Μετάφραση: Γιώτα Τεμπρίδου
ΤΟ ΓΥΜΝΟ
η nina κάθεται στον διάδρομο, το πρόσωπό της είναι νυσταγμένο και είναι εντελώς σιωπηλή, θέλει να είναι εντελώς σιωπηλή, κάθομαι στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα της, καθόμαστε σιωπηλές, βγάζω το τετράδιό μου και γράφω, σήμερα είναι μια ομοερωτική γιορτή, η Διεθνής ημέρα κατά της ομοφοβίας, το πρωί βλέπω φωτογραφίες ακτιβιστών που σηκώνουν τη σημαία ουράνιο τόξο στο μπαλκόνι της αμερικάνικης πρεσβείας, και το μόνο που μπορώ να πω είναι αυτό: ως έφηβη, δεν θα τους έκανα παρέα. να το θυμάμαι. το μόνο που θέλουν είναι να βρίσκονται εκεί, και θα κατατρόπωναν οποιονδήποτε έμπαινε εμπόδιο στα όνειρά τους του μικρού ανατολικο-ευρωπαίου: να σταθούν στο μπαλκόνι της αμερικάνικης πρεσβείας και να νιώσουν ηγεμονική έκσταση, έστω και για μια στιγμή. κάθομαι στον διάδρομο μιας πολυκατοικίας του δέκατου ένατου αιώνα και δίπλα μου κάθεται η nina και είναι άφωνη και πτώμα απ’ την κούραση και ό,τι μας περιστοιχίζει είναι άθλιο και είναι σχεδόν δύο το μεσημέρι και έχει δυο ώρες που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και είναι ήδη πτώμα και καθόμαστε σ’ αυτόν τον άθλιο και παγερό διάδρομο και δεν υπάρχει σημαία και δεν υπάρχει έκσταση, ούτε χώρα γύρω μας, και είμαστε κοκαλιάρες κι οι δυο, αυτοί στο μπαλκόνι της αμερικάνικης πρεσβείας τα καταβρόχθισαν όλα, καταβρόχθισαν την ελπίδα που είχε κάποτε η ομοερωτικότητα, τότε περίπου που άρχισαν όλα, πως το σώμα δεν θα είναι κλουβί, πως το σώμα δεν θα είναι ένας κενός και κούφιος όγκος, πολύ καιρό πριν πίστευα πως το ροκ εν ρολ θα είναι περισσότερο και η nina πίστευε πως οι συμβάσεις θα είναι λιγότερες και η urska, που λέει πως τρώει τόσο ώστε να νιώσει γεμάτη κι ούτε μπουκιά παραπάνω, ενώ άλλοι καταβροχθίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, πιστεύουν πως, λόγω μιας ορισμένης θέσης, λέει η urska, δικαιούνται τα πάντα, κι έτσι πιστεύουν πως μπορούν να καταβροχθίσουν τα πάντα και να γιατί έχουν καταβροχθίσει τα πάντα και συνεχίζουν να καταβροχθίζουν και σκέψου μόνο όλα αυτά που έχουν ήδη καταβροχθίσει, τέλος πάντων, η urska πίστευε πως το φλερτ θα ήταν περισσότερο και, στην τελική, αυτοί οι δουλοπρεπείς, κατακτημένοι ηλίθιοι μας έφεραν στις εθνικές σημαίες στις εθνικές πρεσβείες, και στέκονται όλοι τους σ’ εκείνο το εθνικό μπαλκόνι και εμείς είμαστε εδώ σ’ αυτόν τον άθλιο και παγερό διάδρομο μιας παλιάς πολυκατοικίας, κοκαλιάρες κι οι δυο, εντελώς σιωπηλές, ψιθυρίζουμε, ακούμε τα κουαρτέτα του σοστακόβιτς, πίνοντας καφέ, η nina κοιτάει το κενό και αν την κοιτάξω παρατεταμένα, μου ανταποδίδει το βλέμμα και χαμογελάει, μπροστά μας βλέπουμε να υψώνονται κυριλέ μεταμοντέρνες πολυκατοικίες της δεκαετίας του εβδομήντα όπου μάζεψαν την ηλίθια ελίτ του τότε και του τώρα, και διαλύονται τώρα, στάζουν, σκουριά τρέχει απ’ τις μεταλλικές στέγες τους, το νερό άφησε λεκέδες κάτω απ’ τις μπετονένιες γλάστρες στα μπετονένια μπαλκόνια, τα στόρια έχουν σαπίσει και τα παντζούρια έχουν σαπίσει, η nina σηκώνεται, πάει στο δωμάτιό της και μου φέρνει ένα σχέδιο με μένα να στέκομαι στη βεράντα μιας μοντέρνας πολυκατοικίας του πενήντα, να κοιτάω τον ορίζοντα μπροστά μου, στον τοίχο δίπλα μου είναι μια λευκή κόλλα χαρτί στην οποία θα σχεδίαζε ένα δικό της γυμνό εκείνη την ημέρα.
