Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Κώστας Βραχνός

Τι; Ηθικό πλεονέκτημα;

«Πώς μπορεί κανείς, έχοντας μόλις διαβάσει τον Bergson, να διαβάσει τις μπροσούρες των μπολσεβίκων;»
Aleksander Wat στη συνέντευξή του στον Czesław Miłosz

«Το να είναι κανείς αριστερός, όπως και το να είναι δεξιός, συνιστά έναν απ’ τους άπειρους τρόπους που μπορεί να επιλέξει ο άνθρωπος για να είναι ηλίθιος: αμφότερα αποτελούν μορφές της ηθικής ημιπληγίας». Η προκλητική αυτή δήλωση του Ortega y Gasset θίγει στην πραγματικότητα μονάχα εκείνους που αυτοχαρακτηρίζονται και αυτοπραγματώνονται ηθικώς και πολιτικώς μέσα από την ένθερμη προσχώρησή τους στο ένα από τα δύο αντίπαλα ιδεολογικά στρατόπεδα, εμφορούμενοι από την πεποίθηση, πρώτον, ότι τάσσονται υπέρ του καλού και, δεύτερον, ότι στην εν λόγω στράτευσή τους εξαντλείται κατ’ αρχήν το πολιτικο-κοινωνικό τους χρέος.

Ας προλάβουμε εδώ μια παρεξήγηση: Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως οι δύο αλληλοαποκλειόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες ιδεολογικές παραδόσεις χρεωκόπησαν, πως δεν έχουν νόημα, πως έχουν πλέον χάσει το νόημά τους ή πως έφτασε η ώρα να το χάσουν. Και να ήθελε κανείς να τις αφανίσει, επικαλούμενος την αρνητική τους συμβολή στην Ιστορία, δεν θα μπορούσε, αφού τόσο η διαμόρφωση συστημάτων αρχών, αξιών, μεθοδολογικών κι ερμηνευτικών εργαλείων όσο και η συναισθηματική, ιδιοσυγκρασιακή και κοσμοθεωρητική σχέση μαζί τους είναι εγγενής στον άνθρωπο ως ζώον πολιτικόν. Όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί με τις συλλογικές αντιλήψεις, τα κοινωνικά πρότυπα και τα πολιτικά προτάγματά τους· όσο κι αν η Ιστορία και η καθημερινότητα επιφυλάσσουν στους απανταχού ιδεολόγους αμείλικτες διαψεύσεις και ατιμωτικές παραχωρήσεις, το συντριπτικό ποσοστό εξ αυτών επιμένει να μην αναθεωρεί τη στάση του επί το ρεαλιστικότερον, απεναντίας δε τείνει να την πολώνει έτι περαιτέρω, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει κάτι βαθιά ανορθολογικό σ’ αυτού του είδους τις ομολογίες και τις τοποθετήσεις. Κάτι που, καταπώς φαίνεται, αποκόπτει τον ρεαλισμό απ’ την πραγματικότητα ή την πραγματικότητα απ’ τη ρεαλιστική της αντιμετώπιση.

