ΜΟΝΟΠΛΑΝΟ ΣΤΗ ΝΑΞΟ
Στον Γιώργο Σ.
Όταν αντίκρισε τη θέα απ’ το μπαλκόνι
η μαία γεννημένη στα Φιόρδ
ίσως να σκέφτηκε πως στη ζωή της για πρώτη φορά
μπορούσε πια να ξεγεννήσει
δικές της αποκλειστικά εικόνες.
Και είπε αμέσως: «Το συμβόλαιο.
Εδώ εγκαθιστώ, πλέον, τη ματιά μου».
Σίγουρα δεν θα διέφυγε της προσοχής
η εποπτική θέση του μπαλκονιού
κι αυτό το εκτεταμένο δωρεάν πλατό
που πρόσφερε στα πόδια της
ακλόνητο στη φυσική του ομορφιά
και μες στην πολυπραγμοσύνη του δοσμένο, το λιμάνι.
Με μια, νοερή ματιέρα σκηνοθέτη
δεν θα αργήσει να αισθανθεί
ότι μπορεί να ενεργοποιεί το πλήθος.
«Να δέσει πρώτα το καράβι
και να κατέβει ο καταπέλτης
ο κόσμος με τις προσδοκίες να ετοιμάζεται
ν’ αρχίσει η αποβίβαση και λίγο βιαστικά
τον νου σας στην Πορτάρα
δύει κι ο ήλιος σε πέντε δευτερόλεπτα
τουλάχιστον πενήντα φλάς
μην σταματάτε όμως
τραβάτε και μετά, πάντα υπάρχουν βλάκες.
Ν΄ αρχίσουν τώρα ν’ ανεβαίνουν οι επιστροφές
οι έγκλειστοι της καθημερινής ζωής
αφού εξάντλησαν –λόγω καλής τους διαγωγής–
τις λίγες μέρες άδειας.
Κυρίως να εστιάσουμε στα νέα τα παιδιά
που ήπιαν, στριμωχτήκαν και κουνήθηκαν
που στήσανε, στα πρόχειρα
μια έκθεση πλανόδια του εαυτού τους
μ’ ελάχιστη, όμως, ανταπόκριση
κι αναγκαστήκαν να μαζέψουν μάνι-μάνι.
Γρήγορα ζουμ και στα χταπόδια
πλησίασε μετά και το φουγάρο
να δυναμώσει ο καπνός στην ψησταριά
στο κρεματόριο κόντεψα να πω
η μυρωδιά απ’ την καμένη σάρκα
μαλάκιων και οστράκων
και το ευγενές αέριο της ευζωίας.
Να κουδουνίζουνε συγχρόνως τα λαντό
να τρέξουν γρήγορα δύο αργοπορημένοι επιβάτες
αφήστε κι έναν τελευταίο να ξεκινήσει από πιο μακριά
να δούμε τρέχοντας –στο χέρι του είναι–
αν θα προλάβει.»
Αυτά για σήμερα, αύριο πάλι
όταν θα ξανατυπωθεί πιστά η σελίδα
κι η μέρα αναλάβει απ’ το πρωί
να τρέχει σαν λαμπαδηδρόμος
κι έτσι μες στην κανονικότητα των γεγονότων
να ζούμε την ψευδαίσθηση της διαφοράς
ένας βηματισμός που μας κρατά
μες στον απρόσιτο χρόνο σκαπανείς
εκεί που περιστρέφεται ο κοχλίας
–ακούραστο τρυπάνι– της ζωής μας
και σφίγγει, διαρκώς, τη βίδα του ο θάνατος.
❧
ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
Στον Νίκο Κ.
