είχε μεταφερθεί στην ταβέρνα «Αγιάσος» για να τιμήσει τη μνήμη της Πέπης τρώγοντας εξωφρενικά υπερτιμημένες γαρίδες και σαρδέλες. Ο ίδιος είχε στο μυαλό του κάτι πολύ διακριτικό, κυρίως γιατί η διακριτικότητα ήταν μια αρετή που άντεχε το πορτοφόλι του, ο αδερφός του ο Νάσος όμως είχε επιμείνει ότι όλος αυτός ο κόσμος ήταν απαραίτητος. Στο τέλος, όταν είδε πως τον Δημήτρη τον είχε πιάσει ταχυπαλμία, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε πως το κόστος θα το κάλυπτε έτσι κι αλλιώς ο ίδιος. Τα λόγια του έδωσαν μια εξευτελιστική νότα στη συζήτηση, το χειρότερο όμως ήταν ότι ο Δημήτρης δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί. Ήλπιζε τουλάχιστον ότι η γυναίκα του δεν θα είχε ακούσει την κουβέντα, αν και όλη αυτή την ώρα περπατούσε δίπλα του. Τα τελευταία λόγια που είχαν ανταλλάξει ήταν στην εκκλησία και είχαν να κάνουν με το στεφάνι που είχαν καταθέσει και η Χριστίνα το είχε βρει κάπως μικρό. «Είναι διακριτικό, δεν είναι;», είχε απαντήσει ο Δημήτρης, προσέχοντας όμως ταυτόχρονα πως το στεφάνι του αδερφού του κάλυπτε έναν τεράστιο χώρο στον τοίχο του παρεκκλησίου και είχε με το ζόρι καταφέρει να περάσει μέσα από την πόρτα, ενώ δίπλα δίπλα τα δύο στεφάνια θύμιζαν τη μικρή και τη μεγάλη ρόδα στα παλιά ποδήλατα του βωβού κινηματογράφου. Όπως και να ʼχε, το τρισάγιο είχε κυλήσει σχετικά ανώδυνα –το πραγματικά βαρετό κομμάτι ήταν τώρα, στην ταβέρνα.
Ο Δημήτρης κάθισε απέναντι στη θεία Μάρθα, που είχε έρθει ειδικά για την περίσταση από τη Λιβαδειά και τώρα έτρωγε θορυβωδώς την ψαρόσουπα της «Αγιάσου». Ο Νάσος μιλούσε με κάτι κοστουμαρισμένους γκριζομάλληδες στο διπλανό τραπέζι, ενώ η Ελενίτσα και ο Νίκος είχαν διαφύγει την επιτήρηση της Χριστίνας και είχαν βρεθεί έξω από την ταβέρνα, κοιτάζοντας τον ερημικό δρόμο, αβέβαιοι για το τι έπρεπε να κάνουν με την ελευθερία τους. Ο Δημήτρης ανακάτευε απλά τη δική του ψαρόσουπα και σκεφτόταν πως οι τελευταίες μέρες έμοιαζαν να είχαν κρατήσει χρόνια. Ίσως έφταιγε η κούραση, ίσως έφταιγε αυτό το επίμονο κρύωμα, τα σημάδια του οποίου προσπαθούσε επί μέρες να κρύψει από τους υπόλοιπους πενθούντες, λες και ήταν αναξιοπρεπές να είσαι κρυωμένος τη στιγμή που η αδερφή σου έχει πεθάνει πριν από τρία ακριβώς χρόνια. Δεν πείραζε να φυσάει τη μύτη του μία στο τόσο, αλλά τα μπαράζ φτερνισμάτων που τον γάζωναν απροειδοποίητα φάνταζαν σαν μια πραγματικά αταίριαστη, θορυβώδης πινελιά, που υπομόνευε την εικόνα του πένθους του.
«Δημήτρη, γιατί δεν τρως την ψαρόσουπά σου;», ακούστηκε η θεία Μάρθα, και από τον τόνο της φωνής της θα συμπέραινε κανείς πως αυτός ο Δημήτρης ήταν πέντε χρονών, κι όχι σαράντα πέντε.
«Το σωστό ερώτημα είναι γιατί την τρως εσύ, θεία Μάρθα. Γιατί τρώτε όλοι την ψαρόσουπά σας; Γιατί να τρώει κανείς ψαρόσουπα, να ποιο είναι το σωστό ερώτημα, θεία Μάρθα», έπρεπε να απαντήσει ο Δημήτρης.