Κατά βάθος, όπως έχει πολλές φορές επισημανθεί, με το ν’ αντικαθιστούν οι ιδεολογίες («λαϊκά ευαγγέλια» και «δόγματα εκλαϊκευμένα» τις αποκαλεί ο Gonzalo Fernández de la Mora στο δοκίμιό του Το λυκόφως των ιδεολογιών) τις παρακμάζουσες θρησκείες, απ’ τις οποίες κατάγονται, κληρονομούν μαζί και το σύνολο των χαρακτηριστικών τους, με πρώτο και καλύτερο τη δίψα για κάθε λογής εγγυήσεις ατομικής δικαίωσης. Όπως παρατηρεί ο Leszek Kołakowski στο μνημειώδες Τα κύρια ρεύματα του μαρξισμού: «Πρόκειται για βεβαιότητα που βασίζεται όχι σε εμπειρικές προϋποθέσεις ή υποτιθέμενους ιστορικούς νόμους, αλλά απλώς και μόνο στην ψυχολογική ανάγκη για βεβαιότητα. Υπό αυτή την έννοια, ο μαρξισμός επιτελεί τον ρόλο της θρησκείας, και η αποτελεσματικότητά του έχει θρησκευτικό χαρακτήρα». Σε ευρεία κλίμακα, λοιπόν, οι ιδεολογικές πίστεις αναπαράγουν την τύχη των θρησκευτικών, δηλαδή κινούνται προς την κατεύθυνση της καλπάζουσας μαζικής εξασθένισης και του αντίρροπου επιμέρους παροξυσμού. Διότι σε κάθε παρακμή έχουμε υγιείς και διαταραγμένους νοσταλγούς της ακμής. Πολλοί, επικαλούμενοι τον ισοπεδωτικό θρίαμβο του ενός εκ των δύο πάλαι ποτέ ενάντιων και ισόρροπων μοντέλων, προτρέπουν την οριστική εγκατάλειψη των θεωρητικών ψευδαισθήσεων, ενώ όχι λιγότεροι βλέπουν ως μονόδρομο τη δημιουργία ενός εξελιγμένου, ανθρωπολογικώς επικαιροποιημένου μοντέλου, θεμελιωμένου πάνω στη γνώση της πολιτικής επιστήμης, την επίγνωση της δυσκολίας (της τέχνης) τού διοικείν, την αμερόληπτη διάγνωση και την πνευματική ανάγνωση των ιστορικών παθημάτων και συγκυριών. Οι τελευταίοι εκπροσωπούν τη σώφρονα και μετριοπαθή μερίδα του πληθυσμού, από το κρίσιμο ποσοστό της οποίας εξαρτάται η τόσο πολύτιμη κοινωνική ψυχραιμία. Άλλοι, συνήθως απ’ την πλευρά των «ηττημένων», υπογραμμίζουν την επιτακτικότητα συντήρησης του παραδοσιακού μανιχαϊκού διπολισμού, με μοναδικό, όμως, πλέον, πεδίο δράσης τη ρητορική, αφού, εάν εξέλειπε κι αυτή, δεν θα έβρισκαν λόγο ύπαρξης.

Τούτο από μόνο του δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, εάν η «ήττα» της Αριστεράς στο πεδίο της Ιστορίας δεν μετατρεπόταν σε απίστευτη –σχεδόν μονοπωλιακή– επικράτησή της ως αφηγήματος στα πεδία του συλλογικού ασυνειδήτου, της κοινής γνώμης, του ακαδημαϊκού, του συνδικαλιστικού, του φοιτητικού και του καλλιτεχνικού στερεώματος. Επικράτηση εδραιωμένη πάνω στην άγνοια και τη δειλία άρθρωσης στιβαρού αντίλογου: «…δεν λείπουν οι αστοί, οι διανοούμενοι, οι δάσκαλοι, οι οποίοι, από άγνοια, νιώθουν αίσθημα κατωτερότητας μπροστά στους μαρξιστές, σαν οι τελευταίοι αυτοί να ήταν οι μόνοι που κατείχαν μιαν οικουμενική θεωρία ερμηνείας του ιστορικού κόσμου, ένα αλάθητο δόγμα δράσεως είτε αναθεωρητικό είτε επαναστατικό» θα σημειώσει ο Raymond Aron. Κατά τον Ionesco, επίσης δεινό παρατηρητή της Ιστορίας και τολμηρό υπέρμαχο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας: «Σήμερα, αντιδραστικός είναι όποιος αντιτίθεται στην κυρίαρχη ιδεολογία, είτε αυτή είναι στην εξουσία είτε σε μια άνετη αντιπολίτευση. Η κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να μη βρίσκεται στην εξουσία, η “αριστερά” όμως κατευθύνει την κοινή γνώμη». Τα αίτια του παράδοξου αυτού φαινομένου είναι ίσως πολλά, σκοτεινά και σύνθετα, όμως, σίγουρα περιλαμβάνουν την ανθρώπινη ανάγκη για εξεύρεση άλλοθι και πάσης φύσεως προσχημάτων που μετριάζουν την οδύνη από την ντροπή της ηθικής ανακολουθίας.