Τη νύχτα δεν τον πιάνει ο ύπνος
όχι πως σκέπτεται, συνέχεια, του Δούκα τις φωνές
αλλά και πώς να ησυχάσει
μ’ όλους αυτούς μπροστά στα πόδια του
μες στα ροχαλητά, τα παραμιλητά
τα αγκομαχητά και τις κορώνες του έρωτα
τα κλάματα, τις πνιγηρές ανάσες
τη δυσοσμία απ’ τα σκατά, τον όξινο ιδρώτα
τον βήχα, τις κλανιές, τις αναθυμιάσεις.
Κάπως, ταράχτηκε από τις διαταγές του ο Zanacchi
που απαιτούσε –ούτε λίγο ούτε πολύ–
να στείλει πίσω – τι τους ξεσπίτωσε–
αυτούς που μάντρωσε κει μέσα να εποικήσουν το νησί
το ρημαγμένο (δηλαδή) απ’ τα πειρατικά
και εγκαταλειμμένο βράχο.
Ωστόσο, εδώ, φτύσανε αίμα οι άνθρωποι
να κουβαλήσουν πέτρες στην κορυφή
να στήσουνε καμίνια, να κτίσουνε
και να, τώρα, το Κάστρο, ένα μεγάλο σπίτι
έστω και μικροσκοπικά
κατάφεραν να τους χωράει όλους.
Έρχονταν, όμως και στιγμές που πάλι αναρωτιότανε
τι κάνουν εδώ μέσα όλοι αυτοί
χιλιάδες άνθρωποι –ούτε μισό εκτάριο–
να ζουν σε σπίτια σαν κελιά φυλακισμένοι
και φύλακες, συγχρόνως, του εαυτού τους.
Καμιά φορά τα βράδια ονειρεύεται
πως όλοι τους μεταμορφώνονται σε φίδια
που έρπουν εκδικητικά
αφού μια διαβολική ευχή πάντα τα απαγόρευε
να ζουν σ’ αυτόν τον βράχο.
Κι άλλοτε πάλι, πως έφερε μονάχα ζώα ως εδώ
σκυλιά, κατσίκια, άλογα, ελάφια, φασιανούς
και πως το Κάστρο είναι απλά ένας μεγάλος στάβλος
που άνθρωποι, στάβλισαν τελικά
να περισώσουν, τάχα, τη ζωή τους.
Κάθε πρωί τον αρρωσταίνει
η ασφυκτική πολιορκία του νερού
απέναντί του τα Κουνούπια
με παραδείσια χρώματα
γαλαζοπράσινη, διάφανη, βαθειά μπλε
η θάλασσα να υπαγορεύει
πως πρέπει να ʼναι η ζωή
με ελαφρό και έντονο, πολλές φορές, κυματισμό
αλλά και ηρεμία.
Όμως, τι ξέρει ο nobile απ’ όλα αυτά
μεγαλωμένος στην ομίχλη και στην υγρασία
που στείλανε τα εμπόρια και τα κέρδη στο νησί
όχι, βεβαίως, να πεθάνει εδώ
βιγλάτορας στους βράχους που θυμίζουν
προϊστορικούς ελέφαντες
έστω και αν το δέρμα τους μοσχοβολάει θυμάρι.
Τη μάσκα του αδημονεί να βάλει και την κάπα
να μπει στην ίντριγκα ξανά
μες στα κανάλια της Γαληνοτάτης
στο καρναβάλι, στους χορούς και στα κρυφά του ραντεβού
να γίνει πάλι ο άρχοντας Zanacchi Querini.
❧
ΤΟ ΤΟΜΑΡΙ
Γυμνοί, όπως στο σχέδιο αρχικά του Δημιουργού
έστω κι αν εισχωρεί εδώ ο καλλιτέχνης
φιλοτεχνώντας σώματα
δικής του, αυστηρά, αισθητικής
με στήθη δυνατά, κοιλιακούς
μύες παντού και εύρωστα καπούλια.
Γυμνοί εμφανίζονται κι οι Άγιοι Απόστολοι
η μέρα της κρίσεως αποδεικνύεται μία για όλους.