«Θα τη φάω, περιμένω να κρυώσει λίγο», απάντησε στην πραγματικότητα, και έσκυψε στο πλάι για να ανοίξει την τσάντα του. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να έχει πάρει κανείς τα τετράδια, αλλά η ύπαρξη και μόνο αυτού του χρονικού της παιδικής του ηλικίας, όπως ο Δημήτρης το φανταζόταν, είχε μια καθησυχαστική επίδραση πάνω του. Από χθες το πρωί που το είχε πάρει στα χέρια του, όποτε η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη ή η συνεννόηση με τον αδερφό του υπερβολικά λεπτομερής, ο Δημήτρης έλεγε στον εαυτό του πως όταν όλη αυτή η ιστορία με το μνημόσυνο θα τελείωνε, θα μπορούσε επιτέλους να καθίσει με την ησυχία του και να ξεφυλλίσει τα τετράδια της αδερφής του –το πραγματικό του πένθος θα άνθιζε εκεί, σε εκείνες τις στιγμές της περισυλλογής και της, κατά κάποιον τρόπον, μεταθανάτιας επικοινωνίας με την αδερφή του: κάτι που και η ίδια η Πέπη θα εκτιμούσε περισσότερο από την ψαρόσουπα. Έπιασε με τα ακροδάχτυλά του τη σαγρέ ράχη του πρώτου τετραδίου και το έβγαλε ελάχιστα από την τσάντα για να διαβάσει στο χλομό φως της ταβέρνας: Παιδική ηλικία: Τα πρώτα χρόνια. Ήταν εκεί λοιπόν, η παιδική του ηλικία ήταν εκεί, έστω και μέσα από τα μάτια της αδερφής του. Ανυπομονούσε να μείνει μόνος του με αυτά τα τετράδια.
Τα τετράδια τα είχε βρει τυχαία πριν μερικές μέρες ο Νάσος, κάνοντας μια εκκαθάριση στο αρχείο της Πέπης ενόψει του μνημοσύνου, και τα είχε παραδώσει στον Δημήτρη με υπερβολική επισημότητα, διευκρινίζοντάς του πως δεν τα είχε διαβάσει και πως κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να έχει καμία γνώμη για την ενδεχόμενη αξία τους. Είχε προφέρει τη λέξη με εκείνη την ιδιαίτερη ειρωνική χροιά που επιφύλασσε σε οποιαδήποτε αξία δεν ήταν οικονομική –αναφερόταν πάντως στο ενδεχόμενο τα ορνιθοσκαλίσματα της αδερφής του να παρουσίαζαν τελικά κάποιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Τον πρώτο καιρό μετά τον θάνατο της Πέπης, όταν ο Δημήτρης και ο Νάσος άδειασαν το διαμέρισμά της, είχαν την κρυφή ελπίδα πως ανάμεσα στα χαρτιά της θα έβρισκαν ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, ένα σπουδαίο ίσως βιβλίο, που θα δικαίωνε τις προσπάθειες που η αδερφή του είχε επί χρόνια καταβάλει. Δεν πάει έτσι όμως, προφανώς, δεν πάει έτσι –δεν δικαιώνονται όλες οι προσπάθειες. Το μόνο που βρέθηκε ήταν κάποιες αταξινόμητες σημειώσεις, ανακατεμένες με λίστες για ψώνια, αποδείξεις λογαριασμών, μισθωτήρια και μια συνδρομή σε γυμναστήριο. Τα τέσσερα τετράδια στα οποία η Πέπη είχε καταγράψει υπό μορφήν σημειώσεων ορισμένες αναμνήσεις από τη ζωή της –δύο για την παιδική ηλικία, ένα για τα φοιτητικά χρόνια και ένα για την ενήλικη ζωή– είχαν παραπέσει σε κάτι φακέλους με ιατρικές εξετάσεις και δεν τα πρόσεξε κανείς. Μέχρι που ο Νάσος τα βρήκε πριν από μερικές μέρες και τα έδωσε στον Δημήτρη, χωρίς καν να ενδώσει στην περιέργεια να τα διαβάσει, έτσι του είπε τουλάχιστον. Τώρα, ο Δημήτρης τα είχε στα χέρια του, ωστόσο ούτε αυτός τα είχε ανοίξει ακόμα –σκόπευε να το κάνει μετά το μνημόσυνο, όταν το μυαλό του θα είχε κάπως καθαρίσει. Αυτά που κυρίως τον ενδιέφεραν ήταν τα δύο τετράδια της παιδικής ηλικίας, εκεί ήλπιζε να βρει θησαυρούς, λεπτομέρειες που είχε και ο ίδιος ξεχάσει, έναν τρόπο για να συνθέσει τις αναμνήσεις του με τις αναμνήσεις της αδερφής του. Τα υπόλοιπα δεν ήταν καν σίγουρος ότι θα τα διάβαζε, όσο για τη λογοτεχνική τους αξία, το μόνο βέβαιο ήταν πως και να είχαν, ο Δημήτρης δεν θα κατάφερνε να την αναγνωρίσει. Ήταν παντελώς άσχετος, αν υποψιαζόταν όμως πως κάτι ενδιαφέρον κρυβόταν εκεί, ίσως να τα έδινε στη γυναίκα του να τα διαβάσει. Η Χριστίνα κάτι σκάμπαζε από βιβλία.