Έτσι, παρ’ όλα αυτά, η κοινωνία εξακολουθεί να παραμένει δέσμια συγκεκριμένων προκαταλήψεων, οι οποίες την καταδικάζουν σε άγονες συλλογικές καθηλώσεις και υποσκάπτουν κάθε προοπτική ανάπτυξης, αφού μετατοπίζουν τον εστιασμό της προσοχής και της δράσης από την πικρή αλήθεια στη γλυκιά ρέμβη, από την ενδοσκοπική αυστηρότητα στην εξωστρεφή θυματοποίηση ή δαιμονοποίηση, από τη διαγωγή στην επιτίμηση, από το ατελές βιωμένο και βιώσιμο παράδειγμα στο ακαταμάχητο, ονειρώδες υπόδειγμα, εν τέλει, από την ηθική της ευθύνης στην ηθική της πεποίθησης, για να θυμηθούμε τον Max Weber. Η ανησυχητικότερη από τις προκαταλήψεις έγκειται στη γενικευμένη, απαθή σχεδόν αποδοχή της αποσύνδεσης θεωρίας και πράξης, οράματος και επιδόσεων, υπόσχεσης και εκπλήρωσης, εξαγγελιών και συνέπειας, σχεδιασμού και εφαρμοσιμότητας. Η πολιτική εμφανίζεται αποκομμένη από την ηθική και η ηθική αποκομμένη από την πράξη. Ακόμα χειρότερα: η ηθική, ως απλουστευτική, οργίλη ηθικολογία πια, διαποτίζει τον δημόσιο λόγο, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους/πολίτες σε καλούς, ευαίσθητους και δίκαιους (αριστερούς) και κακούς, αδιάφορους και κυνικούς (μη αριστερούς, ήτοι δεξιούς –ο Norberto Bobbio κάνει αναφορά σε μία Αριστερά «που τείνει να θεωρήσει το κέντρο ως μασκαρεμένη Δεξιά»), βαφτίζοντας τις ιδέες «προοδευτικές» ή «συντηρητικές» –ωσάν η πρόοδος να μην ερειδόταν στη συντήρηση, κι όλα αυτά ανεξάρτητα από τα διαπιστευτήρια του καθενός και τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, η οποία στην πολιτική επιτάσσει συνδυαστικές προτάσεις και λύσεις και όπου «το μονοδρομικό σύστημα είναι η μεγάλη αυταπάτη και η ιδεολογική μονομανία η αιτία της καταστροφής» (R. Aron). Καθιερώνεται με τα χρόνια, μια κατάσταση στρέβλωσης, που με τη σειρά της δεν αργεί να διαμορφώσει μια ατμόσφαιρα προϊούσας βαναυσότητας κι ένα άτυπο καθεστώς ανελευθερίας μες στην καρδιά της δημοκρατίας, το οποίο όλοι μας γνωρίζουμε και με το οποίο, δυστυχώς, σιγά σιγά εξοικειωνόμαστε.