Κάτι κρατούν συμβολικά
ο Άγιος Αντρέας τον Σταυρό
ενώ ο Βαρθολομαίος σφίγγει ένα μαχαίρι.
Όμως στο άλλο χέρι του
σαν μια στραβοχυμένη πινελιά
κρέμεται, άδειο από το σώμα πια, ένα τομάρι.
Λέει η παράδοση πως είναι το δικό του
αφού έχει διασώσει –γδάρθηκε ζωντανός–
την πιο φρικιαστική εκδοχή θανάτου, που υπήρξε.
Διακρίνεται, όμως, πάνω του και μια φυσιογνωμία
αλλοιωμένη, φυσικά, σ’ έναν βαθμό
αφού αποτυπώνεται μια μάσκα νεκρική.
Ποιανού είναι αυτό το πρόσωπο
και ποιού, κατά συνέπεια, το τομάρι;
Εδώ ο καλλιτέχνης προφανώς
στήνει επιπλέον αινίγματα στο κορυφαίο afresco.
Μια νάρκη που επιθυμεί
–όπως το γυροφέρνει με περίεργη ματιά–
κάποια στιγμή να την πατήσει ο θεατής του.
Γιατί το τοποθέτησε εκεί;
Γιατί πραγματικά είναι ένα τομάρι;
Μήπως από ταπείνωση και αυτοσχέδια ποινή
ή από αλαζονεία
μόνον αυτός να κρίνει εαυτόν
κι οι άλλοι να κριθούν από Εκείνον.
Ή μήπως είναι αμφιβολίες εσωτερικές
και για το πώς υπονοεί το μέγα θέμα της θρησκείας;
Όπως και να ʼναι τα πράγματα
ο κόσμος φαίνεται πρώτα αυτόν ν’ αναζητά
και η συντριπτική του επιλογή
αποτελεί, διαχρονικά, το επίτευγμά του.
Από το audio της ξενάγησης
ζητά η γυναίκα μου επιτακτικά
που είναι ο Buonarotti.
Για την υπόλοιπη γιγαντιαία ζωγραφιά
πλανάται ευγενική αδιαφορία.
❧
ΑΤΙΤΛΟ
Στη μνήμη του Γιάννη Σ.
Θέλει κι ο θάνατος την ηρεμία του
μες στη νυχτερινή σιωπή κι ακινησία
να μαλακώσει ο κόσμος
να γίνει εύθραυστος, παραδομένος.
Τότε θα ʼρθει και θα τρυγήσει
σκόρπιες ζωές εδώ κι εκεί
κανείς δεν θα τον αισθανθεί, θ’ αποχωρήσει.
Την επομένη ο κόσμος πάλι θα ʼναι ο ίδιος
λείος ξανά, χωρίς πτυχώσεις
κι όπως δεν είδε κι όπως δεν άκουσε
κι όπως δεν ήτανε παρών
δεν θα ʼχει κάποιο λόγο ν’ αντιπαρατεθεί.
Η ζωή μας πάνω στην ιστιοσανίδα της
κυλάει εύκολα στο κύμα
την ώρα που μας αγκαλιάζει η θαλπωρή
λουσμένοι στα κοινωνικά μας σταγονίδια
μια θεραπευτική δροσιά και αγιασμός θανάτου.
Κι οι άνθρωποι στο κάδρο του ο καθένας
καμιά φορά άγρια θηρία στο κλουβί
υψώνουνε το ουρλιαχτό μιας ιδιωτικής πραγματικότητας.
Μια ιστορία που ξέρεις και δεν ξέρεις.
Η αδιαφορία στο ίδιο βήμα με τον τρόμο
είρωνες επικονιαστές διασφαλισμένοι
αμέριμνες ομάδες ζωηρές, άδολοι δολοφόνοι
μες απ’ το βλέμμα της απόλυτης αθωότητας
πηγάζει, πλέον, ο κυνισμός.
2-3 Δεκεμβρίου 2020