❧
ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ’ΧΕΙ ΠΛΑΚΑ
όταν της είπα, είμαι ερωτευμένη μαζί σου, είπε πως της άρεσε γιατί οι λεσβίες δε λένε τέτοια πράγματα, λένε, σε βρίσκω πολύ κουλ,ή, τι όμορφα μάτια που έχεις, και όταν της είπα πως ήμουν ερωτευμένη μαζί της, το πρώτο που έκανε ήταν να με ρωτήσει, γιατί, γιατί οι λεσβίες δεν ξέρουν πώς να πουν τέτοια πράγματα, είπε, οι λεσβίες λένε, σε βρίσκω πολύ κουλ, ή, τι όμορφα μάτια που έχεις, της άρεσε που της είπα, είμαι ερωτευμένη μαζί σου, αλλά δεν απάντησε, κι ύστερα μια φορά που η ευθύτητά μου μες σ’ αυτόν τον άλαλο κόσμο με είχε εξουθενώσει, ρώτησα την urska, τι σκέφτονται οι άνθρωποι όταν τους μιλάς ειλικρινά για την αγάπη σου γι’ αυτούς, και είπε, σκέφτονται, «α, μπορεί και να ’χει πλάκα!»
❧
ΧΑΡΤΙΝΑ ΚΥΠΕΛΛΑ
λέμε για την επιβίωση. περιστοιχιζόμαστε από σωρούς βιβλίων που αγγίζουν το ταβάνι και το ψοφόκρυο και τον υγρό και κρύο και ατελείωτο χειμώνα και είναι ήδη νύχτα και η θέρμανση έσβησε και πίνουμε καφέ σε χάρτινα κύπελλα, συζητώντας την επιβίωση. η nina λέει για τη δουλειά της. λέει πως τη νύχτα ξυπνά ανά σαράντα πέντε λεπτά. πως βλέπει εφιάλτες. λέει, δεν είναι ζωή αυτό. ο λεσβιακός ακτιβισμός θα μπορούσε να είναι ο δρόμος, λέω, αλλά ο λεσβιακός ακτιβισμός είναι στο έλεος μιας συγκεκριμένης άμορφης οντότητας που λέγεται εξουσία, και δε θα τον αφήσει, και η nina με ρωτάει, θα τον άφηνες να με παρασύρει, κι εγώ λέω, κατέστρεψε εμένα, διέλυσε εντελώς την urska, αλλά εσύ μπορεί να είσαι δυνατότερη. αλλά η nina είναι, στην ουσία, μουσικός, και δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να κάνει απλώς μουσική και μόνο μουσική, γιατί το μόνο που θέλει είναι να κάνει μουσική και αυτό είναι όλο, και εδώ είμαστε λοιπόν, κρατώντας τα χάρτινα κύπελλά μας μες σ’ αυτό το ψοφόκρυο, κάνοντας πλάκα πως θα ’πρεπε να γράψει ένα ποπ κομμάτι γιατί τα ποπ κομμάτια έχουν αίσιο τέλος και αυτό θα ήταν αρκετό.