Πρώτο στάδιο της παραπάνω διαδικασίας ρήξης με την πραγματικότητα είναι το λεκτικό, το εννοιολογικό, το συμβολικό. «Μία από τις διαφορές ανάμεσα στον “δεξιό” και τον “αριστερό” απολυταρχισμό είναι η σχέση τους προς τις λέξεις, τις προγραμματισμένες λέξεις. Στον “αριστερό” απολυταρχισμό τα λόγια εννοούνται σαν ιερή αλήθεια και αυτή είναι εντελώς ανεξάρτητη από όσα συμβαίνουν αληθινά στον πραγματικό κόσμο», παρατηρούσε ο A. Zagajewski. Αφής στιγμής η προσοχή μετατοπίζεται από τα έργα στα λόγια, η πολιτική εκπίπτει σε σοφιστεία, αναποτελεσματικότητα και φαυλότητα. Ο εκτοπισμός του πραξιακού τεκμηρίου από το ιδεολογικό πρόταγμα και η κοινωνική πριμοδότηση του αυτοχαρακτηρισμού εις βάρος του προσωπικού παραδείγματος αναδεικνύουν τη στάθμη και την επιθυμία σχέσης με την πραγματικότητα. Απ’ αυτή την απουσία αξιώσεων εμπειρικής επαλήθευσης γεννάται μάλλον το έκτρωμα του ηθικού πλεονεκτήματος (της Αριστεράς) παρά από το θαυμάσιο ανθρωπιστικό περιεχόμενο ορισμένων αρχών/αξιών του μαρξισμού ή του σοσιαλισμού, ή το ηρωικό και μαρτυρολογικό απόθεμα κάποιων αλλοτινών σπουδαίων αγώνων. Αλλά για να στρέφεται η πολιτική συζήτηση γύρω απ’ την εξιδανικευμένη ιδεολογική καθαρότητα ή την κομματική ορθοδοξία θα πει πως βρισκόμαστε ήδη εκτός κινδύνου, μακριά από τα αληθινά προβλήματα και τον ανθρώπινο πόνο, όπως συνέβαινε με τους αριστερούς διανοούμενους στα παρισινά καφέ μπροστά στις κτηνωδίες στο ανατολικό μπλοκ. Όταν έχεις ζήσει στο πετσί σου τα γεγονότα, κάποια στιγμή η υπομονή εξαντλείται: «…δεν συζητώ για τον μαρξισμό, δεν συζητώ για τον σοσιαλισμό. Ό,τι συμβαίνει στις ιδεολογίες δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Εγώ σκέπτομαι ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα», φώναζε ο Ionesco κόντρα στην παντοδύναμη, μεγαλοαστική, «προοδευτική» ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια, για την οποία –όπως και για το λαϊκό υποσυνείδητο– οι ιστορικές εκδηλώσεις του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού οράματος, αν και όπου ατύχησαν (!), ελάχιστα συναρτώνται με τις αρχικές προθέσεις και καθόλου δεν επισκιάζουν το μεγαλείο των εν λόγω προγραμμάτων. Άλλωστε, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ο χώρος της Αριστεράς, παρά την ανεκτίμητη προσφορά στην αληθινή πρόοδο της ανθρωπότητας μέσα από τους αγώνες και τους αγωνιστές της, ανέκαθεν διαπνεόταν από ρομαντικές, μαξιμαλιστικές, ουτοπικές, σε τελική ανάλυση, ανεπίτευκτες διεκδικήσεις. Όπερ, μπορεί μεν να γονιμοποιεί το φαντασιακό απόθεμα, πράγμα απολύτως αναγκαίο στη ζωή και στην πολιτική, οργανώνει, όμως, το πλέγμα των αυτοαπαιτήσεών της μακριά από το έδαφος της απτής πιστοποίησης, γεγονός που ουσιαστικά την τοποθετεί εκτός παιχνιδιού, αφού καταλήγει παντού να πολιτεύεται και ν’ αντιπολιτεύεται με ανθρωπιστικά ευχολόγια, παιδιάστικα συνθήματα και κυρίως δωρεάν κριτική, μια και ουδέποτε δοκιμάστηκε όπως έπρεπε και, όποτε δοκιμάστηκε, ήταν κάτι άλλο.

Αναμφίβολα, οι ιδεολογίες χαρακτηρίζονται σε κρίσιμο βαθμό απ’ την ευαισθησία τους απέναντι στις κοινωνικές αδικίες, και η Αριστερά εμμένει στην προτεραιότητα του αγώνα για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της ισότητας και της δημοκρατίας. Ποιο ανθρώπινο ον μπορεί ν’ αμφισβητήσει το μεγαλείο ενός τέτοιου οράματος; Και ποιος εχέφρων πολίτης μπορεί ν’ αγνοήσει το ανέφικτο της απόλυτης ή το χαλεπότατο της σχετικής εκπλήρωσής του; Το ερώτημα «Γιατί τόσο ωραίες ιδέες, τόσο πλήρη προγράμματα και τόσο άξιοι εκπρόσωποι κερδίζουν στις εκλογές τόσο σπάνια;» μόλις που διερευνάται στον πυρήνα του. Στη θέση του ανερώτητου ερωτήματος βρίσκουμε μονάχα παραλλαγές θυματοποίησης. Και μια δυσάρεστη, πνιγμένη αίσθηση ανεφάρμοστου.

