Θωμάς Ιωάννου

Πρωτογνώρισα δια ζώσης τον Τάσο Πορφύρη προ εικοσαετίας περίπου, σε μία συνάθροιση του κύκλου των Σημειώσεων. Είχε φυσικά προηγηθεί η συνάντησή μου με την ίδια την ποίησή του, με το λαβωμένο «σώμα κινδύνου» που εξέπεμπε

ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ Θυμάμαι ξυριζόσουναΉρθα κοντά σου και σε ρώτησα«Μπαμπά, με ποια ομάδα είμαστε;»Και μου ‘πες Ολυμπιακός Θεόρατος φαινόσουναΌπως ο Θρύλος στο μυαλό μου Γιατί ήσουν πάντα πιο ψηλόςΚι ήθελα τόσο να σε φτάσω Γι’ αυτό

Με ένα φόρεμα πουάΚαι τα γυαλιά ηλίουΚοίταζες τη θάλασσα Και με το πόδι πάνω-κάτω νευρικάΛες κι ήτανε να κρατηθείςΕνώ κουνούσε άγρια το πλοίο Μόλις τα μαύρα σου γυαλιάΤα έβγαλεςΜια κάλμα όλο γύρω έπεσεΜια νηνεμία όπως

Έφερνα τον κατακλυσμό στα μάτια μουΑπ’ τον καιρό του ΝώεΥπό βροχή ψηλώνοντας σαν το χορτάριΣτα μέρη που μεγάλωσαΤης Πίνδου το νερόΌπου πατώ να στάζει Ψιχαλιστά βάδισα πλάι σουΝα μην ακούσεις τη βροντή στο στήθος μουΉ

Μάνα δε μας λυπήθηκεΜας πέταξε στο βάραθροΒάρος μη γίνουμε στην κοινωνία Και σαν κινούσαμε για πόλεμοΜας έγραφε «ή ταν ή επί τας»Ευχή της και κατάρα Όταν εσείς μηδίσατεΔίνοντας γη και ύδωρΜολών λαβέ στις Θερμοπύλες είπαμε

Κύλιση στην κορυφή