Μετά το τραπέζι ο Δημήτρης πήγε τη θεία Μάρθα στα ΚΤΕΛ και επιστρέφοντας σπίτι, βρήκε τη γυναίκα του να τον κοιτάζει με το συνηθισμένο της τον τελευταίο καιρό βλέμμα: ένα μείγμα αηδίας και τρόμου, σαν να είχε μόλις δει κατσαρίδα. Η αλήθεια ήταν πως το τελευταίο στάδιο του γεύματος στην «Αγιάσο» δεν είχε εξελιχθεί με τον ιδεωδέστερο τρόπο, ο Δημήτρης όμως πίστευε πως η Χριστίνα ήταν για μια ακόμα φορά υπερβολική. Στο κάτω κάτω όλοι το ξέρουν πως το φτέρνισμα είναι μια ακούσια αντίδραση του οργανισμού σε ένα ξένο ερέθισμα –κάτι που εκ των πραγμάτων απέκλειε τον δόλο. Είναι σχεδόν αδύνατον να καταπνίξεις ένα φτέρνισμα και όσο και αν, καθ’ όλη τη διάρκεια του τραπεζιού, είχε προσπαθήσει, τελικά δεν τα κατάφερε. Σε μια στιγμή ολιγωρίας, την ώρα που ο Νάσος τακτοποιούσε τον λογαριασμό, ο Δημήτρης ένιωσε ένα τεράστιο κύμα φτερνίσματος να βουίζει μέσα του –δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί πως πρώτα είχε ακούσει το φτέρνισμα και μετά το παρήγαγε, ή τουλάχιστον μετά κατάλαβε τις συνέπειές του. Όπως και να ʼχε, η βιαιότητα αυτού που διαδραματίστηκε ήταν πρωτοφανής. Ήταν λες και κάποια ανώτερη δύναμη είχε αρπάξει τον Δημήτρη απ’ τον σβέρκο και τον είχε βουτήξει μέσα στην ψαρόσουπα που κρύωνε ακόμα στο πιάτο του. Είτε το πρόσωπό του είχε πράγματι πέσει στιγμιαία μέσα στο πιάτο είτε ο Δημήτρης είχε απλά φτερνιστεί μέσα στην ψαρόσουπα και η ψαρόσουπα του το είχε ανταποδώσει –δεν ήταν σίγουρος και ούτε είχε ιδιαίτερη σημασία. Το αποτέλεσμα ήταν κάποιοι δυσάρεστοι ψίθυροι, που σε ορισμένες πλευρές του τραπεζιού σχηματοποιήθηκαν σε γελάκια, και φυσικά το απογοητευμένο ύφος της γυναίκας του, καθώς καθάριζε το πουκάμισό του απ’ τους λεκέδες.
Τώρα η Χριστίνα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας προσπαθώντας να πείσει την Ελενίτσα πως, παρά τις αντιξοότητες και τα θλιβερά συμβάντα, η ζωή συνεχίζεται, πράγμα που στη δική της περίπτωση σήμαινε ότι έπρεπε να διαβάσει τα μαθήματά της.
«Μα αφού πέθανε η θεία μου», είπε η Ελένη.
«Πριν από τρία χρόνια», απάντησε η Χριστίνα. Απρόθυμος να ακούσει τη συνέχεια, ο Δημήτρης κατευθύνθηκε στο σαλόνι, όπου ο μεγάλος του γιος έβλεπε τηλεόραση και ο μικρός έδινε άνιση μάχη με τον πρώτο τόμο της Υδρίας (τον οποίο δεν μπορούσε καλά καλά να κρατήσει).
«Νίκο, τι σε έχει πιάσει με την εγκυκλοπαίδεια;», είπε ο Δημήτρης, ο Νίκος όμως έκανε απλά μια κίνηση με το δεξί του χέρι, σαν να ήθελε να καθαρίσει την ατμόσφαιρα απ’ τα λόγια του πατέρα του.
«Τάσο, τι γίνεται με τις εξελίξεις;», ρώτησε τον άλλο άνθρωπο μέσα στο σαλόνι τον οποίο είχε δημιουργήσει.