Έτσι, έχοντας αποτύχει παταγωδώς στην Ιστορία να οικοδομήσει τον εγκόσμιο παράδεισο και να υλοποιήσει τις αξίες της, ταμπουρώνεται πίσω απ’ την αποδοκιμασία και την αποδόμηση. Ομοίως και οι οπαδοί της: έχοντας υποταχθεί εξ ολοκλήρου στον έναν και μοναδικό τρόπο ζωής, αυτόν της ατομικιστικής καταναλωτικής ευπραγίας, σκιαμαχούν κατά του φανταστικού εχθρού, τον οποίον όμως γιγαντώνουν διά της ίδιας τους της απονομιμοποίησης. Και τόσο πιο έντονη είναι η αγανάκτησή τους όσο πιο βαθιά αισθάνονται τον εαυτόν τους ως αναπόσπαστο γρανάζι του μισητού μηχανισμού. Το τέρας του καπιταλισμού δεν νικάται από τα μέσα ούτε με τα ίδια του τα μέσα, όπως αναμασούν οι κατά φαντασίαν αντιστασιακοί ή ριζοσπάστες. Στο μεταξύ, ανεξαρτήτως του πώς αξιολογείται η Αριστερά, πώς μπορεί και πώς τολμά κάποιος να δηλώνει σήμερα «αριστερός»; Από πού και ώς πού; Πού ακριβώς έγκειται η «αριστεροσύνη» του; Στη ζέση της ομολογίας; Στην εξ αποστάσεως ευσυγκινησία μπροστά στη δυστυχία και την αγανάκτηση μπροστά στις αδικίες; Στην αναπαραγωγή της οικείας ατζέντας περί ισότητας, ελευθερίας, αλληλεγγύης, ειρήνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, κοσμικού κράτους, αδελφοσύνης των λαών, πολυπολιτισμικότητας, φυσικού περιβάλλοντος, μεταναστών, μειονοτήτων, ταυτοτήτων κ.λπ; Στη μαχητικότητα της πολιτικοποίησης, τη συμμετοχή σε πορείες και τις κινητοποιήσεις, το σήκωμα της σφιγμένης γροθιάς;

Κάθε σύστημα που επιδιώκει να εξηγήσει και να ρυθμίσει ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής (βίου και συμβίωσης), είτε είναι θρησκεία είτε είναι πολιτική ιδεολογία, περιέχει ανάμεσα στις δυνατότητές του και εκείνες των οποίων η εκδίπλωση έρχεται σε φαινομενική αντίθεση με την αγαθή εναρκτήρια σκοποθεσία. Διότι ακριβώς δημιουργείται από ανθρώπους, απευθύνεται σε ανθρώπους και εφαρμόζεται από ανθρώπους σε ανθρώπους. Συνεπώς, συνιστά αφέλεια να αποκλείει ή να αποκόβει κανείς τις εκφυλισμένες μορφές μιας λατρείας ή ενός πολιτεύματος από την «άσπιλη» σύλληψή τους. Δεν μιλάμε για αχαρτογράφητες εμπνεύσεις της ετερογονίας των σκοπών, αλλά για συστηματοποιημένα, «ιμπεριαλιστικά» ιδεολογικά, σωτηριολογικά συστήματα σαν τον μαρξισμό που πασχίζουν να επιβληθούν ολοσχερώς στην ανθρωπότητα, μεταξύ άλλων, αγνοώντας, περιφρονώντας και πολεμώντας την πιο σημαντική διάσταση του ανθρώπου, την πνευματική, εκείνη που αφορά στη μεταφυσική του φύση, εκείνη που τον προστατεύει από το έσω θηρίο και την έξω ζούγκλα των ποικιλώνυμων φασισμών και ολοκληρωτισμών. Μια τέτοια θεώρηση καταρρίπτει έναν απ’ τους βασικούς μύθους της Αριστεράς, τη δήθεν μη κατά γράμμα εφαρμογή της, και μαζί μ’ αυτόν το σύνηθες άλλοθι όλων όσοι συνεισφέρουν στην οικοδόμηση ενός τρομακτικού ακαταλόγιστου, εκεί που επείγει δικαιοσύνη και άμεσος καταλογισμός ευθυνών.