❧
ΜΕΙΝΕ
θα ήθελα να πω κάτι για τα τελευταία χρόνια. έχω πάρει ένα απαραίτητο μάθημα: απόσταση, απόσταση, απόσταση, μια οδηγία με έντονα γράμματα, πλήρης απουσία, κι έτσι τα γύρω γύρω εξαφανίζονται, δεν τα βλέπω πια, η υλικότητα χάθηκε, δεν κατάφερα να τη φιλήσω, να πολεμάς την απόσταση με απόσταση, μένουμε χωρίς κοινή γνώμη, αναγνωρίζουμε παντοδυναμία στην αγάπη, εκείνη που μου επιτίθεται προτού την αγκαλιάσω, στεκόμαστε σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν, καπνίζοντας, απορώντας, ακριβώς όπως και την προηγούμενη νύχτα, τι κάνουμε εδώ, να φύγουμε, έχουν όμως πατάξει την αλητεία αν υπήρξε κιόλας ποτέ, ό,τι απέμεινε είναι αυτή εδώ η πόλη, περπατάμε στους δρόμους, ανηφορίζοντας και κατηφορίζοντας απότομα μαζί, κάνουμε κύκλο, ολοκληρώνεται μέσα στις στοές, δεν συναντηθήκαμε, δεν σταματήσαμε, είδα πώς ζήσαμε, δεν δημιουργήσαμε χώρο, καταλήξαμε σε μια προσέγγιση, κάναμε μια προσέγγιση, εκκενώσαμε τον κόσμο και τώρα δεν έχει μείνει τίποτα, και η nina λέει, είμαι η καλύτερη σύντροφος, και γράφει ένα τραγούδι γι’ αυτό, είμαστε εδώ, αλλά τα νοήματα των ερωτικών ποιημάτων έχουν προ πολλού αλλάξει, και η urska λέει, αλλά χρειάζομαι τον υλικό κόσμο, το σώμα μου τον χρειάζεται για να λειτουργήσει, λέει, η τέχνη δεν αρκεί, κι εδώ, στη χρονική και χωρική εγγύτητά μου, κάνει κατακλυσμό, κι όλο σκέφτομαι πώς θα γράψω παλιά ερωτικά ποιήματα, γιατί μας είδα τόσο λαμπερές και δεν μπορώ να φύγω.
⸙⸙⸙
Αυτά τα τέσσερα ποιήματα της Nataša Velikonja έφτασαν σε μένα όχι επειδή αγαπώ την ποίηση (που πολύ την αγαπώ) ούτε επειδή ξέρω σλοβενικά (που καθόλου δεν ξέρω), αλλά επειδή είναι λεσβία ακτιβίστρια. Και τα μετέφρασα όχι επειδή είμαι μεταφράστρια (που καθόλου δεν είμαι), αλλά επειδή είναι λεσβία ακτιβίστρια.
Όλα τα ποιήματα προέρχονται από τη συλλογή Ostani (Μείνε) του 2014 και μπορείτε να τα βρείτε, μεταφρασμένα στ’ αγγλικά από τη Spela Bibic, εδώ. Εγώ δεν χρειάστηκε να τα ψάξω, σε πιάτο τα βρήκα, σερβιρισμένο απ’ τον Δημήτρη Αγγελή που τα διάβασε, με σκέφτηκε (μάλλον επειδή η Nataša Velikonja είναι λεσβία ακτιβίστρια) και μου τα έστειλε. Τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, κάτι ήξερε, την καταχάρηκα τη γνωριμία.
Μετέφρασα λοιπόν απ’ τα αγγλικά, χωρίς να ξέρω γρι σλοβενικά· μετέφρασα χωρίς να έχω εποπτεία της ποίησης, της γενιάς, των επιρροών τής Velikonja· χωρίς να ξέρω πώς ακούγονται τα ποιήματά της στη γλώσσα της (τη γλώσσα τους). Μετέφρασα πάνω στον ενθουσιασμό μου, γυρνώντας από μια πορεία, πίνοντας καφέ σε χάρτινο μαζί με τη Nataša. Χρειαστήκαμε ενδιάμεση γλώσσα για να συνεννοηθούμε, κάποτε την ερμήνευσα, άλλοτε παρερμήνευσα –συμβαίνει καθημερινά, δεν φταίνε τ’ αγγλικά.
Είχα κάνει κάποτε κάτι σπουδές στη μετάφραση. Κοντεύω να τις ξεχάσω, με απασχολούν όμως τακτικά τα μεταφραστικά. Μεταφράστρια βέβαια δεν δήλωσα ποτέ και πάνε χρόνια που δεν μεταφράζω τίποτε. Δεν επιχειρώ στροφή εδώ, μιαν εξαίρεση μοναχά επιχειρώ. Χάριν μιας λεσβίας ακτιβίστριας, χάριν της Nataša Velikonja.