«Ποιες εξελίξεις;».
«Τις… εξελίξεις, ξέρεις. Με τις ιδιωτικοποιήσεις και όλα αυτά».
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Τάσος. «Ποδόσφαιρο βλέπω».
Προφανώς καμία συζήτηση δεν θα λάμβανε χώρα στο σαλόνι του σήμερα. Αν ο Δημήτρης έπαιρνε τα πράγματα λίγο πιο βαριά, ίσως να καθόταν να αναρωτηθεί πότε ακριβώς είχε γίνει έτσι η κατάσταση, πότε είχε φτάσει στο σημείο να προκαλεί ενόχληση στους γιους του απλά και μόνο με τη φυσική του παρουσία και να προσπαθεί να περνάει απαρατήρητος μέσα στο ίδιο του το σπίτι, σαν διαρρήκτης. Πότε είχε ξεκινήσει αυτό και πόσο μακριά θα πήγαινε, να τι θα αναρωτιόταν ο Δημήτρης αν έπαιρνε λίγο πιο σοβαρά τα πράγματα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκε στην πραγματικότητα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να φορέσει τις πιτζάμες του και να κάνει επιτέλους την πρώτη του βουτιά στα χειρόγραφα της αδερφής του. Έβγαλε έξω το πρώτο τετράδιο και χώθηκε κάτω απ’ τις κουβέρτες, ανάβοντας το λαμπατέρ του κομοδίνου. Η γυναίκα του πιθανώς θα θεωρούσε πως ήταν νωρίς για ύπνο, ο ίδιος όμως ένιωθε πως δεν τον ένοιαζε, πως μετά από αυτή την απίστευτη μέρα, μετά από αυτή την απίστευτη εβδομάδα, δικαιούνταν επιτέλους να αμειφθεί με κάποιον τρόπο, είχε το δικαίωμα να χαλαρώσει και να έρθει σε επαφή με τις σκέψεις της αγαπημένης του αδερφής, να συγκινηθεί, να γελάσει και να κλάψει, τυλιγμένος στην αχλή μιας νοσταλγικής ονειροπόλησης. Άνοιξε το τετράδιο σε μια τυχαία σελίδα και διάβασε τον τίτλο:
Οι τοξικές κλανιές του μαλάκα του αδερφού μου
Τι συνέβαινε; Σε ποιον αναφερόταν η Πέπη; Και γιατί αυτό το ύφος; Ήταν εξοικειωμένος με το γεγονός ότι οι συγγραφείς είχαν παράξενους τρόπους να εκφράζονται, ενώ συχνά θεωρούσαν αστεία κάποια πράγματα που ο ίδιος δεν μπορούσε καν να καταλάβει, όμως και πάλι: Τι ήταν αυτά που έγραφε εδώ πέρα η αδερφή του; Τα μάτια του έτρεξαν ανεξέλεγκτα στις επόμενες σειρές και σταμάτησαν στην εξής φράση:
Το κάνει τόσο συχνά, ώστε, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, το κλάσιμο είναι για τον Δημήτρη μια εναλλακτική μέθοδος αναπνοής.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που διάβαζε. Γιατί κάποιος να ήθελε να γράψει κάτι τέτοιο; Αυτό σήμαινε να είναι κανείς συγγραφέας; Έτσι έγραφε και ο Ντοστογιέφσκι άραγε;
Οι λέξεις που μπορούν να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει ποικίλλουν σε μια γκάμα που ξεκινάει από το σπηλαιώδης και καταλήγει στο βροντώδης ή ίσως στο βορβορώδης.
Δεν ήθελε να διαβάσει άλλο. Ένιωθε μπερδεμένος, προδομένος και κάπως εξευτελισμένος. Παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε:
Πέρα από τα οικολογικά ζητήματα που εγείρονται, υπάρχει το θέμα της ασφάλειας, καθώς το να ανάψει κανείς ένα σπίρτο στο σπίτι μας μπορεί να αποδειχθεί πολύ ανεύθυνη συμπεριφορά, ενώ αρκετές φορές είμαι σε θέση να ανασυστήσω τις κινήσεις του Δημήτρη μέσα στο διαμέρισμα από την ένταση της μυρωδιάς στα διαφορετικά δωμάτια, με την εντονότερη οσμή να υποδεικνύει το σημείο στο οποίο βρέθηκε πιο πρόσφατα και την ξεθυμασμένη αποφορά μπαγιάτικου αυγού να εντοπίζεται στο μέρος απ’ όπου έχει ξεκινήσει τη μέρα του, στο δωμάτιό μας δηλαδή.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η περιήγηση του Δημήτρη στις αναμνήσεις της αδερφής του.