Διότι προξενεί τη σήμερον ημέραν σοκ η άρνηση του οφθαλμοφανούς εν ονόματι του μεθοδολογικού ερωτήματος «Ποιος γράφει την Ιστορία;» και η διολίσθηση της συζήτησης σε ανόητους ανταγωνισμούς, χάριν μιας παρανοϊκής διαλεκτικής, που θέλει για κάθε κακό να επικαλούμαστε ένα άλλο χειρότερο που διαπράττεται από τον αντίπαλο. Την επιλεκτική αυτή ευαισθησία απέναντι στα εγκλήματα των ολοκληρωτισμών εγκαινίασε και σε γενικές γραμμές διατηρεί ακόμη και στις μέρες μας: «ο διανοούμενος, μεγάλος ή μικρός, σοφός ή γραφιάς, ο οποίος ψέγει ασυγκράτητα τη σκληρότητα ενός τυράννου της δεξιάς, δοκιμάζει όμως ταραχή συνειδήσεως όταν γρατσουνίσει, ας είναι και με ροδοδάχτυλα, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που ονομάζεται της αριστεράς», όπως καταγγέλλει ο μέγας Aron. Η ακραία εκδοχή της άρνησης αναγνώρισης του πασιφανούς (του ολοκληρωτισμού ασχέτως ταυτότητας), ήτοι η παντελής έλλειψη αυτοκριτικής, καταδίκης και αναθεώρησης, ειδικά στις μέρες μας, επιβεβαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων, που ενοχλεί, ωστόσο, κυρίως την Αριστερά. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι να πούμε ποιος προξένησε τη μεγαλύτερη συμφορά, ο φασισμός ή ο κομμουνισμός, ούτε ποιος διέπραξε το μεγαλύτερο έγκλημα, ο ναζισμός ή ο σταλινισμός. Όχι πως δεν υπάρχουν αμέτρητες ποιοτικές διαφορές και αποχρώσεις ή σαφείς αντικειμενικές διαβαθμίσεις φρικαλεότητας (η shoah αναντιρρήτως υπήρξε η μέγιστη ανθρώπινη θηριωδία). Αλλά να αφυπνιστεί εντός μας η φρικίαση απέναντι σε κάθε μορφή βαρβαρότητας. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνον αυτό, να φρικιά κανείς με το φρικώδες. Πρέπει και να το στηλιτεύει απεριφράστως όπου το εντοπίζει, μα προπαντός πρέπει να εργάζεται για την εκρίζωση του μηχανισμού που το γεννά. Και ο γενέθλιος τόπος του κακού είναι η ανθρώπινη ψυχή. Ο εαυτός. Κι όποιος δεν αισθανθεί εντός του το κτήνος, δυνάμει ή ενεργεία, ποτέ δεν θα μπορέσει να το κατανοήσει εκτός. Θα μείνει ένας μόνιμος καταγγέλλων, ένας ακατάπαυστος τιμητής των πάντων, αφού συμβαίνει η ανθρωπότητα, η κοινωνία, ο κόσμος από καταβολής του να ξεχειλίζουν από οδύνη, ασχήμια και αδικία. Θα μείνει πάντα ένας «καλός», με την ηθική ικανοποίηση πως αγωνίστηκε, πως πρόσφερε, πως έκανε ό,τι μπορούσε.

Σημειωτέον, μέχρι κάποιο σημείο και κάποιον βαθμό, εξυπακούεται ότι υπάρχει τέλεια συμμετρία ως προς τις παθογένειες που προξενούν οι ιδεολογικοί διπολισμοί, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Δεξιά και Αριστερά μοιάζουν συχνά με δύο βουβάλια που μαλώνουν, αλλά την πληρώνουν τα βατράχια. Η μετριοπαθής κοινωνία υφίσταται τις επιπτώσεις του αενάως αλληλοτροφοδοτούμενου φανατισμού των ακραίων. Κανείς δεν δικαιούται να υποτιμήσει τον σοβαρό κίνδυνο της Ακροδεξιάς, που αυτομάτως ξυπνά τις χείριστες μνήμες. Οφείλει, όμως, να θυμάται πως η Ακροδεξιά για να υπάρξει και να θεριέψει χρειάζεται παραδοσιακά μια κατάσταση θεσμικής χαλάρωσης, διαφθοράς και αναρχίας, καθώς επίσης και μια ξεπεσμένη Αριστερά, του χαβιαριού και του λαϊκισμού, που κοιτάζει συνήθως με επιείκεια μία άφρονα Ακροαριστερά. Ο εφιάλτης της ακροδεξιάς βαρβαρότητας δεν εξουδετερώνεται με αριστερίστικους ακτιβισμούς και επαναστατικοφανή βία, αλλά με κοινοβουλευτική σοβαρότητα και άτεγκτους νόμους.

Ασφαλώς και μια υγιής μερίδα της Αριστεράς αντελήφθη αστραπιαία τις πρώτες εκτροπές και αντέδρασε με αξιοσημείωτο θάρρος, τότε που έπαιζε κανείς τη ζωή του κορόνα-γράμματα. Σήμερα, εντούτοις, που οι απειλές στον δυτικό κόσμο είναι πολύ μικρότερες, η ίδια φωτισμένη και μετριοπαθής μερίδα εμφανίζεται άνευρη και ξεθωριασμένη, χωρίς σοβαρό αντίλογο και χωρίς σοβαρή αντιπρόταση, ίσως επειδή έχει συνειδητοποιήσει την τελεσίδικη κατίσχυση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Προκαλεί εντύπωση, πάντως, πώς το ιστορικό τεκμήριο δεν λειτουργεί συνειρμικά και πώς από την πολιτική συζήτηση απουσιάζει το κριτήριο της συνέπειας. Πώς καθαγιάζεται η φαντασιακή πλευρά των ιδεολογιών και πώς δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η ιστορική τους ενσάρκωση. Αν δεν υπερίσχυε το ανορθολογικό στοιχείο, θα αρκούσε η Ιστορία και η καθημερινότητα για να αναπροσαρμόσει κανείς τις απόψεις του. Αν μη τι άλλο, να διαχωρίσει το επίπεδο των ευσεβών πόθων από εκείνο των επώδυνων διαπιστώσεων. Μια τέτοια διάκριση, όταν γίνεται συνειδητά, προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται μια ηθική αναπροσαρμογή, η πνευματικότερη όψη της οποίας λέγεται ταπείνωση. Και η ταπείνωση συνιστά ύψιστη θρησκευτική αρετή. Συνιστά, όμως, και ύψιστη πολιτική αρετή, όχι επειδή τη θρησκεία διαδέχτηκε η πολιτική, αλλά επειδή αμφότερες συνδέονται με τον ίδιο οντολογικό πυρήνα του ανθρώπου, επειδή μεταφυσική και συμβίωση αποτελούν τις δύο θεμελιώδεις μέριμνες του ανεπτυγμένου ανθρώπινου όντος. Ταπεινώνεται κανείς όταν συνειδητοποιεί πόσα λίγα γνωρίζει, πόσα λίγα ελέγχει και πόσα πολλά οφείλει να πράξει. Μία από τις πλέον αδιαμφισβήτητες συμβολές της θρησκείας στην κοινωνία είναι η εμφύσηση του αισθήματος της δομικής ελαττωματικότητας και μαζί μ’ αυτό της εναγώνιας, ισόβιας προσπάθειας ηθικής τελείωσης. Αληθινός χριστιανός είναι μονάχα όποιος προσφέρει εμπράκτως και σιωπηρώς αγάπη και έργο. Τίποτε αντιχριστιανικότερο απ’ τον επαναπαυμένο και υπερόπτη πιστό. Η έννοια του ηθικού πλεονεκτήματος φαντάζει εδώ αδιανόητη, εξωφρενική. Όσο για την καλοσύνη του προσώπου, επ’ ουδενί πηγάζει από τον ενστερνισμό της ιδέας του Καλού. Ομοίως και στην πολιτική: «η πολιτική δραστηριότητα προηγείται της ιδεολογικής», η δε ιδεολογία αποτελείπάντοτε «την επιτομή μιας μορφής συγκεκριμένης δραστηριότητας» που λέει κι ο Michael Oakshott.

Η κολοσσιαία αυτή παρεξήγηση της ηθικής υπεροχής ή ανωτερότητας φανερώνεται εύγλωττα στον δημόσιο λόγο αλλά προπαντός στον δημόσιο και τον κατ’ ιδίαν διάλογο. Τις υπερήφανες δηλώσεις αριστεροσύνης (ένα παράλογο είδος παρασήμου), στην εποχή μας, συνοδεύει ένα καινοφανές είδος επιθετικής και μισαλλόδοξης συμπεριφοράς απέναντι στο ιδεολογικώς διαφορετικό ή αντίθετο. Τα με αίμα και αγώνες κατακτημένα δικαιώματα της ελευθερίας της γνώμης και του δικαιώματος στη διαφορετικότητα αναστέλλονται όταν πρόκειται για μη «προοδευτική» τοποθέτηση. Η διαφωνία εκλαμβάνεται ως προσβολή και η μετριοπάθεια ως πρόκληση. Οι κανόνες της πολιτισμένης συζήτησης καταργούνται, η ένταση της φωνής αυξάνει, ξεκινούν τα σλόγκαν και οι ταμπέλες, οι χαρακτηρισμοί πέφτουν βροχή: «δεξιός», «συντηρητικός», «συστημικός», «φασίστας». Ο Economist κάνει λόγο για «ανελεύθερη Αριστερά»,για πρακτικές λογοκρισίας, λοιδορίας, συκοφάντησης, κανιβαλισμού του ιδεολογικού αντίπαλου, για τακτικές εντελώς αυταρχικές, «προς χάριν» της δημοκρατίας, της ελευθερίας, των δικαιωμάτων.

Ας κλείσουμε εδώ με μία ακόμα αξιωματική παρατήρηση του José Ortega y Gasset: «Ο πιο ριζικός διαχωρισμός που μπορεί να γίνει στους ανθρώπους είναι αυτός ανάμεσα σε πλάσματα που απαιτούν απ’ τον εαυτόν τους πολλά και σωρεύουν πάνω τους δυσκολίες και καθήκοντα, και πλάσματα που δεν απαιτούν απ’ τον εαυτόν τους τίποτα ιδιαίτερο, και που το να ζουν είναι γι’ αυτά να είναι σε κάθε στιγμή ό,τι είναι, χωρίς προσπάθεια τελειοποίησης». Το ηθικό πλεονέκτημα, εάν υπάρχει, το έχει τρόπον τινά μόνον εκείνος που κατόπιν ισόβιας προσπάθειας ωφελεί τους συνανθρώπους του, χωρίς ποτέ να το επικαλείται και χωρίς να γνωρίζει ότι το έχει. Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στους βίους των ύψιστων ευεργετών της ανθρωπότητας και δη στις κορυφές της, τους αγίους, για να συνειδητοποιήσει πως η ηθική είναι άοκνη, σεμνή και ειλικρινής πράξη συνεπούς και ουσιώδους προσφοράς, συνοδευόμενη πάντοτε από αυτομεμψία και κατάφωρο αίσθημα αναξιοσύνης.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή